Η δυνατότητα διαμεσολάβησης της Ελλάδας στην Ουκρανική κρίση

Πώς μπορεί να γίνει και γιατί.
7 Ιανουαρίου 2023 Σχολείο στην Ουκρανία
7 Ιανουαρίου 2023 Σχολείο στην Ουκρανία
Stringer . via Reuters

Το παρόν κείμενο αποτελεί κατά κάποιο τρόπο συνέχεια του προ μηνός δημοσιεύματος Οι προοπτικές ειρήνευσης στην Ουκρανία, ενώ το θέμα της πιθανής Ελληνικής διαμεσολάβησης μας είχε απασχολήσει και προ πενταμήνου. Έκτοτε, οι στρατιωτικές εξελίξεις που παρακολουθήσαμε, παίζουν έναν ουσιαστικό ρόλο στο «σχέδιο λύσης» που θα μπορούσε να υιοθετηθεί από τις δύο εμπόλεμες πλευρές. Κατά τα άλλα, οι ενδείξεις ότι κάτι κινείται στην διεθνή διπλωματία είναι περιορισμένες και η προοπτική μιας εκεχειρίας ή αποκλιμάκωσης, πολύ δε περισσότερο μιας μόνιμης ειρήνευσης, παραμένει απομακρυσμένη.

Οι τελευταίες εξελίξεις και οι επιπτώσεις τους

Οι συνεχιζόμενες επιθέσεις κατά των Ουκρανικών ενεργειακών και άλλων υποδομών, ακόμα και κατά την ημέρα των Χριστουγέννων (με το νέο ημερολόγιο, που ακολουθείται κυρίως από τους καθολικούς), δείχνουν ότι η Ρωσική ηγεσία επιμένει στην δια της βίας επιβολή των θέσεών της, μια επιλογή, που όχι μόνο δεν διευκολύνει το άνοιγμα ενός «παραθύρου» λύσης, όπως η Ρωσία δηλώνει ότι επιθυμεί, αλλά και οδηγεί στην περαιτέρω απομόνωσή της.

Στο πιο πάνω πλαίσιο, οι Δυτικές κυρίως χώρες διακηρύσσουν ότι θα σταθούν έμπρακτα στο πλευρό της Ουκρανίας, για «όσο χρειαστεί» (θέση που ερμηνεύεται από την Ουκρανία, ως την πλήρη απομάκρυνση των Ρωσικών δυνάμεων από την Ουκρανία, περιλαμβανομένης της Κριμαίας).

Οι πρόσφατες αποφάσεις συμβαδίζουν με τις πιο πάνω εξελίξεις:

  • οι ΗΠΑ ενέκριναν επιπρόσθετη βοήθεια 45 δισ. δολαρίων (που ανεβάζει την συνολική βοήθεια των ΗΠΑ, από την αρχή της κρίσης, σε περίπου 100 δισ. δολάρια)
  • η Ευρωπαϊκή Ένωση ενέκρινε οικονομική βοήθεια 18 δισεκατομμυρίων Ευρώ για το 2023, πλέον της διμερούς στρατιωτικής, οικονομικής και ανθρωπιστικής βοήθειας από χώρες της ΕΕ, την Μεγάλη Βρετανία, τον Καναδά, την Αυστραλία, κλπ

Στο μεταξύ, δηλώσεις όπως του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου των ΗΠΑ, που εξέφρασε ευθέως τον προβληματισμό μιας μερίδας στρατιωτικών, πολιτικών και διπλωματών των ΗΠΑ, για την ανάγκη αξιοποίησης των ευκαιριών λύσης ή του Χένρυ Κίσσιγκερ, σχετικά με το πλαίσιο μιας ενδεχόμενης λύσης, φαίνονται μέχρι τώρα εξαιρετικά αδύναμες μπροστά στον «επικοινωνιακό τυφώνα» Ζελένσκι, αλλά και στις αντιφατικές θέσεις της Ρωσίας, αφενός για πρόθεση συνέχισης του πολέμου για όσο χρειαστεί και αφετέρου για την επιθυμία σύντομης ειρήνευσης.

