Η Λιλίκα Νάκου και οι γυναίκες της αμαρτίας: Το αμαρτωλό ξενοδοχείο

Εκδιδόμενες γυναίκες, σωματέμποροι, ναρκωτικά...Η Νάκου κάνει ρεπορτάζ και περιγράφει τον υπόκοσμο σε Αθήνα και Πειραιά το 1936
.
.
.

Η Λιλίκα Νάκου ήθελε οπωσδήποτε να δει τα τρία κορίτσια, που είχε αγοράσει ο σωματέμπορος, προτού να φύγουν για το μακρινό και γεμάτο κινδύνους ταξίδι τους. Ήξερε ότι θα έφευγαν την άλλη μέρα στις έντεκα το πρωί. Κυρίως ήθελε να δει την Άννα, την Ανούσκα. Είχε την κρυφή ελπίδα ότι με τη βοήθεια του Συνδέσμου των Δικαιωμάτων της Γυναίκας, θα μπορούσε να τη σώσει και ίσως ακόμα να προστατέψει αυτά τα πλάσματα που πήγαιναν στον χαμό τους. Παρακάλεσε την Κλάρα να κάνει ό,τι μπορούσε.

Η Κλάρα δέχτηκε, αλλά πρώτα έπρεπε να μάθει αν «αυτός» βρισκόταν στην Αθήνα ή στο ξενοδοχείο του Πειραιά μαζί με τα «εμπορεύματα». Χαράματα παράγγειλε στη Νάκου στις οκτώ η ώρα να βρίσκεται στον σταθμό του Πειραιά. Θα περνούσε με ένα ταξί να την πάρει. Έτσι κι έγινε.

— Έμαθα ότι «αυτός» λείπει. Μένει με τη γυναίκα του σ’ ένα μεγάλο ξενοδοχείο της Αθήνας. Τα τρία κορίτσια τα έχει μαζί με τις Κινέζες σ’ ένα ξενοδοχείο εδώ, στον Πειραιά, εξήγησε η Κλάρα.

Το ταξί σταμάτησε μπροστά σ’ ένα ευπρόσωπο ξενοδοχείο, λίγο έξω από τον Πειραιά. Ο ξενοδόχος βγήκε στην πόρτα να δει ποιος ήταν. Στο ξενοδοχείο του έμεναν πολλές γυναίκες με ψεύτικες ταυτότητες, που περίμεναν το κατάλληλο βαπόρι για να φύγουν. Ο ξενοδόχος ήταν άνθρωπος του σωματέμπορου. Πρόσεχε τα κορίτσια να μη βγουν έξω και έκρυβε την άσπρη σκόνη του αφεντικού, από την οποία είχε μερίδιο στο κέρδος. Η Κλάρα κάτι του είπε κι αμέσως αυτός έκανε τόπο να περάσουν. Οι δύο γυναίκες κατευθύνθηκαν στο ασανσέρ.

— Μην ξεχάσεις ότι ήρθες για να πουλήσεις γουναρικά στα κορίτσια, είπε η Κλάρα κι έβαλε στα χέρια της Νάκου μερικούς γούνινους γιακάδες. Τα είχε σκεφτεί όλα. Η ίδια κρατούσε ένα βαλιτσάκι, δήθεν ότι πουλούσε καλλυντικά και στολίδια για τα μαλλιά.

Ανέβηκαν στον τρίτο όροφο και η Κλάρα τράβηξε μπροστά για να βρει τον αριθμό του δωματίου. Χτύπησε την πόρτα. Μισάνοιξε μια ηλικιωμένη γυναίκα με βλογιοκομμένο πρόσωπο, που είχε ένα σάλι ριγμένο στο κεφάλι. Δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη που τις έβλεπε.

— Τι γυρεύετε; Δεν είναι εδώ κανείς, είπε απρόθυμα κι έκανε να κλείσει την πόρτα.

Η Κλάρα όμως την έσπρωξε.

— Μας έστειλε η κυρά σου. Φέρνουμε τα γουναρικά που αγόρασε. Είπε πως και τα κορίτσια κάτι θέλουν ν’ αγοράσουν.

— Καααλά. Αν είναι έτσι, περάστε.

Το δωμάτιο αποτελούταν από δύο συνεχόμενες κάμαρες με ενδιάμεση πόρτα. Στην πρώτη κάμαρα δεν ήταν κανείς. Φαίνεται πως σε αυτήν έμενε η… δεσμοφύλακας, η γριά με το σάλι. Τα κορίτσια ήταν μαζεμένα στη δεύτερη κάμαρα. Η Κλάρα προχώρησε άφοβα και είπε με ευχάριστη φωνή:

— Κορίτσια, αν θέλετε ν’ αγοράσετε καλλυντικά, χτενάκια, γιακάδες, από μας να τα πάρετε. Οι άλλοι τα ’χουν ακριβά.

