Αναζητώντας μία νέα Γιάλτα

Αναζητώντας μία νέα Γιάλτα
halbergman via Getty Images

Όπως διαπίστωσε ο υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρώφ σε μία συνέντευξη που παραχώρησε στο βρετανικό BBC στις 16 Απριλίου, η κατάσταση στις σχέσεις Ρωσίας - ΗΠΑ είναι χειρότερη απ’ ότι κατά τον ψυχρό πόλεμο, και αυτό διότι «δεν υπάρχουν δίαυλοι επικοινωνίας». Πράγματι, εξερχόμενες από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ή πιο σωστά, από μία αντιπαράθεση που διήρκησε σχεδόν μισό αιώνα, και μετέβαλε σε βάθος την πλανητική γεωγραφία της ισχύος, οι ηγεσίες των δύο τότε υπερδυνάμεων είχαν οικοδομήσει μία σειρά από επίσημους και ανεπίσημους θεσμούς που επέτρεπαν μία κατ’ ελάχιστο συνεννόηση σχετικά με μία σειρά από γεωπολιτικά ζητήματα, προκειμένου να μειώνονται οι πιθανότητες άμεσης στρατιωτικής εμπλοκής μεταξύ τους. Η λεγόμενη «Διάσκεψη της Γιάλτας», έμεινε στην ιστοριογραφία, ως η πιο συμβολική από αυτές τις προσπάθειες, επισφραγίζοντας, την ίδια στιγμή, μία ανεπιστρεπτί – έως σήμερα – υποχώρηση της άσκησης εξουσίας σε εθνοκρατική κλίμακα, προς όφελος μίας υπερεθνικής κλίμακας «σφαιρών επιρροής».

Χωρίς να προεξοφλούμε ότι δεν υπάρχει αντίστοιχη προσπάθεια συνεννόησης σήμερα, εντούτοις, θα έλεγε κανείς ότι, πλην του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, εκλείπουν θεσμοί και συμφωνίες που να ανταποκρίνονται στην παρούσα αρχιτεκτονική ισχύος. Δηλαδή να επιτρέπουν τη συνεννόηση μεταξύ παλαιότερων και νεότερων κυρίαρχων δρώντων του διεθνούς συστήματος, σε θέματα εδαφικής κυριαρχίας, και κυρίως, επιρροής, σε πλανητική κλίμακα.

Είναι κοινοτοπία να αναφερθούμε στην «αμερικανική υπερδύναμη». Για όσους όμως βιάζονται να τοποθετήσουν τις ΗΠΑ στο ίδιο επίπεδο με άλλες επίδοξες μεγάλες δυνάμεις, να θυμίσουμε ότι μόνο το 2016 οι ΗΠΑ δαπάνησαν το 36% του παγκόσμιου στρατιωτικού προϋπολογισμού (με δεύτερη, μακράν πίσω, την Κίνα, που δαπάνησε το 13%) [i]. Πιο σπάνια αναφέρεται όμως, η αλλαγή στη φύση της αμερικανικής επιβολής, η οποία, από τη δεκαετία του 2000 και ειδικά από το 2008 και ύστερα, γίνεται από ηγεμονική, κυριαρχική. Αυτό σημαίνει ότι, στο σκέλος των επιχειρημάτων που καθιστούσαν την αμερικανική πρωτοκαθεδρία αποδεκτή, το έλλογο των ποικίλων στρατιωτικών παρεμβάσεων των ΗΠΑ και των συμμάχων τους έχει πάψει σήμερα πλέον να πείθει.

