Η κηδεία του Κωνσταντίνου και η σκιά της Ιστορίας

Το παρελθόν στην Ελλάδα είναι μονίμως παρόν και ζωντανό. Γι΄ αυτό και δεν μπορούμε να βλέπουμε τα περασμένα με την απόσταση ενός Δυτικοευρωπαίου.
WPA Pool via Getty Images

Η απόφαση της κυβέρνησης να κηδευθεί ο Κωνσταντίνος ως ιδιώτης δεν στεναχώρησε μόνον τους οπαδούς του βασιλικού θεσμού, που έτσι κι αλλιώς είναι πλέον πολύ λίγοι. Στενοχώρησε και πολλούς άλλους, που είδαν στην απόφαση αυτή μία αδυναμία και ατολμία της κυβέρνησης να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, αποδεχόμενη το «πρωτόκολλο» που θέλει όσους διετέλεσαν ανώτατοι άρχοντες να κηδεύονται αναλόγως, ανεξαρτήτως της όποιας σταδιοδρομίας, πολιτικής αποδοχής ή δημοφιλίας τους.

Κι όμως, στην χώρα που ο ιστορικός ορίζοντας είναι τόσο μακρύς και πυκνός και τα πολιτικά πάθη πάντα παρόντα, κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο. Στην χώρα που ακόμη και σήμερα είναι εξαιρετικά δύσκολο, εκατέρωθεν, να βρεις μία οικογένεια που να μην έχει κάποιον συγγενή εκτελεσμένο ή φυλακισμένο ή βασανισμένο σε κάποια από τις αναρίθμητες εποχές πολιτικών κρίσεων και παθών που συντάραξαν τον τόπο τον περασμένο αιώνα, ένα γεγονός όπως ο θάνατος του τελευταίου Έλληνα μονάρχη, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με την αποστασιοποίηση και ψυχραιμία που θα αντιμετωπιζόταν σε μία χώρα της δυτικής Ευρώπης.

Η μοναρχία εισήχθη στην Ελλάδα μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, καθώς οι επαναστατημένοι Έλληνες απέτυχαν να βρουν μία «εγχώρια» πολιτειακή λύση (με κύρια βέβαια, την ευθύνη του Μαυροκορδάτου και των οπαδών του). Αλλά, μπορεί ο θεσμός της μοναρχίας να εισήχθη από την Ευρώπη και να στήθηκε στα ευρωπαϊκά πρότυπα, με την κληρονομικότητά της, τους γαλαζοαίματούς της και την εθιμοτυπία της, όμως ο ελληνικός λαός τον αντιμετώπισε με τον δικό του, ελληνικό τρόπο, όπως αντιμετώπιζε ανέκαθεν τους πολιτικούς ηγέτες: Με εκρήξεις ενθουσιασμού που τις διαδέχονταν ξεσπάσματα μίσους και με εκδηλώσεις λατρείας που τις διαδέχονταν κατάρες αναθέματος, ανάλογα με τα πολιτικά πάθη της εποχής.

Αντίστοιχα, όμως, ελληνική –ελληνικότατη– ήταν και η πολιτική συμπεριφορά των ίδιων των βασιλέων: δεν είχαν καμία σχέση με το προφίλ του συνετού και απόμακρου από την τρέχουσα πολιτική ανώτατου άρχοντα. Ο μοναρχικός θεσμός δεν μπόρεσε στην Ελλάδα να γίνει ένας υπερκομματικός εθνικός θεσμός, που να αγκαλιάζει όλη τη χώρα, όπως ίσως είναι σήμερα στη βόρεια Ευρώπη. Οι βασιλείς ενεπλάκησαν άμεσα στην πολιτική και λειτούργησαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ως πολιτικοί αρχηγοί, συσπειρώνοντας γύρω τους συγκεκριμένες μερίδες της κοινωνίας και αποξενώνοντας άλλες. Μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα είναι ίσως η μόνη χώρα όπου το πολιτειακό ζήτημα τέθηκε επανειλημμένως σε δημοψηφίσματα, και ο θεσμός της βασιλείας πηγαινοερχόταν κάθε λίγα χρόνια, ανάλογα με το ποια παράταξη είχε την εκάστοτε πλειοψηφία. Η ετυμηγορία της Ιστορίας, δε, είναι, ασφαλώς, αρνητική. Η Μικρασιατική Καταστροφή και τα γεγονότα της Χούντας και της Κύπρου αρκούν για να κάνουν το κατηγορητήριο συντριπτικό.

