Από το 1922 στο 2022, ένας νέος ιστορικός ρόλος για την Ελλάδα

Οι Έλληνες στο παρελθόν διέσωσαν και διαμόρφωσαν ταυτόχρονα τον ευρωπαϊκό πολιτισμό Και σήμερα πάλι καλούνται να πραγματοποιήσουν έναν νέο μεγάλο άθλο
via Associated Press

Δύο παράλληλες διαδικασίες

Μέχρι το 1909, την έλευση του Ελευθερίου Βενιζέλου και τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, τα στρατιωτικά μεγέθη Ελλάδας και Τουρκίας ήταν μάλλον ανισοβαρή. Όμως, εν συνεχεία, τα πράγματα μεταβάλλονται άρδην. Η Αυτοκρατορία αποσυντίθεται ενώ το ελληνικό κράτος ενισχύεται με την ένταξη νέων ελληνικών πληθυσμών και την πανστρατιά του αλύτρωτου και παροικιακού ελληνισμού: ο ελληνισμός παρότι διάσπαρτος συνολικά ήταν κατά πολύ ισχυρότερος του τουρκισμού αλλά οι διαδικασίες εξελίσσονται με αστραπιαία ταχύτητα, γι’ αυτό και η ισορροπία ήταν εξαιρετικά ασταθής.

Άλλωστε, την ίδια περίοδο, οι Αγγλογάλλοι, οι Ρώσοι, και οι Αμερικανοί στα πλαίσια της σύγκρουσής τους με τη Γερμανία θα συναινέσουν για πρώτη φορά στον διαμελισμό της οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Είτε λοιπόν ο ελληνισμός θα ολοκλήρωνε την ανασυνθετική πορεία που είχε ξεκινήσει το 1821, είτε θα συρρικνωνόταν στην ελληνική χερσόνησο και τα νησιά, έχοντας οριστικά χάσει τον μικρασιατικό πνεύμονα, τον Βόσπορο και την Κωνσταντινούπολη.

Το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο δεν μπορούσε να διανοηθεί καν πως το ελληνικό κράτος μπορούσε να μεταβληθεί στον σημαντικότερο παράγοντα της Ανατολής. Γι’ αυτό και η ανανεωτική δυναμική ερχόταν κατ’ εξοχήν από τα «έξω»,. Οικονομικά, από τους Έλληνες του εξωτερικού· από τα Επτάνησα, κέντρο του ριζοσπαστισμού της Μεγάλης Ιδέας –εξ ου και ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Βαλαωρίτης –· από τη Μακεδονία, και κυρίως από την επαναστατημένη Κρήτη που θα αναδείξει και τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Άλλωστε μέχρι το 1911 στο ελληνικό βασίλειο ζούσαν 2,6 εκατομ. και στον αλύτρωτο ελληνισμό 4,5 εκατ.

Και αν η ελληνική κοινωνία και ο στρατός, όπως φάνηκε με την επανάσταση του 1909 και τις νίκες των Φιλελευθέρων σε όλες τις εκλογές μέχρι το 1915, έδειχναν έτοιμοι για κάτι τέτοιο, δεν συνέβαινε το ίδιο με τη ελλαδική ολιγαρχία και το Παλάτι, που προέτασσαν αντίθετα τον στενό μικροελλαδισμό απέναντι στην αναπόφευκτη πλέον σύμπτωση ελληνισμού και ελληνικού κράτους. – είτε με την ενάρετη διεύρυνση του, ώστε να συμπεριλάβει το έθνος, είτε, όπως και συνέβη με τον ξεριζωμό του και τη βίαιη μεταφορά του στο υπαρκτό κράτος, ως προσφύγων .

Άλλωστε ο Κωνσταντίνος, η Σοφία και ο Διάδοχος Γεώργιος, ο Γούναρης, ο Μεταξάς, ο Στρέιτ, ο Δούσμανης, σημαντικός αριθμός διανοουμένων και ο αντιβενιζελικός Τύπος– ήταν τόσο στενά συνδεδεμένοι με τους Γερμανούς, ώστε συχνά να εμφανίζονται ως απλοί εκτελεστές των επιταγών τους. Η αντεπανάσταση ταυτίστηκε με τον γερμανικό ιμπεριαλισμό.