Παράλληλα, ο Πρόεδρος Ζελένσκι και η ομάδα των στενών συνεργατών του, από την αρχή της κρίσης επιδιώκουν την μέγιστη δυνατή βελτίωση της κατάστασης, πιέζοντας:

  • τις κυβερνήσεις αλλά και την κοινή γνώμη των συμμάχων τους για παροχή ολοένα και περισσότερης βοήθειας

  • την Ρωσία, όχι μόνο στο στρατιωτικό πεδίο, αλλά και διπλωματικά, στους όρους μιας ενδεχόμενης ειρηνευτικής συμφωνίας.

Με τον τρόπο αυτόν, αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία των κινήσεων και ελέγχουν τις εξελίξεις για την τωρινή αλλά και την επόμενη ημέρα.

Σε ότι αφορά την Ευρώπη, η αποτυχία της να υπερβεί δομικές της αδυναμίες, την μετατρέπει στην μεγάλη χαμένη της σύγκρουσης. Οι μάλλον ατυχείς δηλώσεις της Μέρκελ, που δημοσιεύτηκαν στις 7 Δεκεμβρίου στο Γερμανικό περιοδικό Zeit, σχετικά με την μη κινητοποίησή της για την εφαρμογή των Συμφωνιών του Μινσκ, οι οποίες είχαν συναφθεί μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας το 2014 και το 2015 με την διαμεσολάβηση Γερμανίας και Γαλλίας, μέσω του ΟΑΣΕ, όπως και του Καγκελαρίου Σολτς, για επανάληψη της οικονομικής συνεργασίας με την Ρωσία, όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες (μετά την λήξη των συγκρούσεων), φανερώνουν την βραχυπρόθεσμη και προσανατολισμένη στο οικονομικό μόνο πεδίο λογική των Γερμανικής πολιτικής ηγεσίας. Η Γαλλία πάλι, με την φαινομενικά αντιφατική στάση του Προέδρου Μακρόν (που συνδυάζει την ουσιαστική στρατιωτική ενίσχυση της Ουκρανίας, με τις δηλώσεις για την ανάγκη σεβασμού της Ρωσίας και παροχής εγγυήσεων προς αυτή) δεν καταφέρνει να παίξει τον επιδιωκόμενο μεσολαβητικό ρόλο. Συνεπώς η δήλωση του Μακρόν «δεν θα ήθελα να αφήσουμε μόνο την Τουρκία και την Κίνα να μεσολαβούν» ακούγεται ως η αναμενόμενη επωδός της πιο πάνω αποτυχίας ανάπτυξης μιας Ευρωπαϊκής παρέμβασης.

Στο πιο πάνω πλαίσιο, η Ελλάδα, αξιοποιώντας τις ιστορικές της σχέσεις που ξεκινούν από τους Ρως, κοινούς προγόνους Ρώσων και Ουκρανών, καθώς και την έλλειψη κινήτρων εκμετάλλευσης της κατάστασης για ίδιο όφελος, θα μπορούσε, πιστεύουμε, να παίξει έναν διαμεσολαβητικό ρόλο.

Η στάση της Ελλάδας απέναντι στη Ρωσική επέμβαση

Η στάση της Ελλάδας αμέσως μετά την ρωσική επέμβαση χαρακτηρίστηκε από την εξής παραδοχή: τασσόμενοι αναφανδόν κατά της επέμβασης, η Ελλάδα επιβεβαιώνει τις πολιτικές και στρατιωτικές της επιλογές (για συμπόρευση με την Δύση) και υπογραμμίζει την ανάγκη τήρησης του διεθνούς δικαίου και αυστηρής διεθνούς αντίδρασης σε κάθε επιθετική ενέργεια κατά κυρίαρχης χώρας.