Μάλιστα, είχαμε ένα ακόμη ιδιαίτερο φαινόμενο: καθώς αποτελούσαν ουσιαστικά έναν μοχλό ελέγχου της χώρας από τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι Έλληνες βασιλείς δεν κέρδιζαν σε δημοφιλία όταν δημιουργούσαν δεσμούς με τις ξένες δυνάμεις, αλλά το αντίθετο: Κέρδιζαν σε δημοφιλία όταν, ακριβώς, πήγαιναν –ή φαινόταν ότι πήγαιναν– κόντρα στις Μεγάλες Δυνάμεις. Τέτοια ήταν η περίπτωση του Όθωνα, κατά τον γαλλοβρετανικό αποκλεισμό της χώρας επί Κριμαϊκού πολέμου, αλλά και η περίπτωση του Κωνσταντίνου Α΄, ο οποίος αύξησε τη δημοφιλία του (με μοιραίες για τον ελληνισμό συνέπειες) κατά τον δεύτερο γαλλοβρετανικό αποκλεισμό της χώρας το 1916 (όταν βγήκε και το σύνθημα «ψωμί, ελιά και Κώτσο βασιλιά»).

Καλώς ή κακώς, λοιπόν, οι Έλληνες βασιλείς δεν βγήκαν ποτέ από τον πολιτικό στίβο, για να γίνουν χαλκομανίες σε τσαγιέρες και μπλουζάκια, όπως η προσφιλής στους Βρετανούς εκλιπούσα Ελισάβετ. Ο τόπος εδώ δεν σήκωνε τέτοιες πολυτέλειες. Η πολιτική διαδρομή της χώρας ήταν πολύ ταραγμένη για να κάθονται οι βασιλείς στο σαλέ τους και να απονέμουν βραβεία νόμπελ.

Ας μην κακολογούν, λοιπόν, τους Έλληνες οι οπαδοί της δυτικοευρωπαϊκής ευταξίας. Στη χώρα που ανεβοκατεβάζει τους ηγέτες της από τα ουράνια ως τα τάρταρα, στην χώρα που αποθέωσε και μετά φυλάκισε τον Κολοκοτρώνη, αποθέωσε και μετά δολοφόνησε τον Καποδίστρια, αποθέωσε και μετά αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Βενιζέλο, η απροθυμία της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τον θάνατο του Κωνσταντίνου με τη δέουσα «ψυχραιμία» που απαιτούν τα 50 χρόνια που μεσολάβησαν από το δημοψήφισμα του 1974 δεν είναι δα και κάτι το φοβερό. Ας μην την κακολογούν, όμως, και όσοι προτάσσουν τις συμφορές που επέφερε στη χώρα η μοναρχία. Δεν θα μπορούσε και να απαγορεύσει την ταφή του!

Η μοναρχία κρίθηκε στο δημοψήφισμα, δεν θα κριθεί στην κηδεία του Κωνσταντίνου. Ούτε πρόκειται να δοθούν «εύσημα επαναστατικότητας» για «αντιμοναρχικό Αγώνα», 50 χρόνια μετά την κατάργηση της μοναρχίας (άλλωστε, όταν έπρεπε κάποιοι να κάνουν αντιμοναρχικό Αγώνα, στις εκλογές του 1920, προτίμησαν το σύνθημα «σφυρί-δρεπάνι, ελιά-στεφάνι»).

Είναι, λοιπόν, οι Έλληνες ανώριμοι ακόμη να αντιμετωπίσουν με ψυχραιμία το παρελθόν τους, όπως ισχυρίζονται οι «Ψύχραιμοι»; Όχι. Μάλλον έχουν δίκιο, αντίθετα, όσοι βλέπουν ότι αυτό συμβαίνει διότι το παρελθόν στην Ελλάδα είναι μονίμως παρόν και ζωντανό. Δεν έχουμε την Ιστορία μόνον για τα μουσεία και τα σχολικά βιβλία: Η Ιστορία εδώ ρίχνει βαριά τη σκιά της σε κάθε πτυχή της δημόσιας ζωής. Γι΄ αυτό και δεν μπορούμε να βλέπουμε τα περασμένα με την απόσταση / απάθεια / ψυχραιμία / μεγαλοθυμία / αδιαφορία (διαλέγετε και παίρνετε) ενός Δυτικοευρωπαίου.

Δημοφιλή