Απέναντί τους, το βενιζελικό στρατόπεδο, από την Αριστερά του Δημήτρη Γληνού, του Γεώργιου Σκληρού και του Αλέξανδρου Παπαναστασίου έως τον Θεόδωρο Πάγκαλο και τον Εμμανουήλ Μπενάκη, συσπείρωνε τις δυνάμεις του ελληνισμού της καθ’ ημάς Ανατολής και τις αντιολιγαρχικές επαναστατικές δυνάμεις του Βασιλείου, όπως εκφράστηκαν το 1909.

Ο «Διχασμός», συνιστά τη σύγκρουση των επαναστατικών δυνάμεων, που εξέφραζαν το αίτημα του εσωτερικού εκσυγχρονισμού και ταυτόχρονα της εθνικής ολοκλήρωσης, με τις δυνάμεις της αντεπανάστασης οι οποίες αντέδρασαν λυσσαλέα διότι ο εσωτερικός εκσυγχρονισμός –με την ανάδειξη των παραγωγικών αστικών στρωμάτων, των ακτημόνων αγροτών και των εργατών– και η εθνική ολοκλήρωση θα επισφράγιζαν το οριστικό τέλος τους.

Η ανολοκλήρωτη εθνική συγκρότηση

Η εκατονταετής επαναστατική περίοδος που άρχισε με την Επανάσταση του 1821 παρέμεινε ανολοκλήρωτη και είτε θα ολοκληρωνόταν κατά κάποιο τρόπο, εκατό χρόνια μετά, το 1922, είτε η Επανάσταση και τα διακόσια χρόνια των αγώνων θα αποτελέσουν μία ιστορική παρένθεση ανάμεσα σε δύο περιόδους ισλαμικής και οθωμανικής κυριαρχίας.

Το ελληνικό έθνος-κράτος, μετά από «θυσίες και αγώνες ακαταλόγιστους» σύμφωνα με τον Δημήτριο Βικέλα, απελευθέρωσε ένα μεγάλο μέρος των ελληνικών εδαφών, δεν κατόρθωσε όμως, εξαιτίας της τραγικής ήττας του 1922, να ολοκληρωθεί γεωγραφικά – απελευθερώνοντας ιστορική του πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη. Δεν κατόρθωσε να μεταβληθεί σε ένα γεωπολιτικά και οικονομικά ισχυρό κράτος, προϋπόθεση της ανεξαρτησίας του σε μια περιοχή που αποτελεί τον γεωπολιτικό ομφαλό του πλανήτη. Και να μπορέσει να αναλάβει αποτελεσματικά την ιστορία και τον πολιτισμό ενός μεγάλου έθνους. Τα 3000 ή τα 6000 χρόνια της ιστορίας μας θα εμφανίζονται συχνά ως ένα ασήκωτο βάρος για τους ασθενικούς ώμους μας, υπογραμμίζει ο Γιώργος Σεφέρης.

Στην επόμενη εκατονταετία, αρχίζοντας ουσιαστικά από τον Διχασμό, η εμφύλια διαμάχη θα μεταβληθεί στην καθοριστική παράμετρο της εθνικής μας Ιστορίας. Η Κατοχή και ο εμφύλιος ως συνέχεια του Διχασμού θα ακυρώσουν την προσπάθεια της γενιάς του ’30 να ενσωματώσει, έστω και εν μέρει, το μεγάλο πληθυσμιακό, οικονομικό και πολιτιστικό δυναμικό του ελληνισμού στο υπαρκτό έθνος-κράτος των Ελλήνων.

Το πιο δυναμικό κομμάτι του ελληνισμού θα χαθεί με το μεγαλύτερο μεταναστευτικό ρεύμα στην ιστορία μας και θα απωλέσουμε την Κύπρο που θα μετέβαλλε την Ελλάδα σε σημαντική γεωπολιτική δύναμη στη Μεσόγειο· προπαντός, δε, θα διαιρεθούν οι Έλληνες οικοδομώντας ένα εμφυλιακό κράτος που θα καταρρεύσει το 1974, με μια ακόμα εθνική καταστροφή. Και οι συνέπειες θα διαιωνίζονται ακόμα επί πολλές δεκαετίες κληροδοτώντας μια βαθιά διχαστική κουλτούρα που θα γνωρίσει τον έσχατο παροξυστικό σπασμό της μετά την μηνημονιακή κρίση, οι συνέπειες της οποίας, αποτελούν το ισοδύναμο ενός μεγάλου πολέμου.