Ως θέμα αρχής, η θέση αυτή είναι ορθή: η ιστορία της Ελλάδας είναι συνυφασμένη με την υπεράσπιση της Δημοκρατίας αλλά και της εδαφικής ακεραιότητας, του δικαιώματος αυτοδιάθεσης των λαών αλλά και της προστασίας των αδυνάμων.

Επίσης όμως, η κατανόηση των διεθνών συσχετισμών και συμφερόντων (πρέπει να) αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της εξωτερικής μας πολιτικής. Για παράδειγμα, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι η Τουρκία, επικαλούμενη την «ειρηνευτική» της πρωτοβουλία, ενισχύει τον διεθνή της ρόλο και εξασφαλίζει ασυλία στις μέχρι σήμερα επεμβάσεις της σε Κύπρο, Συρία και Ιράκ, διαπραγματευόμενη και νέα σχέδια επέκτασής τους στο μέλλον. Με άλλα λόγια, η τοποθέτηση του Προέδρου Ζελένσκι στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ τον Σεπτέμβριο, ότι η ειρηνευτική διαδικασία και λύση που προτείνει «δεν αφορά μόνο την Ουκρανία αλλά και την κάθε χώρα που μπορεί να βρεθεί σε παρόμοια κατάσταση», μάλλον ως ευχή παρά ως πραγματικότητα μπορεί να θεωρηθεί.

Σε απόδειξη των ανωτέρω «διακρίσεων», πριν από έναν περίπου μήνα η Τουρκία διεξήγαγε πάνω από 400 αεροπορικές επιθέσεις εναντίον πολιτικών υποδομών στις ελεγχόμενες από τους Κούρδους Συριακές περιοχές, προαναγγέλλοντας μάλιστα και νέες χερσαίες επιχειρήσεις. Πιο μακριά από την γειτονιά μας, ως αποτέλεσμα πολεμικών συγκρούσεων στην Αιθιοπία, στην Υεμένη και σε άλλες «ξεχασμένες» περιοχές, εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες κινδυνεύουν από αρρώστιες και λιμό ή πεθαίνουν, χωρίς η παγκόσμια κοινή γνώμη να εξεγείρεται ή έστω να ενημερώνεται επαρκώς.

Οι πιο πάνω προβληματισμοί, σε καμιά περίπτωση δεν αναιρούν την ορθότητα της καταδίκης από της Ελλάδα της «στρατιωτικής επιχείρησης» της Ρωσίας (θέση που λιγότερο ή περισσότερο σαφώς έχουν εκφράσει και οι χώρες που κρατούν αποστάσεις από την Ρωσο-Ουκρανική σύγκρουση). Ομοίως, κατά την γνώμη μας ορθά η Ελλάδα, στα πλαίσια της κοινής Ευρωπαϊκής πολιτικής, εφαρμόζει πιστά τα διαδοχικά «πακέτα» κυρώσεων που συμφωνήθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν γνωρίζω αν η Ελλάδα είχε το περιθώριο μιας καλύτερης διαπραγμάτευσης ορισμένων μέτρων, που έχουν δυσανάλογη επίπτωση στην οικονομία της, όπως η θέσπιση διαδικαστικών εμποδίων στην μετάβαση Ρώσων πολιτών στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή στην μεταφορά ρωσικού πετρελαίου από τα υπό Ευρωπαϊκή σημαία δεξαμενόπλοια (τάνκερς). Σημαντικότερο ίσως είναι, η Ελλάδα να μην συμμετέχει σε οποιαδήποτε απόπειρα «στοχοποίησης» των απλών Ρώσων πολιτών, λόγω των επιλογών της πολιτικής τους ηγεσίας ή «αναθεώρησης» της παγκόσμιας ιστορίας του πολιτισμού, που περιθωριοποιεί την ιστορική συμβολή της Ρωσίας.

