Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος απαντά σε 7 ερωτήσεις του Γιάννη Δασκαρόλη για το νέο του βιβλίο από τις εκδόσεις Παττάκη
.
.
.

Η νέα μελέτη του κ. Θανάση Διαμαντόπουλου «Χωρίς στέμμα. Η αβασίλευτη του Μεσοπολέμου. Ανατομία ενός ιστορικοπολιτικού ατυχήματος», αφορά την λιγότερο γνωστή περίοδο του Μεσοπολέμου και έρχεται σε συνέχεια της προηγούμενης μονογραφίας του για την δίκη των Έξι («Ο Εθνικός διχασμός και η κορύφωσή του. Η Δίκη των «Έξι». Εξιλασμός ή δικαστικός φόνος;»).

Το έργο προσεγγίζει την περίοδο με κριτικό πνεύμα και αναλύει τις ατέρμονες πολιτικές συγκρούσεις μεταξύ των βενιζελικών και αντιβενιζελικών κομμάτων και πολιτικών παραγόντων της εποχής, αλλά και τον παρασκηνιακό ρόλο του στρατιωτικού παράγοντα που όντας πανίσχυρος εκείνη την περίοδο επηρέασε αποφασιστικά τις πολιτικές και πολιτειακές εξελίξεις.

Όπως είναι αναμενόμενο, στο έργο του κ. Διαμαντόπουλου δεσπόζει η μορφή του Ελευθέριου Βενιζέλου για τον οποίο όμως ο συγγραφέας απομακρύνεται από την συνήθη εγκωμιαστική τακτική της καθιερωμένης βιβλιογραφίας και τηρεί κριτική στάση έναντι πολλών ενεργειών και πρωτοβουλιών του στην επίμαχη περίοδο.

Είχα την τύχη να έχω πρώιμη πρόσβαση στο υλικό της μελέτης, έχω κατά καιρούς ανταλλάξει σκέψεις με τον συγγραφέα πάνω σε ζητήματα του μεσοπολέμου που έχουμε κοινά ενδιαφέροντα και γενικά έχω μεγάλη εξοικείωση με το πλαίσιο της προβληματικής που θέτει το νέο αυτό βιβλίο.

Αντί της δικής μου ανάλυσης που ίσως για κάποιους είναι υπερβολικά τεχνική ή / και ανιαρή, προτίμησα να θέσω επτά ερωτήματα από τις φιλόξενες στήλες της HuffPost, στον συγγραφέα και να αφήσω τον ίδιο να μας αναλύσει πτυχές του νέου του έργου που είμαι βέβαιος ότι θα έχουν ενδιαφέρον όχι μόνο για την εξειδικευμένη ευάριθμη επιστημονική κοινότητα, αλλά και για το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό.

- Χωρίς Στέμμα λοιπόν. Βασιλεία ή Αβασίλευτη Δημοκρατία, ο λαός τι πραγματικά προτιμούσε από τα δύο στον Μεσοπόλεμο;

Δεν φαίνεται να ήταν η ίδια προτίμηση όλες τις στιγμές του Μεσοπολέμου. Το 1920 η πλειοψηφία των μοναρχόφιλων/βασιλοφρόνων/κωνσταντινικών ήταν ευρεία και αδιαμφισβήτητη, εν πολλοίς λόγω της ακραία αυταρχικής βενιζελικής διακυβέρνησης που είχε προηγηθεί, αλλά και γιατί πολλοί είχαν ταυτίσει την εκδίωξη του Κωνσταντίνου με κατάλυση της εθνικής ανεξαρτησίας και κατευξευτελισμό της εθνικής αξιοπρέπειας. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή φαίνεται πως η κοινή γνώμη μετεστράφη σε σημαντικό βαθμό, λόγω των ευθυνών των βασιλικών κυβερνήσεων (αλλά και λόγω της αλλοίωσης του εκλογικού σώματος από την εισροή Μικρασιατών).

Επιπρόσθετα υπήρχε αποξένωση του Γεώργιου από τη βάση του κωνσταντινισμού, λόγω της παθητικής στάσης του νέου βασιλιά στο θέμα των εκτελέσεων των Έξι. Μάλιστα την πλειοψηφία της δημοκρατικής παράταξης μετά το 1922 δεν την αμφισβητούν ούτε οι συγγραφείς εκείνοι που με ιδιαίτερη ενάργεια αναδεικνύουν τη -σχετική αλλά όχι ασήμαντη- νόθευση της λαϊκής ετυμηγορίας στο δημοψήφισμα του 1924.

Βέβαια ο Δαφνής υποστηρίζει πως -συνολικά- η δημοκρατική παράταξη ήταν πλειοψηφική έως και στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Χωρίς να αποκλείω απόλυτα να συνέβαινε κάτι τέτοιο, στο βιβλίο μου αμφισβητώ τα κριτήρια των υπολογισμών του συγγραφέα: Η Δημοκρατία αρκετά πριν καταλυθεί από τις στρατιωτικές ξιφολόγχες είχε -αν όχι καταρρεύσει, πάντως- κλονιστεί στη λαϊκή συνείδηση.