Και σήμερα, οι Έλληνες βρίσκονται πλέον αντιμέτωποι με την απειλή της εξαφάνισης του έσχατου ενδιαιτήματος του ελληνισμού, του ελληνικού έθνους-κράτους και της ημικατεχόμενης Κύπρου, μέσα από τη δημογραφική κατάρρευση, την γήρανση, τη φυγή των νέων, την μαζική είσοδο μη ενσωματώσιμων πληθυσμών και προπαντός από την απειλητική επιστροφή του οθωμανικού ισλάμ.

Το Ισλάμ και η Ευρώπη

Πράγματι, ο ισλαμισμός, αρχικώς μια αναζήτηση ταυτότητας των μουσουλμανικών πληθυσμών απέναντι στη δυτική επιθετικότητα, έχει ήδη μεταβληθεί σε μια μισαλλόδοξη ιδεολογία που αποκλείει την όποια δυνατότητα ειρηνικής αλληλοπεριχώρησης μουσουλμάνων και χριστιανών στο εσωτερικό της Ευρώπης. Διότι, όσο η κυρίαρχη ταυτότητα παραμένει θρησκευτική, και μη ενσωματώσιμη, δεν θα μπορεί να υπάρξει άλλη διέξοδος από την γκετοποίηση, ή τη σύγκρουση. Στην Ευρώπη στο παρελθόν το ίδιο συνέβαινε με τον Τριακονταετή και τον Εκατονταετή Πόλεμο, μέχρις ότου η συνθήκη της Βεστφαλίας, το 1648, θεμελιώσει το σύστημα των εθνικών κρατών πέραν των θρησκευτικών ταυτοτήτων. Για να συμβεί κάτι ανάλογο στον ισλαμικό κόσμο, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί η υπέρβαση του ισλάμ ως του καθοριστικού στοιχείου της πολιτικής ταυτότητας των πολιτών.

Και αν κατά τον 19ο αιώνα και μέχρι τα μέσα του 20ού, οι Δυτικοί επεκτείνονταν σε βάρος του Ισλάμ, σήμερα το βέλος έχει αντίστροφη φορά, από τον Νότο προς τον Βορρά και από την Ανατολή προς τη συρρικνούμενη Δύση· μετακινήσεις που θα μπορούσαν να γίνουν ανεκτές μόνο εάν ελάμβανε χώρα μια μεταθρησκευτική μετάβαση της ταυτότητας των μουσουλμάνων, όπως εκφράζεται από τους Κούρδους και τις Ιρανές γυναίκες.

Έλληνες και Τούρκοι

Οι Έλληνες, στην Ελλάδα και την Κύπρο, αποτελούν την πρώτη γραμμή, ή μάλλον το σύνορο μεταξύ δυτικής Ευρώπης και ισλαμικής Ανατολής, με την επιπλέον επιβαρυντική συνθήκη ότι αυτή η ισλαμική Ανατολή εκπροσωπείται από την Τουρκία, μια χώρα που δεν υπήρξε αποικία αλλά μια επεκτατική χώρα. Άλλωστε, από το 1071 και τη μάχη του Μαντζικέρτ, ελληνισμός και τουρκισμός θα συνιστούν το αρχέτυπο μιας ιστορικής αντίθεσης, χωρίς προηγούμενο ως προς την ένταση και τη διάρκειά της. Και ως συνέπεια της Καταστροφής του 22, η Τουρκία με την εισβολή στην Κύπρο, θα επανεμφανιστεί στο προσκήνιο ως ένας ανανεωμένος και επιθετικός εθνικισμός.