Τα οφέλη της Τουρκίας από την εμπλοκή της στην εν λόγω διαμάχη

Η Τουρκία, εμφανιζόμενη ως ο κύριος διαμεσολαβητής ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές, στην πραγματικότητα ως «επιτήδειος ουδέτερος», αντλεί οφέλη, παρέχοντας υπηρεσίες που ικανοποιούν μερικά και τις δύο πλευρές, έναντι αντίστοιχων ανταλλαγμάτων:

  • Σε ότι αφορά τις σχέσεις της με την Ουκρανία, τα βραχυπρόθεσμα οφέλη είναι αμφίδρομα: η Τουρκία προμηθεύει την Ουκρανία με drones τύπου Bayraktar (που θεωρείται ότι συνέβαλαν σημαντικά στην άμυνά της, ιδιαίτερα την πρώτη περίοδο), αλλά και άλλον εξοπλισμό, όπως τηλεκατευθυνόμενους πυραύλους. Τα μεσοπρόθεσμα οφέλη κλίνουν προς την πλευρά της Τουρκίας, βάσει της αμυντικής συμφωνίας που υπογράφηκε λίγο πριν την ρωσική επέμβαση και προβλέπει την συμπαραγωγή drones εντός της Ουκρανίας, την πώληση στην Τουρκία κινητήρων για τα νέα πολεμικά αεροσκάφη που σχεδιάζει και για πιο εξελιγμένα drones, την αγορά νέων πολεμικών πλοίων, κατασκευασμένων στην Τουρκία, κλπ. Μακροπρόθεσμα, η υποστήριξη της Τουρκίας στο αίτημα της Ουκρανίας για ενσωμάτωση της Κριμαίας αλλά και τον «επαναπατρισμό» του συνόλου των απογόνων των Τατάρων που διέμεναν στην περιοχή μειώνει τις πιθανότητες ειρήνευσης και παράλληλα επιβεβαιώνει την πρόθεση «εμπλοκής» της Τουρκίας σε μια επί πολλούς αιώνες κατεχόμενη από την Οθωμανική αυτοκρατορία περιοχή, βάσει μιας χαριστικής πράξης, από την (κατά τα άλλα, «καταδικαστέα») σοβιετική περίοδο.
  • Τα οφέλη της Ρωσίας από την «συνεργασία» της με την Τουρκία κρίνονται μάλλον πενιχρά, σε σχέση με αυτά της Τουρκίας: Η Ρωσία συνεχίζει την κατασκευή του πυρηνικού σταθμού του Ακούγιου (με άδηλη την τύχη των χρησιμοποιούμενων πυρηνικών καυσίμων), καθώς και την συστηματική εκπαίδευση πολλών δεκάδων Τούρκων επιστημόνων στην πυρηνική τεχνολογία.

Με δηλωμένες, ενώπιον του βήματος της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, τις πυρηνικές φιλοδοξίες της Τουρκίας, δεν θεωρώ καθόλου βέβαιο ότι η απασχόληση των πυρηνικών επιστημόνων θα περιοριστεί στην λειτουργία του πυρηνικού σταθμού. Όμοια, η συμπαραγωγή πυραύλων S400, με την κατασκευή ορισμένων εξαρτημάτων τους στην Τουρκία και την μεταφορά αντίστοιχης τεχνογνωσίας (θυμίζουμε ότι παλαιότερα ο Ερντογάν είχε παραδεχτεί ότι αυτός ήταν ο λόγος της προτίμησής τους έναντι των Αμερικανικών Patriot), η αθρόα φιλοξενία Ρώσων τουριστών, η μετανάστευση στην Τουρκία πολλών εξειδικευμένων Ρώσων που διαφωνούν με τις επιλογές της Ρωσικής ηγεσίας, η ίδρυση χιλιάδων εταιριών ρωσικών συμφερόντων και η μεγάλη αύξηση των διμερών συναλλαγών, η εισροή μαύρου χρήματος καθώς και «σκληρού» συναλλάγματος από την Ρωσία, η απρόσκοπτη ροή φυσικού αερίου και πετρελαίου (και μάλιστα με έκπτωση) και πιο πρόσφατα, η προοπτική μετατροπής της Τουρκίας σε κόμβο, για την μελλοντική τροφοδοσία της Δύσης με φυσικό αέριο, αποτελούν σημαντικά οφέλη για την Τουρκία.

