Απεχθάνομαι τη φασαρία. Κάνει παράσιτα και παρεμποδίζει τη σκέψη. Τώρα που καταλάγιασε λίγο ο θόρυβος από την εκδημία του Διονύση Σαββόπουλου και αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε ότι έκλεισε ένας κύκλος, ίσως είναι ώρα να ανακαλέσουμε τις συναντήσεις μαζί του. Όσοι από εμάς τέλος πάντων συναντηθήκαμε πραγματικά με τις μουσικές και τους στίχους του. Δεν πρόκειται για οφειλή στη μνήμη του. Αλλά για οφειλή στον εαυτό μας.

Θα τον θυμάμαι για την παραίνεση «Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα» και το «Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή», για τις στιγμές που οδήγησε τη σκέψη μου σε απίθανες διαδρομές, για τις πύρινες συζητήσεις που προκαλούσαν στις συντροφιές οι δημόσιες δηλώσεις του, για τις  οικογενειακές γιορτές όταν τα τραγούδια έπαιζαν στη διαπασών. Λες και έκανε ξαφνικά την εμφάνιση του όπως ένας αγαπημένος συγγενής και μας χαιρετούσε χαμογελαστός.

Advertisement
Advertisement

Αν διαφώνησα με τις θέσεις του; Εννοείται πως ναι, και μάλιστα κατά καιρούς σφόδρα και θυμωμένα. Όπως διαφωνεί κανείς με τις γονείς του, με τα παιδιά και με τα αδέλφια του, όπως κοντράρεται με τους επιστήθιους φίλους. Όπως απογοητεύεται από τους καλλιτέχνες που στην πρώτη νιότη είχε επιλέξει να εντάξει στον σκληρό πυρήνα του ως σημεία αναφοράς και γυρίζει και ξαναφεύγει και πάλι από την αρχή.

Με την ωριμότητα ισχύει ό,τι με την εξουσία

Και το ερώτημα παραμένει: Μπορούν οι διαφωνίες και οι ομολογημένες στροφές να σβήσουν όσα σημαίνουν τα πρόσωπα; Όλα μπαίνουν στο ζύγι, όμως στο τέλος της ημέρας, πιστεύω πως όχι. Ειδικά στην ηλικία της ωριμότητας. Και δεν αναφέρομαι στην ωριμότητα του Σαββόπουλου. Αλλά στη δική μας. Ατομικά και συλλογικά.

Με την ωριμότητα ισχύει ό,τι με την εξουσία: Εκεί φαίνεται ο πραγματικός χαρακτήρας του ανθρώπου. Η ωριμότητα είναι δύναμη. Μαθαίνεις επιτέλους να ακούς, συνειδητοποιείς ότι υπάρχει σημείο συνάντησης, κάνεις ειρήνη με τον εαυτό σου. Και με τους άλλους. Αποκτάς το προνόμιο της μεγάλης εικόνας.

Ένας φίλος παρατήρησε ορθά, αναφερόμενος στην απουσία της Αριστεράς από την κηδεία του Σαββόπουλου, ότι δεν υπάρχει «πρέπει». Τι πάει να πει «πρέπει»; Τα ΜΜΕ πήραν παρουσίες, αλλά αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, τι σημαίνει «έπρεπε» να ήταν εκεί; Είμαστε οι αποφάσεις μας. Και κρινόμαστε. Οι πολιτικοί πρώτοι.

Οι «Κωλοέλληνες» και «Κάτω από την άσφαλτο υπάρχει αμμουδιά»

Advertisement

Καλοκαίρι του 1989. Θυμάμαι να ακούω σιωπηλά τους «Κωλοέλληνες». Η συγκυρία είναι γνωστή. Σε ένα απολύτως ρεαλιστικό «τώρα», ο Σαββόπουλος σήκωσε τον καθρέφτη για να δούμε την άλλη όψη μας. Όχι τα περί απογόνων του αρχαίου ένδοξου παρελθόντος και τα λοιπά επικολυρικά αφηγήματα. Ο τύπος που τραγούδησε το «Σαν τον Καραγκιόζη», το 1974 σε ένα συλλεκτικό δισκάκι, τραγούδι που αργότερα εντάχθηκε στο άλμπουμ «10 Χρόνια κομμάτια» του 1975, μιλούσε -κουρεμένος πια- για τη φυλή του μικρού βαλκανικού μας χωριού. Σκληρά. Πολύ σκληρά.

Οκτώβριος 2014, ένα μήνα προτού κλείσει τα εβδομήντα, συναντιόμαστε στο Μαρούσι για μία συνέντευξη. Μεταξύ άλλων πολλών, λέει εν είδει απολογισμού, «Η Άσπα κι εγώ τα καταφέραμε» -δέκα χρόνια μετά, θα κατέγραφε την κοινή τους ζωή στην αυτοβιογραφία του. Είπε κι άλλα, όπως -με αφορμή τότε την Αμφίπολη- ότι «Το έθνος δεν μπορεί να σωθεί από τέτοια πράγματα -μολονότι έχουμε πει ότι βοηθάνε οι νεκροί. Το έθνος πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του, να παραμερίσει τις αυταπάτες του, να γίνει δημιουργικό, να αποκτήσει κοινό νου. Το ένα δεν πρέπει να αναιρεί το άλλο, αυτό θέλω να πω».

Όμως αυτό που κρατώ από κείνη τη συνάντηση, ήταν η φράση «το πόδι θυμάται». Η  στιγμή που έλεγε ότι όταν περπατάει στους δρόμους της γενέτειρας του Θεσσαλονίκης σηκώνει ακόμη ασυναίσθητα το πόδι για να αποφύγει τις παλιές λακκούβες που δεν υπάρχουν πια. Και η αναφορά του σ’ εκείνο το παλιό, μαγικό σύνθημα, «κάτω από την άσφαλτο υπάρχει αμμουδιά».

Advertisement

Είτε ταξιδεύουμε πάμφωτοι, είτε στα σκοτάδια, αυτό που μας μένει από τους άλλους είναι θραύσματα. Στιγμές. Όλα τα πρόσωπα που συναντήσαμε και αγαπήσαμε, ακόμη κι αυτά που κάποια στιγμή έφυγαν ή φύγαμε εμείς από κοντά τους, κατοικούν εντός μας. Καλό ταξίδι, Διονύση Σαββόπουλε.