Αρχικώς η Τουρκία του Κεμάλ μετά την εθνοκάθαρση των χριστιανών θα επιχειρήσει να ενσωματώσει στον τουρκισμό όλους τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, όμως το ίδιο το κεμαλικό πολιτικό σύστημα –μετά το πραξικόπημα του στρατηγού Εβρέν το 1980– θα αρχίσει να χρησιμοποιεί τον ισλαμισμό σε μια έσχατη απόπειρα ενσωμάτωσης των Κούρδων. Και καθώς ο ισλαμισμός θα καταστεί παγκόσμιο κίνημα, η τουρκική εκδοχή του θα καταστεί και «εξαγώγιμο» προϊόν. Άλλωστε η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η αποσύνθεση του αραβικού κόσμου, καθώς και η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας θα προσφέρουν ένα πολύ ευρύτερο πεδίο στις τουρκικές φιλοδοξίες Και το κύριο πρόσκομμα στην ολοκλήρωση τους παραμένουν οι Έλληνες του ελλαδικού κράτους και της Κύπρου, που «εμποδίζουν» την τουρκική επέκταση σε Βαλκάνια και Ανατολική Μεσόγειο. Σε αυτά τα πλαίσια άλλωστε και το προσφυγικό/μεταναστευτικό ζήτημα μεταβάλλεται σε ένα ακόμα όπλο της Τουρκίας.

Μέχρις ότου, λοιπόν, υποχωρήσει το ισλαμικό κύμα και πραγματοποιηθεί ο εντελώς αβέβαιος σήμερα εκδημοκρατισμός της Τουρκίας με την αυτοδιάθεση των Κούρδων– η Ελλάδα είναι «καταδικασμένη» να ακολουθήσει μια πολιτική διατήρησης της εθνικής και πληθυσμιακής της συνοχής: ενίσχυση της δημογραφίας της και της παραγωγικής και αμυντικής της ισχύος, ώστε να αντιμετωπίσει τη μεγάλη πρόκληση του 21ου αιώνα, αν δηλαδή θα συνεχίσει να υπάρχει ως ένα αυτόνομο, πολιτισμικά, πολιτικά και πολιτειακά, υποκείμενο ή θα μεταβληθεί σε ένα πέρασμα μεταξύ της ισλαμικής Ανατολής και μιας συρρικνούμενης Δύσης.

Finis Graeciae;

Θεωρούσα πάντοτε τη συνειδητοποίηση της παρακμής ως την απαραίτητη προϋπόθεση για την υπέρβασή της. Και έχω αναφερθεί πολλές φορές στις πιο σημαντικές και κάποτε προφητικές στιγμές αυτής της συνειδητοποίησης, στο Finis Greciae του Χρήστου Γιανναρά, στο Πεθαίνω σα χώρα του Δημήτρη Δημητριάδη, στην απαισιόδοξη διαύγεια του Παναγιώτη Κονδύλη. Συνειδητοποίηση που όμως δεν μπορεί και δεν πρέπει να μεταβληθεί σε παραίτηση. Και είτε σε μια ύστατη δημιουργική εκτίναξη, θα οδηγηθούμε σε μια ευτυχή εκπλήρωση των ονείρων των αγωνιστών του ’21, για μια αυτεξούσια πατρίδα, είτε να εισέλθουμε σε μια ταχύτατη ιστορική αποσύνθεση, «εκείθε με τους αδερφούς εδώθε με το Χάρο» γράφει ο Σολωμός.

Με βάση τον δεδομένο συσχετισμό δυνάμεων, δύο δρόμοι απομένουν: Ο πρώτος είναι η υπαγωγή μας σε έναν ευρύτερο νεο-οθωμανικό χώρο, με τελική κατάληξη τη μεταβολή της Ελλάδας σε χώρο μετάβασης μεταξύ της ισλαμικής Ανατολής και της υπό πολιορκίαν χριστιανικής Δύσης· ο δεύτερος είναι η ιστορική επιβίωση του ελληνισμού στην Ελλάδα και την Κύπρο, εάν και εφόσον οι Έλληνες, η παρούσα και η επόμενη γενιά, πραγματοποιήσουν ένα τέτοιο ιστορικό κατόρθωμα ανάταξης.

