Αρκετοί τους αποκαλούν τους «βάρδους» του metal, πολλοί τους έμαθαν λόγω της θεματολογίας τους (εμπνευσμένη σε μεγάλο βαθμό από τη fantasy λογοτεχνία, με έμφαση στα έργα του Τόλκιν), άλλοι τους αγαπάνε επειδή είναι μια από τις πιο ιστορικές μπάντες του power metal: Οι Blind Guardian είναι μια από τις πιο εμβληματικές μπάντες του «μεταλλικού» ήχου και έρχονται στην Τεχνόπολη στις 26 Ιουνίου (ο αρχικός προγραμματισμός ήταν για το Δημοτικό Θέατρο Λυκαβηττού, ωστόσο στις 19 Ιουνίου ανακοινώθηκε πως αυτό άλλαξε), στο πλαίσιο του Rockwave Festival.
Οι διοργανωτές υπόσχονται την πιο επική και πιο πλήρη εμφάνιση της γερμανικής μπάντας στη χώρα μας- και όποιοι τους έχουν δει, όσες φορές (δύο φορές στην περίπτωση του γράφοντος) μπορούν να επιβεβαιώσουν πως οι Blind Guardian πάντα ήξεραν να δίνουν δυνατά live χωρίς να βασίζονται σε εντυπωσιακά εφέ, σκηνικά κλπ- μόνο οι ίδιοι, τα τραγούδια τους και το κοινό τους, σε δυναμικά ταξίδια σε επικούς κόσμους.
Η ιστορία τους
Οι Blind Guardian ιδρύθηκαν το 1984 στο Κρέφελντ της Γερμανίας, από τους Hansi Kürsch (φωνητικά, μπάσο αρχικά) και André Olbrich (κιθάρα), οι οποίοι παραμένουν βασικοί πυλώνες της μπάντας. Αρχίζοντας την πορεία τους ως Lucifer’s Heritage, στα πρώτα τους βήματα θα χαρακτηρίζονταν περισσότερο ως speed metal, με χαρακτήρα που θύμιζε αρκετά τους Helloween: Δεν είναι τυχαίο που ο Kai Hansen, μια από τις μεγαλύτερες φιγούρες στην ιστορία του power metal (Helloween, Gamma Ray, Iron Savior και πολλά άλλα εγχειρήματα) συνεργάστηκε μαζί τους σε μετέπειτα δίσκους. Το 1988 άλλαξαν το όνομά τους σε Blind Guardian και έκαναν την «πρεμιέρα» τους με το Battalions of Fear, συνεχίζοντας με το Follow the Blind (με τη συμμετοχή του Hansen και ένα από τα γνωστότερα και πλέον «συναυλιακά» κομμάτια τους, το Valhalla) το 1988 και το Tales from the Twilight World το 1990 (o δίσκος που περιλαμβάνει ένα άλλο μεγάλο συναυλιακό κομμάτι τους, το Welcome to Dying).
Ωστόσο η μεγάλη άνοδος θα άρχιζε το 1992, με το Somewhere Far Beyond, που, πολύ απλά, περιείχε ύμνους όπως το Time What is Time (εμπνευσμένο από το κινηματογραφικό Blade Runner), το εμπνευσμένο από τα έργα του Μάικλ Μούρκοκ με τον Έλρικ Quest for Tanelorn, το Journey through the Dark (και αυτό από Μούρκοκ) και- και φυσικά το εξαιρετικά δημοφιλές, τολκινικό The Bard’s Song-In the Forest (που ο γράφων ποτέ δεν συμπάθησε ιδιαίτερα συγκριτικά με τις άλλες κομματάρες του δίσκου, αλλά οκ γούστα είναι αυτά).
