Σημαντική αύξηση καταγράφεται στις αιτήσεις για τη λεγόμενη «χρυσή βίζα» της Νέας Ζηλανδίας, μετά τη χαλάρωση των κριτηρίων από τη νέα δεξιά κυβέρνηση της χώρας.

Η αλλαγή εντάσσεται στο ευρύτερο σχέδιο στήριξης της ασθμαίνουσας οικονομίας, η οποία υπέστη τη μεγαλύτερη ύφεση μεταξύ των ανεπτυγμένων κρατών το 2024.

Advertisement
Advertisement

Πρωταγωνιστές αυτής της μεταστροφής είναι εύποροι Αμερικανοί πολίτες, οι οποίοι βλέπουν τη νησιωτική χώρα περισσότερο ως καταφύγιο σταθερότητας παρά ως προορισμό φορολογικής ελάφρυνσης.

Η νέα μορφή της επενδυτικής βίζας Active Investor Plus, που τέθηκε σε ισχύ τον Απρίλιο, μείωσε σημαντικά τις απαιτήσεις: κατήργησε την υποχρέωση γνώσης αγγλικών, περιόρισε τον απαιτούμενο χρόνο διαμονής για την απόκτηση μόνιμης άδειας από τρία χρόνια σε μόλις τρεις εβδομάδες και μείωσε το ελάχιστο ύψος επένδυσης.

Από την εφαρμογή των νέων κανόνων, έχουν υποβληθεί 189 αιτήσεις, εκπροσωπώντας συνολικά 609 άτομα. Εξ αυτών, οι 85 προέρχονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθιστώντας τους Αμερικανούς τη μεγαλύτερη εθνική ομάδα ενδιαφερομένων. Ακολουθούν η Κίνα με 26 αιτήσεις και το Χονγκ Κονγκ με 24, ενώ μικρότερα ποσοστά παρατηρούνται από διάφορες ασιατικές και ευρωπαϊκές χώρες.

«Σχεδόν όλοι οι ενδιαφερόμενοι προχωρούν σε αίτηση λόγω των πολιτικών εξελίξεων στις ΗΠΑ υπό τη διακυβέρνηση Τραμπ», σημείωσε ο Στιούαρτ Νας, πρώην υπουργός του Εργατικού Κόμματος και νυν σύμβουλος μετανάστευσης. Μετά την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ το 2024, η επισκεψιμότητα στην ιστοσελίδα της μεταναστευτικής υπηρεσίας της Νέας Ζηλανδίας αυξήθηκε κατακόρυφα, συνοδευόμενη από εκτίναξη του ενδιαφέροντος για ακίνητα από Αμερικανούς αγοραστές.

 

 

Advertisement

Η πλειονότητα των αιτούντων (149 άτομα) εντάσσεται στην κατηγορία «growth», που απαιτεί ελάχιστη επένδυση 5 εκατ. δολαρίων ΗΠΑ εντός τριών ετών. Οι υπόλοιποι 40 ανήκουν στην κατηγορία «balanced», με ελάχιστο ποσό επένδυσης 10 εκατ. δολαρίων σε χρονικό ορίζοντα πενταετίας.

Μέχρι στιγμής, 100 αιτήσεις έχουν λάβει προκαταρκτική έγκριση, ενώ επτά επενδυτές έχουν ήδη μεταφέρει κεφάλαια στη χώρα, αποφέροντας περίπου 45 εκατ. δολάρια στην οικονομία της Νέας Ζηλανδίας.

«Αυτό που προσελκύει τους επενδυτές δεν είναι μόνο η ασφάλεια, αλλά και η προσήλωση της χώρας στην καινοτομία, ειδικά σε βιώσιμες επιχειρήσεις και τεχνολογίες», δήλωσε ο Μπένι Γκούντμαν, γενικός διευθυντής επενδύσεων στον κρατικό οργανισμό New Zealand Trade and Enterprise. «Η Νέα Ζηλανδία προσφέρει κάτι σπάνιο: όχι απλώς οικονομικές αποδόσεις, αλλά τη δυνατότητα να αφήσει κανείς μια παρακαταθήκη».

Advertisement

Η πρωτοβουλία εντάσσεται στο ευρύτερο σχέδιο ανατροπής των αυστηρών περιορισμών της προηγούμενης κυβέρνησης υπό την Τζασίντα Αρντέρν, η οποία είχε θεσπίσει περιορισμούς στην αγορά κατοικιών από αλλοδαπούς και είχε αυστηροποιήσει τα κριτήρια των επενδυτικών βίζων, μετά τις αντιδράσεις για την υπόθεση του δισεκατομμυριούχου Πίτερ Θιλ, ο οποίος απέκτησε υπηκοότητα έχοντας μείνει μόλις 12 ημέρες στη χώρα.

Σήμερα, η κυβέρνηση επιδιώκει να προσελκύσει τόσο «ψηφιακούς νομάδες» όσο και «επενδυτές με μακροπρόθεσμο όραμα», σε μια προσπάθεια ενίσχυσης της οικονομίας εν μέσω υψηλών επιτοκίων και αυξημένης ανεργίας.

Η υπουργός Ανάπτυξης, Νικόλα Γουίλις, δήλωσε ότι το πρόγραμμα μπορεί να αποφέρει έως και 845 εκατομμύρια δολάρια σε νέες επενδύσεις, τονίζοντας πως: «Οι νέοι επενδυτές δεν φέρνουν μόνο τα χρήματά τους – φέρνουν τεχνογνωσία, εμπειρία και δίκτυα, δίνοντας νέα πνοή στην οικονομία μας. Είναι μια συμφωνία αμοιβαίου οφέλους».

Advertisement