Τα φιλελεύθερα επιχειρήματα συνεχίζουν να αναπαράγονται, εμφανώς αποδυναμωμένα μπροστά στην εμφανή αποτυχία των εκστρατειών που συνοδεύουν (Βοσνία, Κόσοβο, Αφγανιστάν, Ιράκ, Λιβύη, Συρία για να αναφέρουμε μόνο τις πιο γνωστές). Αυτό που σχολιάζεται ευρέως σαν «υποχώρηση» των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ ή της «Δύσης» συνολικά, οφείλεται εν τέλη στην αδυναμία της φιλελεύθερης ιδεολογίας να προτάξει ένα βιώσιμο οικουμενικό μοντέλο κοινωνίας, πράγμα που υπήρξε και προγραμματικός της στόχος.

Στον α-πολικό κόσμο που αφήνει πίσω αυτή η περίοδος, παρά το φαινομενικό «χάος» στις διεθνείς σχέσεις που διαφημίζει η λεγόμενη «ρεαλιστική σχολή» (και δείχνει να επιβεβαιώνεται καθημερινά στα δελτία ειδήσεων), μπορεί κανείς να διακρίνει κάποιους συγκροτημένους και εν δυνάμει παγκόσμιους πόλους ισχύος, οι οποίοι είναι μάλλον περιορισμένοι στον αριθμό. Οι περισσότεροι αναγνώστες στην Ελλάδα είναι σήμερα εξοικειωμένοι με τον όρο BRIC (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα) [ii]. Τολμώντας μία απαρίθμηση, χάριν σχηματοποίησης, θα έλεγε κανείς ότι ο παγκόσμιος χάρτης απαριθμεί πάνω - κάτω δέκα μακροπεριφέρειες που δύνανται να συγκροτηθούν γύρω από εδραιωμένα ή εν δυνάμει εδραιωμένα γεωγραφικά συμπλέγματα ισχύος (τα οποία μπορεί να είναι εθνοκρατικά ή να λαμβάνουν τη μορφή συνασπισμών μεταξύ των υπαρχόντων κρατών) [iii].

Η προσπάθεια αυτή, εάν πράγματι λαμβάνει χώρα στα υπουργεία εξωτερικών των ισχυρών κρατών ανά τον κόσμο, τότε ίσως μπορεί να προσδώσει νέα επίπεδα ερμηνείας σε μία σειρά από υφιστάμενες πολιτικές κρίσεις σε διάφορα σημεία του πλανήτη. Παραδείγματος χάριν, κάποιες από αυτές, λόγω των διακυβευμάτων που ενέχουν και των διεθνών δρώντων που εμπλέκουν, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως τα νέα «σημεία τριβής» μεταξύ των υπό διαμόρφωση γεωπολιτικών πόλων. Συνιστούν, με άλλα λόγια, υπό διαμόρφωση νέα σύνορα, που απέχουν πολύ από τα νεωτερικά γραμμικά σύνορα μεταξύ εθνών - κρατών στα οποία έχουμε εξοικειωθεί. Οι πολλαπλές κρίσεις στην Ουκρανία καθώς και ο πόλεμος στη Γεωργία το 2008 διαθέτουν έντονα τέτοια χαρακτηριστικά. Αντίστοιχα, οι κρίσεις στη Βενεζουέλα, στην κινεζική θάλασσα, ή ακόμα η πρόσφατη κρίση στο Κατάρ, οι μόνιμες πολιτικές κρίσεις στο Κασμίρ, το Μπαχρέιν, ο πόλεμος στην Υεμένη και προφανώς στη Συρία, θα στρεβλώνονταν εάν εξετάζονταν ως αμιγώς «εσωτερικές» ή «εθνικές» υποθέσεις. Η παραπάνω μακροσκοπική προσέγγιση προσφέρει ένα επιπλέον εργαλείο στην ερμηνεία τους: Αποτελούν, ταυτόχρονα, πεδία σύγκρουσης σε πολλές κλίμακες.

