Η Μέση Ανατολή βρίσκεται στο πιο επικίνδυνο σημείο εδώ και δεκαετίες, καθώς ο σκιώδης πόλεμος που εξελισσόταν για χρόνια ανάμεσα στο Ισραήλ και το Ιράν έχει πλέον αναδυθεί στην επιφάνεια, ενώ οι ΗΠΑ πλησιάζουν όλο και πιο κοντά στην άμεση εμπλοκή τους στην εξελισσόμενη σύγκρουση. Η ευθεία πολεμική αντιπαράθεση ανάμεσα στο Ισραήλ και το Ιράν αποτελούσε ένα σοβαρό ενδεχόμενο εδώ και αρκετά χρόνια, κυρίως από το 2009 και την έναρξη της δεύτερης πρωθυπουργικής θητείας του Μπέντζαμιν Νετανιάχου, όταν σύμφωνα με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν «αποτελούσε την πιο σημαντική απειλή για τον κόσμο».
Δύο πολύ σημαντικές εξελίξεις απομάκρυναν, προσωρινά όπως αποδείχθηκε, αυτό το ενδεχόμενο. Η πρώτη ήταν το 2011, όταν το ξέσπασμα των αραβικών εξεγέρσεων από τη Βόρεια Αφρική έως τη Συρία βύθισε τη Μέση Ανατολή σε περίοδο έντονης και διαρκούς αστάθειας, ωθώντας παράλληλα το Ισραήλ σε στάση αναμονής. Μετά την έναρξη του συριακού εμφυλίου, το καλοκαίρι του 2011, το Ιράν ενεπλάκη για χρόνια στη Συρία καθώς οι Άσαντ είχαν υπάρξει σταθεροί σύμμαχοι της Τεχεράνης από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, παρέχοντας στο Ιράν πρόσβαση στο έδαφος του Λιβάνου και ειδικότερα στη Χεζμπολά, τη σιιτική ισλαμιστική πολιτοφυλακή που είχε δημιουργηθεί από τους Ιρανούς Φρουρούς της Επανάστασης το 1982.
Η δεύτερη σημαντική εξέλιξη που απομάκρυνε προσωρινά την άμεση σύγκρουση του Ισραήλ με το Ιράν ήταν η απόφαση της διακυβέρνησης Ομπάμα να επιδιώξει, από το 2013, μια συμφωνία για το πάγωμα του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος. Η εκλογή του μετριοπαθούς Χασάν Ροχανί στην ιρανική προεδρία, τον Ιούνιο του 2013, ακολουθήθηκε από την πρώτη τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ Αμερικανού και Ιρανού προέδρου μετά το 1979 και οι συνομιλίες επιταχύνθηκαν. Το αποτέλεσμα ήταν η υπογραφή, τον Ιούλιο του 2015, της συμφωνίας (JCPOA) για το πάγωμα του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος με αντάλλαγμα το τέλος των δυτικών κυρώσεων και την απελευθέρωση ιρανικών κεφαλαίων που είχαν δεσμευθεί. Η ανακοίνωση της συμφωνίας για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα επικρίθηκε με σφοδρότητα από την κυβέρνηση Νετανιάχου και οι σχέσεις ΗΠΑ-Ισραήλ έπεσαν σε ιστορικό χαμηλό.
Όμως από το 2017 και την άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ στην αμερικανική προεδρία, οι σχέσεις του Ιράν με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ επιδεινώθηκαν ραγδαία και η περιοχή άρχισε να κινείται προς το σημείο θραύσης που βρίσκεται σήμερα. Τον Μάιο του 2018, ο πρόεδρος Τραμπ απέσυρε μονομερώς τις ΗΠΑ από τη συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα και έθεσε σε εφαρμογή τη στρατηγική της «μέγιστης πίεσης» (maximum pressure) προς το καθεστώς της Τεχεράνης. Παράλληλα, το Ισραήλ εντατικοποίησε και διεύρυνε τα αεροπορικά πλήγματα προς φιλο-ιρανικούς στόχους από τον Λίβανο και τη Συρία έως το Ιράκ. Σύμφωνα με την ισραηλινή εφημερίδα Χααρέτζ, οι ισραηλινές επιθέσεις του Μαΐου του 2018 σε Δαμασκό και άλλες συριακές περιοχές ήταν οι πιο εκτεταμένες από τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1973. Η επερχόμενη καταιγίδα συγκέντρωνε όλο και μεγαλύτερη ένταση.
Το Ιράν απάντησε με πυραυλικά πλήγματα εναντίον αμερικανικών βάσεων στο Ιράκ, αντίδραση που ώθησε τον Ντόναλντ Τραμπ να διατάξει, στις 3 Ιανουαρίου 2020, τη δολοφονία του επικεφαλής της επίλεκτης δύναμης Αλ Κουντς των Φρουρών της Επανάστασης και αρχιτέκτονα της ιρανικής περιφερειακής στρατηγικής, στρατηγού Κασέμ Σουλεϊμανί. Για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο Ιράκ-Ιράν της δεκαετίας του 1980, όταν το αμερικανικό και το ιρανικό ναυτικό είχαν συγκρουστεί στα νερά του Περσικού, ΗΠΑ και Ιράν βρίσκονταν ξανά στο κατώφλι μιας άμεσης πολεμικής αντιπαράθεσης. Η ασαφής και θολή στρατηγική της διακυβέρνησης Τραμπ, η ανασφάλεια του εσωτερικά απονομιμοποιημένου ιρανικού καθεστώτος, αλλά και η συνεχιζόμενη πολιτική κρίση στο Ισραήλ εκείνη την περίοδο (με πέντε εκλογικές αναμετρήσεις από το 2019 έως το 2022), απέτρεψαν τότε έναν γενικευμένο πόλεμο στην καρδιά της Μέσης Ανατολής.
Στη συνέχεια, η αλλαγή διακυβέρνησης στις ΗΠΑ, με την εκλογή του Τζο Μπάιντεν τον Νοέμβριο του 2020, μετατόπισε αρχικά το κέντρο βάρους των κρίσιμων ζητημάτων της περιοχής, μεταξύ αυτών και το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, από το στρατιωτικό προς το διπλωματικό πεδίο. Η επιβράδυνση προς το σημείο θραύσης κράτησε μόλις δυόμιση χρόνια. Η αδυναμία της διακυβέρνησης Μπάιντεν να προσδώσει δυναμική στη διπλωματική δίοδο, αλλά και η απουσία μιας συγκροτημένης πολιτικής ενός εξασθενημένου προέδρου, εξαντλήθηκε οριστικά με την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς, τον Οκτώβριο του 2023.
Ο νέος πόλεμος του ξεκίνησε στη Γάζα και επεκτάθηκε μετά στον Λίβανο, τη Συρία και την Υεμένη, έθεσε ξανά σε κίνηση την πορεία προς την άμεση πολεμική σύγκρουση. Οι στρατιωτικές ήττες της Χαμάς και της Χεζμπολά, η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, η πτώση του Άσαντ στη Συρία και η προσήλωση της σκληροπυρηνικής κυβέρνησης Νετανιάχου προς μια πολιτική αέναου πολέμου, επιτάχυναν την πορεία της Μέσης Ανατολής προς το πιο επικίνδυνο σημείο, το σημείο θραύσης.