Τέλος, η εξασθένηση της Ρωσίας ανοίγει τον δρόμο της Τουρκίας για περαιτέρω διείσδυση στις Ασιατικές Δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Κατά την γνώμη μας, αποτελεί θέμα διεθνούς προβληματισμού, όχι μόνο η προαναφερθείσα στενή συνεργασία των δύο χωρών αλλά και το ότι η αυταρχική Τουρκία φιλοδοξεί να παραλάβει τα κλειδιά από την Ρωσία της ενεργειακής στρόφιγγας προς την Δύση και να μοιραστεί μαζί της τον έλεγχο της Συρίας, της Λιβύης ή και άλλων ακόμα χωρών.

Τα εν δυνάμει οφέλη μιας Ελληνικής διαμεσολάβησης

Επιγραμματικά, τα πιθανά οφέλη για την Ελλάδα (και όχι μόνο) μιας επιτυχημένης διαμεσολάβησής της, περιλαμβάνουν τα εξής:

  • Την προστασία των καλώς εννοούμενων συμφερόντων όλων των χωρών που υφίστανται αρνητικές επιπτώσεις από την συνέχιση των συγκρούσεων.

  • Την ανθρωπιστική διάσταση του θέματος, με πιθανολογούμενα, πάνω από 100.000 θύματα (νεκρούς ή και τραυματίες) από την κάθε πλευρά.

  • Την μη «κανονικοποίηση της βίας», δηλαδή την μη εξοικείωση και μέχρι ενός βαθμού αποδοχή από τους εμπολέμους και από την παγκόσμια κοινή γνώμη της βίας των πολεμικών συγκρούσεων.

  • Την προστασία της μέχρι πρόσφατα ακμάζουσας και συμπαγούς Ελληνικής μειονότητας στην Νοτιοανατολική Ουκρανία, η οποία έχει πλέον τριχοτομηθεί (άλλοι βρίσκονται στην Ρωσία, άλλοι είναι πρόσφυγες στην Ουκρανία ή και άλλες χώρες, ενώ, όσοι παρέμειναν, αντιμετωπίζουν πολλές δυσκολίες και στερήσεις) με κάποια πρώτα σημάδια «Ρωσοποίησης» και «Ουκρανοποίησης», αντίστοιχα, των περιοχών που ελέγχονται από τις δύο χώρες.

  • Την διεθνή αναγνώριση του ρόλου της Ελλάδας, ως μιας δύναμης ειρήνης, ιδιαίτερα συγκριτικά με την ψευδεπίγραφη πολιτική της Τουρκίας που ενδιαφέρεται μόνο για την προώθηση των δικών της συμφερόντων.

  • Την προάσπιση της θρησκευτικής ενότητας και πίστης, αφού και οι δύο λαοί είναι ορθόδοξοι, ενώ μετά την διάσπαση της Ουκρανικής εκκλησίας, η καταδίκη της Ρωσικής επέμβασης από όσους επέλεξαν την εκκλησιαστική υπαγωγή τους στον Πατριάρχη της Ρωσίας, δεν κρίθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας της Ουκρανίας αρκετή.