Ακολούθησε το Imaginations from the Other Side το 1995, ένας εξαιρετικός αν και πιο «σκοτεινός» δίσκος, με τραγούδια που «έπιαναν» πολλές θεματολογίες (το ομώνυμο, για παράδειγμα, είχε αναφορές στον Μάγο του Οζ, τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, τη Νάρνια και άλλα, ενώ το Past and Future Secret και το Mordred’s Song ήταν εμπνευσμένα από τον βασιλιά Αρθούρο) και το 1998 ήρθε αυτό που ο γράφων θεωρεί το ζενίθ, το magnum opus της καριέρας τους: Το μοναδικό και ανυπέρβλητο (πάντα κατά την ταπεινή μου άποψη) Nightfall In Middle Earth, που αποτέλεσε μεταφορά του επικού «Σιλμαρίλιον» του Τόλκιν σε έναν απίστευτο δίσκο. «Θεατρικά»/ «κινηματογραφικά» κομμάτια αφήγησης πλαισιώνουν τα τραγούδια, με το άνοιγμα του άλμπουμ με το εισαγωγικό track War of Wrath, με την οποία «μπαίνει» το θρυλικό Into The Storm να γράφει ιστορία- και να ακολουθούν πραγματικοί ύμνοι, όπως το Nightfall, το Mirror Mirror (από τα πιο διάσημα τραγούδια τους, που στις συναυλίες γίνεται χαμός), το Time Stands Still At the Iron Hill και πολλά άλλα.
Μετά το Nightfall in Middle Earth έκαναν μια πιο progressive στροφή με το Night at the Opera το 2002, το οποίο περιέχει εμβληματικά κομμάτια όπως το Soulforged (εμπνευσμένο από τον κόσμο του Dragonlance, που κάποτε ήταν από τους πιο αγαπημένους μεταξύ των φίλων των pen&paper role playing games, ή AD&D και D&D για όσους τυχαίνει να γνωρίζουν κάτι παραπάνω), το εμπνευσμένο από τον Τρωικό Πόλεμο And There was Silence, το Sadly Sings Destiny και άλλα. Το Twist in the Myth του 2006 κινήθηκε στο ίδιο πνεύμα και τέσσερα χρόνια μετά, το 2010, με το At the Edge of Time, επέστρεψαν σε μεγάλο βαθμό στην αρχική τους παράδοση – αξίζει να σημειωθεί πως ένα από τα δημοφιλέστερα κομμάτια του δίσκου είχε συμπεριληφθεί και σε ένα παιχνίδι του PC, το Sacred 2: Fallen Angel, ενώ η λίστα των τραγουδιών είχε και το War of the Thrones, εμπνευσμένο από το Game of Thrones.
Οι πιο πρόσφατοι δίσκοι τους είναι το Beyond the Red Mirror του 2015, ένα concept album στην παράδοση που ξέρουν καλύτερα από όλους, το ορχηστρικό Legacy of the Dark Lands του 2019 (με την Φιλαρμονική της Πράγας- αν και χαρακτηρίζεται ως άλμπουμ της Blind Guardian Twilight Orchestra και όχι ως «κανονικό» Blind Guardian, καθώς συμμετέχει μόνο ο Hansi Kürsch) και το The God Machine του 2022, που, μεταξύ άλλων, «πιάνει» έργα του Patrick Rothfuss, του Neil Gaiman και του Brandon Sanderson– αλλά και το Witcher και το Battlestar Galactica.
BEAST IN BLACK
Οι Beast in Black είναι ένα φινλανδικό heavy/power metal συγκρότημα που ιδρύθηκε το 2015 από τον κιθαρίστα και συνθέτη Anton Kabanen, πρώην μέλος των Battle Beast. Το όνομα του συγκροτήματος είναι εμπνευσμένο από το ιαπωνικό manga Berserk, το οποίο αποτελεί και βασική θεματολογία για πολλούς από τους στίχους και την αισθητική της μπάντας. Εντάσσονται στην κατηγορία του power metal, συνδυάζοντας heavy και άλλα στοιχεία. Στα φωνητικά τους είναι ο Έλληνας τραγουδιστής Γιάννης Παπαδόπουλος- ένας καλλιτέχνης με εντυπωσιακή έκταση φωνής.