— Τι λες που θα τ’ αγοράσουμε εμείς; είπε μια μελαχρινή σγουρομάλλα, ως δεκαοχτώ χρονών, με κατακόκκινα χείλη και αυθάδες ύφος.

— Καλά, εσύ να μην αγοράσεις. Οι συντρόφισσές σου όμως μπορεί να θέλουν.

— Οι συντρόφισσές μου δεν έχουν όρεξη για τίποτα. Να, δες σ’ εκείνη τη γωνιά, την Άννα. Όλο κλαίει. Βαρέθηκα να την ακούω. Άμα κανείς φοβάται τα ταξίδια και μετανιώνει, δεν κάνει για δουλειά.

Σκίτσο του Νάκου στην εφημερίδα Ακρόπολις, 1933.
Σκίτσο του Νάκου στην εφημερίδα Ακρόπολις, 1933.
.

Η Νάκου αναγνώρισε τη συνεσταλμένη κοπέλα που είχε δει το προηγούμενο βράδυ στο καφενείο, την Άννα που ο σωματέμπορος τη βάφτισε Αννούσκα που τάχα ήταν από τη Ρωσία. Την πλησίασε και άρχισε να της δείχνει γούνινους γιακάδες, ενώ η Κλάρα είχε ανοίξει το βαλιτσάκι της κι έδειχνε αρώματα στη μελαχρινή.

— Για δες ποια γούνα σ’ αρέσει. Αν πάτε στη Νέα Υόρκη, κάνει κρύο εκεί και είναι ακριβά.

— Πάμε κοντά στο φως, στο παράθυρο, δεν βλέπω την ποιότητα, είπε η Άννα.

— Αμ, από τα κλάματα αποστραβώθηκε! πετάχτηκε η μελαχρινή και ξανάσκυψε στο βαλιτσάκι της Κλάρας.

Η Άννα έγειρε εμπιστευτικά προς τη Νάκου και της έδωσε ένα γράμμα.

— Μπορείς να ρίξεις αυτό το γράμμα στο ταχυδρομείο, να χαρείς τη ζωή σου; είπε σιγανά κι άρχισε πάλι να κλαίει.

— Όταν σας λέω ότι δεν κάνει άλλο απ’ αυτό!, σχολίασε η σγουρομάλλα μελαχρινή και στρεφόμενη στη συντρόφισσά της είπε: Θα χαλάσεις τα μούτρα σου ώσπου να φτάσουμε στο Ρίο και κανείς δεν θα σε θέλει.

Το άλλο «εμπόρευμα», η τρίτη κοπέλα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, αδιάθετη. Μίλησε μόνον όταν ακούστηκε από ένα διπλανό δωμάτιο ο γνώριμος ήχος της κιθάρας. Φαινόταν έξυπνη και κοινωνική.

— Είναι δύο Κινέζες, εξήγησε. Δεν τις έχουμε δει ως τα τώρα.

— Μπα; Εδώ κάθονται κι αυτές;

— Εδώ καθόμαστε όλες. Μας έχει νοικιάσει δωμάτια αυτός.

Η Νάκου πήγε και κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι.

— Πώς σε λένε;

— Ρόζα με λένε, που να μη μ’ έλεγαν και να μην είχα γεννηθεί.

— Σστ, θα σ’ ακούσει η γριά, είπε φοβισμένη η Άννα.

— Τι λες; Δεν πάει να μ’ ακούσει! Σάματι βλάκας είμαι να μη νοιώθω πως μπαρκαριζόμαστε για τον χαμό μας; Τι; Σαν τούτη δω τη χαζή τη μελαχρινή που νομίζει ότι θα γίνει μεγαλοκυρά εκεί που μας πάει το αφεντικό; Εμένα η ανάγκη μ’ έφερε εδώ. Η ανάγκη!

— Και γιατί δεν φεύγεις, αφού δεν σ’ αρέσει; Τι σε δένει μ’ αυτόν;

— Με δένουν πρώτα τα λεφτά που μου έχει δανείσει από τον καιρό που βρισκόμουνα σε «σπίτι». Με δένει το συμβόλαιο που μου έχει κάνει και όλα τα χρέη που έχω πίσω μου. Χρωστάω στη «μαμά» κάπου είκοσι χιλιάδες. Αυτή με σύστησε στον σωματέμπορο. Της πλήρωσε τις είκοσι χιλιάδες που χρωστούσα κι εγώ έκανα μαζί του συμβόλαιο να του τις δουλέψω. Μα ήξερα τι έκανα και ποια δυστυχία με περιμένει. Τούτες εδώ, οι χαζές, την έπαθαν από την ανοησία τους.