Γκρίζα σημεία και δυσκολίες

Κάποια αρχικά ερωτήματα, δεν φαίνεται να δημιουργούν προσκόμματα:

  • η καταλληλότητα της χρονικής στιγμής δεν αποτελεί, κατ’ αρχήν, εμπόδιο, αφού μέχρι την ωρίμανση των συνθηκών μιας μόνιμης ειρήνευσης, υπάρχουν θέματα όπως η συνέχιση της εξαγωγής των Ουκρανικών σιτηρών και της ανταλλαγής αιχμαλώτων, καθώς και η αποστρατιωτικοποίηση του πυρηνικού Σταθμού της Ζαπορίζια, που αποτελούν άμεσους στόχους μιας συνεχιζόμενης (κυρίως με πρωτοβουλία άλλων) διαμεσολάβησης.
  • οι κατά καιρούς δηλώσεις των δύο πλευρών για την πρόθεση στρατιωτικής επίλυσης της σύγκρουσης δεν καθιστούν απαγορευτικές τις διπλωματικές διεργασίες. Στην πραγματικότητα, και οι δύο πλευρές συμφωνούν ότι «η διπλωματία, στο τέλος, θα βρει την λύση», παρά το ότι οι απόψεις τους διίστανται στο πιθανό περιεχόμενο αυτής της λύσης.

Ένα κύριο ζήτημα αποτελεί το κατά πόσο οι δύο άμεσα εμπλεκόμενοι επιθυμούν να συντονιστούν σε μια ουσιαστική ειρηνευτική προσπάθεια. Το πιο πάνω ερώτημα σχετίζεται και με την μέχρι τώρα διαχείριση του θέματος από τις πολιτικές ηγεσίες των δύο χωρών:

  • Η Ρωσία, βρίσκεται σε σχετικά δυσχερή θέση, τόσο στο στρατιωτικό πεδίο (με την απόσυρση των δυνάμεών της από διάφορες περιοχές) όσο και στο διπλωματικό (ενδεικτική ήταν η καταδίκη της Ρωσικής επέμβασης στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, τον περασμένο Μάρτιο),

    πιστεύει όμως ότι σε βάθος χρόνου, η κατάσταση είναι δυνατόν να αναστραφεί. Η πρόσφατη επιλογή, ως μέσου πίεσης, του βομβαρδισμού ενεργειακών και μη υποδομών της Ουκρανίας, καθώς και άλλων, μη στρατιωτικών στόχων, δεν φαίνεται να έχει θετικά γι αυτήν αποτελέσματα, τόσο στο θέμα της επικοινωνιακής στρατηγικής, όσο και στρατιωτικά.

  • Η Ουκρανία, προβλέποντας ότι το αίτημα της ειρήνευσης θα προβάλλεται ολοένα και περισσότερο από τις δυσπραγούσες οικονομίες της Δύσης, θέτει όρους (συνοπτικά, τα 10 σημεία που ανέφερε ο Ζελένσκι προς την σύνοδο των G20), ορισμένοι εκ των οποίων δεν γίνονται δεκτοί από την Ρωσία και προωθεί μια ειρηνευτική διαδικασία το επόμενο δίμηνο, μέσω του ΟΗΕ, ακόμα και χωρίς την παρουσία της άλλης πλευράς. Γενικότερα, εφαρμόζει ένα πρόγραμμα που συνδυάζει συνεχή στρατιωτική και διπλωματική πίεση προς την Ρωσία, θέτοντας στόχους, που υπό άλλες συνθήκες, θα χαρακτηρίζονταν ως ανέφικτοι ή μη ρεαλιστικοί και επιδιώκοντας, κατά τα φαινόμενα, την πλήρη επίτευξή τους.

Για την επιτυχία μιας διαμεσολαβητικής διαδικασίας, καθοριστικός παράγων θα μπορούσε να είναι η υποστήριξη των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ ή μια κοινή πρωτοβουλία με άλλες χώρες. Τα στοιχεία όμως κι εδώ δεν είναι ενθαρρυντικά:

  • Σε ότι αφορά την Γερμανία, η ανησυχία για τα ενεργειακά της προβλήματα και κάποιες εσωτερικές δυσκολίες δεν φαίνεται να διευκολύνουν μια τέτοια δράση.