Όσο και αν αυτό το σχήμα δεν φαντάζει ιδιαίτερα πρωτότυπο στις μέρες μας, σπανίως λαμβάνονται υπόψη οι συνέπειες μίας τέτοιας διαπίστωσης: Εάν κάποιοι από αυτούς τους πόλους ισχύος δείχνουν περισσότερο συγκροτημένοι γεωγραφικά (ο βορειοαμερικανικός, ο ευρασιατικός, ο κινεζικός, ίσως ο ινδικός και ο ευρωπαϊκός), μεγάλες εκτάσεις και πληθυσμοί του κόσμου βρίσκονται ασαφώς ενταγμένες στο υπό διαμόρφωση πολύ-πολικό σύστημα.

Η κεντρική, δυτική, ανατολική και βόρεια Αφρική, η Εγγύς και Μέση Ανατολή, αποτελούν το μεγαλύτερο συνεχές γεωγραφικό διακύβευμα όσον αφορά τις «σφαίρες επιρροής»: ένα διευρυμένο «τόξο της κρίσης» (εάν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε μία πολύ δημοφιλή ορολογία στους νατοϊκούς κύκλους), ένα «Rimland» [iv] του εικοστού πρώτου αιώνα, όπου δεν διακρίνεται σαφώς κανένας πόλος ισχύος, σε μία περιοχή πολύ μεγάλη και πολύ πλούσια για να παραμείνει εκτός των γεωπολιτικών σχεδιασμών επίδοξων κηδεμόνωνv (της τάξης του ενός πέμπτου των παγκόσμιων εδαφών και του παγκόσμιου πληθυσμού, άνω των δύο τρίτων των παγκόσμιων κοιτασμάτων πετρελαίου). Αυτή η περιοχή συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη στρατιωτική δραστηριότητα και τις περισσότερες βίαιες συρράξεις σήμερα [vi]. Η «πολυπλοκότητα» που διαπιστώνουν δημοσιογράφοι και αναλυτές στην συριακή κρίση, είναι, σε μεγάλο βαθμό, απότοκη της ρευστότητας αυτού του χώρου στις διακυμάνσεις της πλανητικής κλίμακας.

Συνεπώς, η συριακή κρίση από μόνη της δεν μπορεί να κλείσει αυτό το ιστορικό κεφάλαιο, και κατά πάσα πιθανότητα δεν μπορεί ούτε να επιλυθεί άνευ ευρύτερης συμφωνίας. Θα μπορούσε άραγε, μία «νέα Γιάλτα» (δηλαδή μία συνεννόηση με αντικείμενο νέες «σφαίρες επιρροής»), να αποσαφηνίσει τα νέα γεωγραφικά σύνολα δίχως έναν γενικευμένο πόλεμο, χωρίς «νικητές» και «ηττημένους» σε έναν ενδεχόμενο πυρηνικό όλεθρο;

Η πυρηνική αποτροπή, που λειτούργησε σε καθεστώς «ισορροπίας τρόμου» κατά τον ψυχρό πόλεμο, φαίνεται να λειτουργεί ακόμη. Ουδείς τόλμησε φερειπείν να παρέμβει στην Βόρεια Κορέα, ακόμα και σε περιόδους πρωτοφανούς κλιμάκωσης όπως αυτή που παρακολουθήσαμε το περασμένο καλοκαίρι. Βέβαια, η πυρηνική αποτροπή δεν διαμορφώνεται με την κατοχή και μόνο πυρηνικών οπλών από δύο ή περισσότερα αντίπαλα στρατόπεδα. Διαμορφώνεται και χάρις σε ένα σύνολο πολύπλοκων διαδικασιών διπλωματικού διαλόγου. Στη διπλωματία αποδίδεται καθοριστικός ρόλος στο σχεδιασμό συναφών γεωγραφικών συνόλων που θα περιορίζουν την τάση κλιμάκωσης των συγκρούσεων.