- Η μορφή του Ελευθέριου Βενιζέλου δεσπόζει σε όλη την διάρκεια του Μεσοπολέμου, μοιραία και στο νέο σας βιβλίο. Ποια ήταν κατά την γνώμη σας τα δύο κορυφαία επιτεύγματά του κατά την περίοδο αυτή;

Κατά τον Γρηγόριο Δαφνή η σταδιοδρομία του Βενιζέλου είχε τελειώσει την 1η Νοεμβρίου 1920. Μετέπειτα δεν έκανε πολλά ευεργετικά για τον τόπο. Ως τέτοια θα κατέγραφα αφενός μεν γενικά την κυβερνητική περίοδο 1928-1930: σημαντικά αναπτυξιακά έργα υποδομής (αν και τη σύλληψη, όπως και τη δρομολόγηση, πολλών εξ αυτών διεκδικεί ο Μεταξάς), ίδρυση ΣτΕ, ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας (που επέτρεψε θετική στάση της γείτονος τόσο στην ερμηνεία της Συνθήκης του Μοντρέ όσο και σε σχέση με τα Δωδεκάνησα), μια προσπάθεια κατευνασμού των πολιτικών παθών (αν και αυτή, ήδη τη συγκεκριμένη διετία της ύφεσης, πολλάκις υπονομευθείσα από τον ίδιο τον Βενιζέλο) κοκ…

Αφετέρου δε μια -αλυσιτελή τελικά, αλλά σημαντική- προσπάθειά του να εμποδιστεί το 1924 η Μεταπολίτευση να γίνει με όρους, οι οποίοι ήταν σαφές πως θα καθιστούσαν την Αβασίλευτη Δημοκρατία ατελώς νομιμοποιημένη, άρα εύτρωτη.

- Και ποια ήταν τα δύο κορυφαία λάθη του;

Δύσκολο να περιοριστώ μόνο σε δύο. Θα έλεγα -όχι μόνο το κίνημα του 1935, αλλά- όλη η περίοδος 1932-1935, που οδήγησε σε αυτό… Η υπονόμευση μετά το 1927, με λαϊκιστικές μεθόδους, της εξυγιαντικής οικονομικής πολιτικής της Οικουμενικής Κυβέρνησης… Και το κουρέλιασμα του Συντάγματος με τον τρόπο αλλαγής του εκλογικού συστήματος το 1928.

- Από την μελέτη σας, ποιοι θα λέγατε ότι είναι οι διαχρονικοί κίνδυνοι που απειλούν τα κοινωνικά θεμέλια της δημοκρατίας;

Υποθέτοντας πως δεν εννοείτε το Αβασίλευτο πολίτευμα, αλλά ευρύτερα την πολιτειακή τάξη που βασίζεται σε απαρακώλυτη ενάσκηση της λαϊκής κυριαρχίας, συνδυαζόμενη μάλιστα με τον σεβασμό των δικαιωμάτων της μειοψηφίας, θα έλεγα πως η δημοκρατία κινδυνεύει πρωτίστως τόσο από μια πολιτική κουλτούρα που διευκολύνει την παρεμβατικότητα, «λόγω εθνικής ανάγκης», εξωθεσμικών παραγόντων… Όσο, όμως, και από την υπέρβαση εκ μέρους των θεσμικών φορέων της κρατικής εξουσίας των θεσμοθετημένων ορίων των αρμοδιοτήτων τους.

Δίνετε μεγάλη έμφαση στην περιγραφή των δύο κορυφαίων μεσοπολεμικών νόμων “εγκλήματος γνώμης”, του Κατοχυρωτικού και του Ιδιώνυμου που και οι δύο θεσπίστηκαν επί βενιζελικών κυβερνήσεων. Γιατί χρειάστηκαν δύο νόμοι, ποια ήταν η ειδοποιός διαφορά τους;

Το «Κατοχυρωτικό» του 1924 το κατέστησαν αναγκαίο οι όλως προβληματικές συνθήκες εγκαθίδρυσης της Αβασιλεύτου. Το «Ιδιώνυμο», ο υπέρμετρος φόβος της κομμουνιστικής απειλής από μια αστική τάξη στερούμενη αυτοπεποίθησης, ιδίως μετά την απώλεια του εθνοσυνεκτικού αφηγήματος της Μεγάλης ιδέας (αλλά, βέβαια, και οι θέσεις του ΚΚΕ για ανεξαρτησία Μακεδονίας και Θράκης).