  • Στην Ιταλία, όπου ο προηγούμενος Ιταλός Πρωθυπουργός επικοινωνούσε κατά περιόδους με τον Πούτιν, η τωρινή Πρωθυπουργός ανασκεύασε παλαιότερες δηλώσεις της και προγραμματίζει σύντομα μια επίσκεψη στην Ουκρανία.

  • Ο Μακρόν, του οποίου η επίσκεψη στην Ρωσία λίγες ημέρες πριν την Ρωσική επέμβαση (όπως και η προσπάθεια προσέγγισης, ήδη από το 2019), δεν είχε κάποιο θετικό αποτέλεσμα, επίσης δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσει έναν εποικοδομητικό δίαυλο επικοινωνίας.

  • Ο Μπάιντεν είναι ο μόνος που εμφανίζεται να έχει μια στρατηγική, έστω και κατά καιρούς «ισορροπώντας» διαφορετικές σχολές σκέψης.

Τελικά, πώς μπορεί να οργανωθεί μια Ελληνική διαμεσολάβηση;

Με δεδομένη την απροθυμία ή και αδυναμία των πολιτικών ηγετών των μεγάλων χωρών της Δύσης να αναλάβουν πρωτοβουλία για έναν «έντιμο συμβιβασμό» μεταξύ των εμπολέμων, τί δυνατότητες θα είχε μια απόπειρα διαμεσολάβησης από μια μικρή Ευρωπαϊκή χώρα;

Όταν παρόμοιες διαδικαστικές δυσκολίες φαίνεται να δημιουργούν αξεπέραστες δυσκολίες, δυνάμεις στο εσωτερικό της κοινωνίας, θα μπορούσαν να συμβάλουν στην λύση: μια Ελληνική παρέμβαση θα μπορούσε να προέρχεται είτε από την Ελληνική κυβέρνηση είτε από ανεξάρτητους φορείς, προερχόμενους από την κοινωνία των πολιτών.

Αυτό προϋποθέτει την υπέρβαση μιας σειράς δομικών δυσκολιών:

- Οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν διαθέτουν παράδοση συνεργασίας με σχήματα με τα οποία δεν έχουν άμεση οργανική ή ιδεολογική σχέση. Αυτό μεταφράζεται στην έλλειψη μιας πρακτικής συνεργασίας με ανεξάρτητα σχήματα.

  • Αλλά και οι ανεξάρτητοι φορείς ή και ιδιώτες (πλην εξαιρέσεων, όπως η Ελληνοαμερικανική HALC) δεν έχουν την δυνατότητα σχεδιασμού και προώθησης μιας πολιτικής στον τομέα των διεθνών σχέσεων, η οποία θα βρίσκεται σε αρμονία με τις εθνικές επιλογές.
  • Τέλος, εδώ και αρκετές δεκαετίες, οι κυβερνήσεις αλλά και οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις υστερούν σε όραμα, μέσα, στελεχιακό δυναμικό και επικοινωνιακή πρακτική, που θα μπορούσαν να επιτρέψουν μια ουσιαστικότερη παρέμβαση στις διεθνείς σχέσεις, προς το συμφέρον της χώρας αλλά και της ανθρωπότητας.

Από την μεριά μας, είχαμε αναφέρει σε παλαιότερο κείμενο εναλλακτικές μεθόδους μιας Ελληνικής διαμεσολάβησης στην Ρωσο-ουκρανική κρίση, όπως, ενδεικτικά:

  • μέσω της ορθόδοξης εκκλησίας (με από κοινού παρέμβαση των προκαθήμενων όλων των ελληνορθόδοξων εκκλησιών)

  • μέσω ενός ανεξάρτητου οργανισμού, με έδρα την Ολυμπία, που θα μπορούσε να ιδρυθεί, με σκοπό την προώθηση της παγκόσμιας ειρήνης.

