Για αρκετές δεκαετίες μετά το 1948, έτος κατά το οποίο ιδρύθηκε το κράτος του Ισραήλ και ξεκίνησε η μακροχρόνια αραβοϊσραηλινή σύγκρουση, το παλαιστινιακό ζήτημα καθόριζε ή τουλάχιστον επηρέαζε τις περισσότερες κρίσεις που ξέσπασαν στη Μέση Ανατολή. Από τη μια πλευρά, η πολιτική των ισραηλινών κυβερνήσεων κινούταν σχεδόν πάντοτε με βάση δύο κυρίως άξονες: την εξουδετέρωση του παλαιστινιακού εθνικισμού και τη διατήρηση των εδαφών που είχαν κατακτηθεί τον Ιούνιο του 1967. Από την άλλη πλευρά, τα αραβικά καθεστώτα και κυρίως εκείνα της Αιγύπτου, της Συρίας και της Ιορδανίας, διαχειρίζονταν το παλαιστινιακό ζήτημα με πυξίδα την εσωτερική τους νομιμοποίηση, αλλά και τις διαρκείς διενέξεις μεταξύ τους. Μέσα σε αυτό το δύσκολο γεωπολιτικό περιβάλλον, ο παλαιστινιακός λαός παρέμενε εκτοπισμένος σε τρείς περιοχές: μέσα στα όρια του κράτους του Ισραήλ, στην υπό ισραηλινή κατοχή Γάζα και Δυτική Όχθη, και στους προσφυγικούς καταυλισμούς που είχαν στηθεί στην Ιορδανία, τη Συρία και τον Λίβανο μετά τον πόλεμο του 1948.

Κατά τη δεκαετία του 1960 αναδύθηκε η νέα ηγεσία του παλαιστινιακού εθνικού κινήματος, είκοσι και πλέον χρόνια μετά από εκείνην που είχε διαλυθεί βίαια από τη βρετανική αποικιοκρατική διοίκηση κατά τη διάρκεια της ιστορικής παλαιστινιακής εξέγερσης του 1936-1939. Σε αυτήν τη νέα ηγεσία, κυρίαρχο ρόλο είχε ο Γιασέρ Αραφάτ, επικεφαλής της PLO. Μετά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1967 και τη συντριπτική ήττα των αραβικών στρατών, η PLO απέκτησε προοδευτικά ενεργότερο ρόλο έναντι ενός Ισραήλ το οποίο αισθανόταν πως βρισκόταν στο ζενίθ της ισχύος του.

Advertisement
Advertisement

Η σύγκρουση Ισραήλ-PLO κλιμακώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 στον Λίβανο, που βρισκόταν σε εμφύλιο πόλεμο και όπου είχε καταφύγει μεγάλο μέρος των ένοπλων Παλαιστινίων μετά την αποτυχημένη προσπάθειά τους να ανατρέψουν την ιορδανική μοναρχία. Η σύγκρουση κορυφώθηκε το καλοκαίρι του 1982, όταν ο δεξιός κυβερνητικός συνασπισμός, υπό τον πρωθυπουργό Μεναχέμ Μπέγκιν και με υπουργό Άμυνας τον Αριέλ Σαρόν, εισέβαλε στον Λίβανο, απόφαση που έμπλεξε το Ισραήλ σε έναν μακροχρόνιο ανταρτοπόλεμο με τους Λιβανέζους σιίτες της Χεζμπολά.

Αυτή η περίοδος, που ξεκίνησε με τον πρώτο αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1948 και έκλεισε με την παλαιστινιακή εξέγερση του 1987 στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα, ένας κύκλος βίας τεσσάρων δεκαετιών, ανέδειξε δύο σημαντικά συμπεράσματα: το παλαιστινιακό δεν μπορούσε να περιοριστεί στα στενά γεωγραφικά όρια των κατεχόμενων εδαφών της Γάζας και της Δυτικής Όχθης, ενώ η επιμονή του Ισραήλ στη στρατιωτική διαχείριση του ζητήματος δημιουργούσε νέα ρήγματα και αναφλέξεις στα παλαιστινιακά εδάφη.