Ακόμα και για εκείνους που έτρεφαν την τρυφηλή αυταπάτη της παράδοσης σε ένα ευρωπαϊκό υπερκράτος κατέστη σαφές πως, εάν δεν οικοδομηθεί ένα κράτος ικανό να αντισταθεί στον τουρκικό επεκτατισμό, δεν θα μπορέσουν να συμμετάσχουν ενεργά οι Έλληνες στις διαδικασίες της μακράς ιστορικής συγκρότησης της Ευρώπης. Και όχι μόνο με την πολιτιστική κληρονομιά του ελληνισμού, αλλά και με μια ουσιώδη πολιτική συμβολή στους μηχανισμούς της ευρωπαϊκής οικοδόμησης.

Άλλωστε η αντιμετώπιση του νεο-οθωμανισμού συνιστά προϋπόθεση αυτής της ευρωπαϊκής οικοδόμησης, καθώς μια πιθανή επικυριαρχία του τουρκικού ισλάμ στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια θα αποτελέσει ταφόπλακα για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Ίσως αυτό να έχουν εν μέρει κατανοήσει οι Γάλλοι. Η Ελλάδα, λοιπόν, μπορεί να διαδραματίσει έναν σημαντικό ρόλο, όχι ως παράσιτο, αλλά ως πυκνωτής μιας απειλούμενης ευρωπαϊκής ταυτότητας, πολιτισμικά και γεωπολιτικά.

Στη σύγκρουση λοιπόν τουρκισμού-ελληνισμού, που είχε ήδη ανοίξει με τους βαλκανικούς πολέμους, δεν χωρούσε οποιαδήποτε ενδιάμεση λύση. Είτε οι Έλληνες θα οδηγούσαν τους Τούρκους σε ένα τουρκικό κράτος εθνοτικά συμπαγές στην κεντρική Ανατολία, δίνοντας τη δυνατότητα της απελευθέρωσης των υπόλοιπων μικρασιατικών λαών, είτε αντίστροφα οι Τούρκοι θα ξερίζωναν τον μικρασιατικό ελληνισμό. Και ήταν μόνο το πρώτο βήμα.

Σήμερα, ο Ερντογάν επιδιώκει την «ανακατάληψη», ή τουλάχιστον τον έλεγχο, της Κύπρου και των νησιών του Αιγαίου, την φινλανδοποίηση της Ελλάδας καθώς και την ενεργό παρέμβαση στα ευρωπαϊκά πράγματα ως ηγέτης του «ευρωπαϊκού» ισλάμ. Γιατί οι Τούρκοι τη Συνθήκη της Λωζάνης την είδαν απλώς ως «ανακωχή».

Ο Βενιζέλος, σε συζήτησή του με τον Γάλλο πρωθυπουργό Πουανκαρέ, την Άνοιξη του 1922, του είχε επιστήσει την προσοχή στο γεγονός ότι, εάν υποχωρήσει στις απαιτήσεις της Τουρκίας, αυτή δεν θα έχει κανένα σταματημό:

Θὰ μποροῦσαν νὰ ἔλθουν καὶ νὰ ζητοῦν νὰ χτίσουν τζαμιὰ στὸ Λονδῖνο, τὸ Παρίσι καὶ τὴ Ρώμη, μὲ θόλους πιὸ ψηλοὺς ἀπὸ ἐκείνους τοῦ ἁγίου Παύλου, τῆς Παναγίας τῶν Παρισίων καὶ τοῦ Ἁγίου Πέτρου. Ἡ ἐκκένωση τῆς Σμύρνης ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες θὰ κατέληγε σὲ μιὰ ὁλοκληρωτικὴ ταπείνωση γιὰ τοὺς Συμμάχους σὲ ὅλη τὴ γραμμή1.

Ένας νέος ρόλος για την Ελλάδα

Και η μόνη διέξοδος που διαθέτουμε ως απάντηση είναι να επιστρέψουμε στο πρόταγμα που έθετε η Γενιά του Γιώργου Σεφέρη, στη δεκαετία του 1930, να ολοκληρώσουμε τουλάχιστον ιστορικο-πολιτισμικά, γεωπολιτικά, κρατικά, αυτό που δεν μπορέσαμε να ολοκληρώσουμε εδαφικά.