Το έλλειμμα διπλωματικών διαύλων με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ που διαπιστώνει ο Ρώσος υπουργός εξωτερικών μπορεί να εκληφθεί ως αποτέλεσμα της ίδιας ανικανότητας που οδηγεί αυτές τις δυνάμεις σε υποχώρηση: Της ανικανότητας των δυτικών ηγετών να υπερβούν δημιουργικά τις, ολοένα αυξανόμενες, αντιφάσεις του φιλελεύθερου πολιτικού συστήματος. Αφενός της ανικανότητας να αναγνωρίσουν τον ιστορικό και γεωγραφικό, συνεπώς, πεπερασμένο όσο και εντοπισμένο χαρακτήρα του. Αφετέρου της ανικανότητας να σκεφτούν το «κράτος δικαίου» πέραν των «νόμων της Αγοράς» ή τα «Ανθρώπινα Δικαιώματα» πέραν της ατομικής εκδοχής τους. Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται η σημασία του ρόλου των νέων λαϊκών κινημάτων σε Ευρώπη και Αμερική, όπου το «λαϊκιστικό κύμα» δείχνει να έχουν ωριμάσει αρκετά στη βάση τους (παρά την απογοήτευση από μέρος των ηγεσιών τους): Είναι η δυνατότητά τους να επιβάλλουν στις ηγεσίες των χωρών τους μία εναλλακτική ατζέντα στην εξωτερική πολιτική, πέραν των φιλελεύθερων ιδεοληψιών. Σε μία τέτοια διαδικασία οφείλει να τοποθετηθεί ένα αντιπολεμικό κίνημα σήμερα εάν θέλει να είναι γόνιμο.

i Στοιχεία του Διεθνούς Ιδρύματος Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης: https://www.sipri.org/research/armament-and-disarmament/arms-transfers-and-military-spending/military-expenditure

ii Όρο που επινόησε ο Τζιμ Ο’Νιλ, πρώην διευθυντής της Goldman Sachs, για να περιγράψει ακριβώς το φαινόμενο ανάδυσης νέων παγκόσμιων πόλων οικονομικής και πολιτικής ισχύος, ανταγωνιστικών προς τις ΗΠΑ.

iii Εκτός από την ΕΕ που αποτελεί το πιο προχωρημένο παράδειγμα αυτής της διαδικασίας, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την ALENA στη βόρεια Αμερική, τη MERCOSUR στη νότια Αμερική, τη SADC στη νότια Αφρική, την ASEAN στην ανατολική Ασία και δεκάδες ακόμη, ήσσονος σημασίας διακρατικούς οργανισμούς, που μπορούν όμως να λειτουργήσουν σαν εκκολαπτήρια ανερχόμενων δυνάμεων του συστήματος διεθνών σχέσεων.

iv Το «Rimland» ήταν στη γεωπολιτική θεωρία του Spykman πριν εκατό χρόνια, το εδαφικό διακύβευμα μεταξύ των θαλάσσιων (Βρετανία και ΗΠΑ) και ηπειρωτικών δυνάμεων (Ρωσία) και περιλάμβανε ολόκληρη την ηπειρωτική Ευρώπη.

v Τουρκία, Ιράν, Σαουδική Αραβία είναι μονάχα οι πιο γνωστές. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να προσθέσουμε την Αίγυπτο, ίσως τη Νιγηρία και την Αιθιοπία, λαμβάνοντας υπόψη τα δημογραφικά, γεωγραφικά και στρατιωτικά τους μεγέθη, χωρίς να αποκλείεται φυσικά να προκύψουν νέοι δραστήριοι παίκτες. Βεβαίως, στις μακροσκοπικές γεωπολιτικές διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα σε αυτή τη περιοχή, δεν θα μπορούσε να μείνει εκτός εξίσωσης το Ισραήλ, παρότι δεν δείχνει να διαθέτει αξιώσεις παγκόσμιου πόλου ισχύος.

vi Ο χάρτης του Integrated Regional Information Networks είναι ενδεικτικός αυτής της γεω-ιστορικής διαδικασίας: https://www.irinnews.org/maps-and-graphics/2017/04/04/updated-mapped-world-war

Δημοφιλή