Οι τεκτονικές αλλαγές στο διεθνές περιβάλλον με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η απειλητική ανάδυση της ισλαμιστικής πτέρυγας του παλαιστινιακού εθνικού κινήματος (με τη μορφή της Χαμάς και της Παλαιστινιακής Τζιχάντ), αλλά κυρίως ο πραγματισμός της ηγεσίας της κυβέρνησης των Εργατικών στο Ισραήλ μετά τις εκλογές του 1992, άλλαξαν την πορεία προς μια πολιτική διαχείριση του Παλαιστινιακού.

Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Γιτζάκ Ραμπίν, ο υπουργός Εξωτερικών Σιμόν Πέρες και ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Γιόσι Μπεϊλίν είχαν κατανοήσει τα πολλαπλά αδιέξοδα της ισραηλινής κατοχής των παλαιστινιακών εδαφών και αναγνώρισαν πως η πολιτική επίλυση ήταν μονόδρομος. Το αποτέλεσμα ήταν η Συμφωνία του Όσλο, τον Σεπτέμβριο του 1993, για τη δημιουργία της Παλαιστινιακής Αρχής, με αρχική πρόβλεψη την αυτοδιάθεση των Παλαιστινίων στη Γάζα και την Ιεριχώ. Ήταν μια ατελής και ασύμμετρη συμφωνία, που όμως αποτελούσε το πρώτο απτό βήμα και από τις δύο πλευρές προς τον τερματισμό της ισραηλινής κατοχής των παλαιστινιακών εδαφών.  

Οι επόμενες τρεις δεκαετίες -από τη δολοφονία του Γιτζάκ Ραμπίν τον Νοέμβριο του 1995 από έναν Ισραηλινό εξτρεμιστή μέχρι σήμερα και τον ανελέητο πόλεμο της κυβέρνησης Νετανιάχου στη Γάζα- αποτελούν μια σταδιακή κατάρρευση της συμφωνίας του Όσλο. Ο πραγματισμός των Γιτζάκ Ραμπίν, Σιμόν Πέρες και Γιόσι Μπεϊλίν αντικαταστάθηκε από τον μιλιταρισμό των Αριέλ Σαρόν και Μπέντζαμιν Νετανιάχου, ενώ στη Γάζα επικράτησε εκλογικά και πολιτικά ο ισλαμιστικός ριζοσπαστισμός της Χαμάς. Η Συμφωνία του Όσλο παρέμενε θεωρητικά ενεργή, όμως οι ισραηλινοί εποικισμοί στη Δυτική Όχθη αυξάνονταν με ραγδαίο ρυθμό, ακυρώνοντας στην πράξη την οποία μελλοντική πιθανότητα αυτοδιάθεσης των Παλαιστινίων.

Επιπλέον, η καταστροφική αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή με τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας ευνόησε την εκλογική επικράτηση ακραίων πολιτικών δυνάμεων. Η εισβολή στο Ιράκ το 2003 και η περιφερειακή άνοδος του Ιράν, ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία και η ανάδυση του Ισλαμικού Κράτους, δημιούργησαν ένα διαρκώς ταραγμένο περιφερειακό περιβάλλον το οποίο απέκλεισε τον πραγματισμό και ευνόησε την πολιτική και εκλογική κυριαρχία όσων επεδίωκαν μια στρατιωτική λύση στο Παλαιστινιακό. Τριάντα χρόνια μετά το Όσλο, η ισοπεδωμένη Γάζα αντικατοπτρίζει τη βαθμιαία εξάχνωση των σημαντικών πολιτικών συμπερασμάτων στα οποία είχε οδηγηθεί τότε η κυβέρνηση Ραμπίν και τη σταδιακή ανάδυση ακραίων πολιτικών δυνάμεων που είχαν πάντοτε ως στόχο το τέλος της λύσης των δύο κρατών.