Οι Έλληνες στο παρελθόν διέσωσαν, εδραίωσαν και διαμόρφωσαν ταυτόχρονα τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, στον Μαραθώνα, στη Σαλαμίνα και στον Γρανικό· εν συνεχεία, μετέβαλαν τον χριστιανισμό σε οικουμενικό· θα ανασχέσουν τα κύματα του αραβικού ισλάμ στα τείχη της Βασιλεύουσας δύο φορές και με την πτώση τους, το 1453, θα θέσουν όρια στην τουρκική επέκταση · με την Επανάσταση του ’21, θα εγκαινιάσουν την αποσύνθεση της οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και σήμερα πάλι καλούνται, παρότι εξαιρετικά αδύναμοι μετά από μια περίοδο βαθύτατης παρακμής, να πραγματοποιήσουν έναν νέο μεγάλο άθλο: για να διασωθούν είναι υποχρεωμένοι να αποτελέσουν και το προζύμι μιας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η σημερινή Ελλάδα, κληρονόμος μιας μεγάλης ιστορικής και πολιτιστικής παράδοσης, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως Ακρίτας και πολιτισμικός πυκνωτής της Ευρώπης.

Αυτός άλλωστε είναι και ο μόνος εφικτός τρόπος για να ξεφύγουν οι Έλληνες από τη «στενοχωρία» της μικρής Ελλάδας. Τωόντι, καθώς η ιδιοπροσωπία μας υπήρξε πάντοτε και οικουμενική, οι Έλληνες χρειάζονται αλλά και μπορούν σήμερα να επιτελέσουν μια «αποστολή» η οποία να υπερβαίνει τα γεωγραφικά τους σύνορα, μέσα από την αποτελεσματική υπεράσπισή τους!

Μέχρι το 1922, αυτή η οικουμενική διάσταση έπαιρνε σάρκα και οστά κατ’ εξοχήν με το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, που «επέπρωτο να φωτίσει την Ανατολήν». Η γενιά του ’30 θα θελήσει να είναι, μέσα στην ελληνικότητα, μια ευρωπαϊκή γενιά ενώ στην Αντίσταση, το 1940-44, το οικουμενικό όραμα θα αναδειχθεί σε στενή συνάφεια με την εγχώρια απελευθέρωση, «θέλουμε ελεύθερη εμείς πατρίδα και πανανθρώπινη τη λευτεριά». Πρόκειται για μια σταθερά της ελληνικής ιδιοπροσωπίας. Ακόμα και η ψευδεπίγραφη οικουμενικότητα του παρασιτικού ευρωπαϊσμού των προηγούμενων δεκαετιών εμφανιζόταν ως έκφραση της ιδιοπροσωπίας του ελληνισμού. Ξεχνούσαν όμως πως η οικουμενικότητα προϋποθέτει την ύπαρξη ενός ισχυρού έθνους, και δεν νοείται οικουμενικότητα ενός συλλογικού υποκειμένου χωρίς ταυτότητα.

Εν κατακλείδι, για να ολοκληρώσουμε την αναταξή μας, υπάρχουν ορισμένες προϋποθέσεις.

Η πρώτη μας υποχρεώνει να στηριχθούμε αποφασιστικά στη μακρά ιστορική μας διαδρομή και τον πολιτισμό μας.

Η δεύτερη επιτάσσει να ολοκληρώσουμε τον εκσυγχρονισμό της παράδοσής μας, και την ανάταξη των κρατικών οντοτήτων του υπαρκτού ελληνισμού, δηλαδή της Ελλάδας και της Κύπρου.

Η τρίτη είναι η αναφορά σε ένα ευρύτερο όραμα, οικουμενικού χαρακτήρα, στην οποία θα μπορούσε να στρατευθεί αποτελεσματικά και η ελληνική Διασπορά.

Πλέον, δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα φυγής ή υπεκφυγής στα όποια ναρκωτικά ή στην «ευρωστία της σαρκός»· για να επιβιώσουμε, πρέπει να καταστούμε αντάξιοι του παρελθόντος του γένους μας και της μακράς επαναστατικής και αντιστασιακής παράδοσης του νεότερου ελληνισμού.

1 M. Llewellyn Smith, Το όραμα της Iωνίας, σ. 472.

Δημοφιλή