Η βασική διαφορά τους: Το Ιδιώνυμο έθετε ως βάση αξιόποινης συμπεριφοράς την υποστήριξη και προβολή ιδεών που καταφανώς στόχευαν σε ανατροπή του κοινωνικού -ευλόγως και του πολιτικού- καθεστώτος. Με το Κατοχυρωτικό, αντίθετα, αρκούσε η απλή νοσταλγική αναφορά ή/και η έκφραση συμπάθειας προς τα μέλη της «εκπεσούσης δυναστείας» -ή η εμφάνισή τους ως ανεύθυνων για τη μικρασιατική καταστροφή ή η απαξιωτική αναφορά στις δίκες της περιόδου 1917-1922- χωρίς καμία εκ μέρους των καταδικαζόμενων διάθεση, πολλώ μάλλον ενέργεια για ανατροπή του πολιτεύματος της Αβασίλευτης Δημοκρατίας. (Αν κάποιες δηλώσεις κρίνονταν από τους στρατοδίκες πως απέβλεπαν στο να αμφισβητήσουν το κύρος των ιδρυτικών πράξεων του νέου πολιτεύματος, το αδίκημα καθίστατο κακούργημα.)

- Τα μεσοπολεμικά πολιτικά ρεύματα βενιζελισμού – αντιβενιζελισμού συνεχίζουν να επηρεάζουν έστω συγκεκαλυμμένα το παρόν πολιτικό σκηνικό; Και αν ναι που μπορούμε να ανιχνεύσουμε την επιρροή αυτή;

Μετά τον Δεκέμβριο του 1944 αμβλύνθηκε η διαιρετική δύναμη του δίπολου «βενιζελισμός-αντιβενιζελισμός». Χαρακτηριστικό είναι πως στην κυβέρνηση Ντίνου Τσαλδάρη του 1946, με συγκυβερνήτη τον «βασιλοκτόνο-δολοφόνο των Έξι» Στυλιανό Γονατά- μετείχαν παιδιά και αδέλφια των «Έξι»! Ωστόσο έμειναν κάποια υπόλοιπα αυτού του Διχασμού, βασιζόμενα τόσο σε κάποιες αναφορές στη λεγόμενη «δημοκρατική παράταξη» όσο και στην έως πρόσφατα εκλογική συμπεριφορά της Κρήτης (αλλά και της Νάξου –λόγω της «σφαγής της Απειράνθου» το 1917- έως το 1981).

Αν ταυτίζαμε σήμερα τους πολιτικούς αρχηγούς Μητσοτάκη, Κασσελάκη, Ανδρουλάκη, Νατσιό, Βελόπουλο και Χαρίτση με ποιους μεσοπολεμικούς πολιτικούς θα ταυτίζονταν οι θέσεις τους;

Άλλες εποχές, άλλα μεγέθη, δυσχερέστατες οι ταυτίσεις ή, έστω, οι αναλογίες. Θα προσέγγιζα απλώς τον Μητσοτάκη, λόγω ανοιγμάτων στα ελληνοτουρκικά, με τον Βενιζέλο του Ελληνοτουρκικού Συμφώνου Φιλίας (που περιελάμβανε εκ μέρους μας τεράστιες εθνικές υποχωρήσεις και είχε απροσμέτρητο πολιτικό κόστος για τον τότε πρωθυπουργό). Απλώς θεωρώ πως ο Μητσοτάκης, ευρισκόμενος στη δεύτερη διαδοχική θητεία του, ίσως είναι πιο συνεπής στην πολιτική αυτή, ενώ ο πρόγονός του -σύμφωνα με τις πηγές που εντόπισα και αναφέρω στο βιβλίο- όταν συνειδητοποίησε το πολιτικό κόστος για το κόμμα του, φαίνεται πως σκέφτηκε να καταγγείλει το Σύμφωνο.

***

Βιογραφική αναφορά στον Θανάση Διαμαντόπουλο

Μια ζωή, πάνω από τέσσερις δεκαετίες στην πραγματικότητα, μαχόμενος δάσκαλος πολιτικής επιστήμης, στην Ελλάδα αλλά περιστασιακά και στο εξωτερικό, μελετητής των πολιτειακών θεσμών, των πολιτευμάτων, των κομματικών συστημάτων και των πολιτικών δυνάμεων (όλα αυτά και σε συγκριτική βάση), ο καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος ακόμη και όταν γράφει ιστορία χρησιμοποιεί πάντα προσέγγιση διεπιστημονική: συστηματικά αξιοποιεί ευρήματα ενός φάσματος επιστημών που πηγαίνουν από το συνταγματικό δίκαιο έως την ατομική και κοινωνική ψυχολογία, ενίοτε και την κοινωνιολογία. Έχει άλλωστε πραγματοποιήσει ανάλογες σπουδές σε όλους αυτούς τους τομείς, έχοντας παράλληλα και στη συνέχεια επενδύσει χρόνια μελέτης των αντίστοιχων επιστημονικών πεδίων. Συγγραφέας άνω των 40 επιστημονικών συγγραμμάτων και πονημάτων, επιπρόσθετα είναι συγγραφέας και κάποιων λογοτεχνικών έργων, του είδους του ιστορικού μυθιστορήματος με φόντο την ελληνική ή την ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή των τελευταίων αιώνων.

.
.
.

Δημοφιλή