Ενώ η πρώτη λύση παρουσιάζει το πλεονέκτημα της άμεσης εφαρμογής (ίσως με την μορφή μιας έκκλησης, από κοινού με την Καθολική εκκλησία, ενόψει της εορτής της Πρωτοχρονιάς και των Χριστουγέννων - με το παλαιό ημερολόγιο), μεσοπρόθεσμα η δεύτερη λύση φαίνεται πιο ενδιαφέρουσα.

Με την ευκαιρία αυτή, αξίζει να αναφερθούμε στην Κοινότητα Sant’Egidio, οργάνωση που ιδρύθηκε από λαϊκούς καθολικούς, καταφέρνοντας να προλάβει ή να επιλύσει συγκρούσεις σε όλο τον κόσμο. Στις 23 και 24 Οκτωβρίου, διεξήχθη το ετήσιο συνέδριό της, αφιερωμένο στην ειρήνη στην Ουκρανία, με καλεσμένο ως ομιλητή, μεταξύ άλλων, τον Γάλλο Πρόεδρο Μακρόν, και με την παρουσία πολλών προσωπικοτήτων από τον χώρο της πολιτικής και της εκκλησίας. Λίγες ημέρες μετά, διοργανώθηκε ογκώδης πορεία στην Ρώμη, υπέρ της ειρήνης στην Ουκρανία, με την συμμετοχή, δίπλα – δίπλα, καθολικών ιερέων, οικολόγων ακτιβιστών και αριστερών συνδικαλιστών (κάτι που στην Ελλάδα δεν προβλέπεται να δούμε σύντομα). Ανεξάρτητα πάντως από τρίτους που ενδεχομένως ενδιαφέρονται να έχουν κάποιο όφελος από τις δράσεις της συγκεκριμένης οργάνωσης, το έργο της εκτιμάται ως πολύ θετικό και βέβαια το παράδειγμα είναι ενδεικτικό, αφού η κάθε χώρα έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες.

Συμπέρασμα

Συνοπτικά, από την συγκέντρωση των μέχρι τώρα δεδομένων, προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:

  • Ο δρόμος για μια ειρηνική επίλυση θεωρούμε ότι περνάει από μια σταδιακή αποκλιμάκωση. Αυτό είχε τουλάχιστον είχε αφήσει να εννοηθεί ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου των ΗΠΑ, στη επίμαχη παρέμβασή του.

  • Η αποκλιμάκωση αυτή, θα μπορούσε κατά την γνώμη μας να προέλθει από την αναστολή των Ρωσικών επιθέσεων με drones κατά μη στρατιωτικών στόχων και μια συμφωνία αποστρατιωτικοποίησης του πυρηνικού Σταθμού της Ζαπορίζια. Αυτό τουλάχιστον είχε δηλώσει στα μέσα Δεκεμβρίου, ως περιεχόμενο μιας μελλοντικής επικοινωνίας με τον Πούτιν, ο Πρόεδρος Μακρόν.
  • Από διπλωματικής πλευράς, υπάρχει η δυνατότητα λύσης, με βάση τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου. Την στιγμή αυτή, και οι δύο εμπόλεμες πλευρές επιμένουν στις θέσεις τους, χωρίς να είναι σαφή τα όρια των πιθανών υποχωρήσεών τους.
  • Μια διαμεσολάβηση της Ελλάδας δεν είναι ασυμβίβαστη με την τήρηση των διεθνών υποχρεώσεών της. Αντίθετα, συνάδει με τους προβληματισμούς και τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα, τα δικά της και των εταίρων της.

  • Η Ελλάδα μπορεί να παρέμβει είτε άμεσα (μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών) είτε έμμεσα (μέσω ανεξάρτητων φορέων). Η οργάνωση και υποστήριξη ενός φορέα στην Ελλάδα, που θα προωθεί διεθνώς την ειρήνη, αποτελεί ρεαλιστικό και κρίσιμο στόχο.

Δημοφιλή