Σαν άκουσε αυτά τα λόγια, η Άννα άρχισε πάλι τα δάκρυα.

Από εφημερίδες του 1933.
Από εφημερίδες του 1933.
.
Από εφημερίδες του 1933.
Από εφημερίδες του 1933.
.

Η ιστορία της Άννας

«Τι να ’κανα; Ήμουν πρωτόβγαλτη! Εγώ, κυρία μου, ήμουν αρραβωνιασμένη. Μπήκα υπηρέτρια σε νοικοκυρόσπιτο να δουλέψω, για να κάνω την προίκα μου. Ο αρραβωνιαστικός μου είναι ψαράς στο χωριό. Μου είπε: «Καλά. Σαν ετοιμαστείς, θα σε πάρω». Στο νοικοκυρόσπιτο όμως είχαν έναν ανιψιό. Έναν χαμένο, ένα πλουσιόπαιδο που οι δικοί του του κάναν όλα τα χατίρια.

Ένα βράδυ ήμουν μόνη στο σπίτι. Η άλλη υπηρεσία είχε ρεπό. Έξαφνα, χτυπάει το κουδούνι της κάμαρας του κυρίου Μίμη. Τ’ αφεντικά μου λείπαν σε χορό. «Να πάω, να μην πάω, νύχτα ώρα στο δωμάτιο του κυρίου Μίμη;» σκεφτόμουν. «Αν όμως είναι άρρωστος και θέλει κανένα ζεστό;» Ντύθηκα η κακομοίρα, χτενίστηκα βιαστικά, γιατί μόλις είχα πέσει να κοιμηθώ και πήγα απάνω. Σαν κατέβηκα κάτω, ύστερα από μία ώρα, ό,τι κακό μπορεί να γίνει σε μια κοπέλα μου είχε συμβεί. Έκλαιγα όλη τη νύχτα. Την άλλη μέρα το είπα στην κυρία. Με ξόρκισε να μην πω τίποτα και μου έβαλε τέσσερα χιλιάρικα στο χέρι.

Έφυγα. Σαν τέλειωσαν τα λεφτά μπήκα σε «σπίτι». Έκλαιγα κι εκεί όλη μέρα. Τι να γράψω στο χωριό; Τι να πω στον αρραβωνιαστικό μου; Στον αδερφό μου; Θα ξεκινούσαν από το χωριό να με σφάξουνε. Τους ξέρω τους Μηλιώτες. Δεν χωρατεύουν. Νύχτα μέρα ζω με τούτο τον τρόμο. Ώσπου η «μαμά» Κατίγκω, μου είπε: «Άννα, παιδί μου, εσύ διαρκώς τρέμεις σαν το φύλλο. Ούτε τη νύχτα σε πιάνει ύπνος ούτε ησυχία έχεις». «Ναι, φοβάμαι. Θα με σκοτώσουν οι δικοί μου, αν το μάθουν πως βρίσκομαι εδώ». «Τότε να φύγεις. Να πας μακριά. Θα κερδίσεις και πολλά χρήματα». Και με σύστησε στο αφεντικό.

Έκανα συμβόλαιο μαζί του για πέντε χρόνια. Μα τώρα που ήρθε η ώρα να φύγω, μου σχίζεται η καρδιά. Εγώ τον αγάπαγα τον αρραβωνιαστικό μου. Το βράδυ του έγραψα τούτα τα λόγια.

Η Άννα άνοιξε έναν φάκελο, έβγαλε ένα γράμμα και το έδωσε στη Νάκου.

— Να διάβασε, αν δεν πιστεύεις ότι έχω αρραβωνιαστικό.

Η Νάκου άρχισε να διαβάζει ένα γράμμα, με παιδιάστικα στρογγυλά γράμματα, γραμμένα με μολύβι.

Πολυαγαπημένε μου Μανώλη,

Υγείαν χαίρω και υγείαν ποθείτε. Μανώλη μου, σαν λάβεις το γράμμα, θα είμαι μακριά. Μη ρωτάς το γιατί. Κλάψε με μονάχα και παρακάλα τον Θεό να πεθάνω. Κι εσύ παντρέψου και κάνε παιδιά, κι εμένα πια έχε με για πεθαμένη. Και σαν παγαίνεις στην εκκλησιά, να κάνεις ένα σταυρό για την Άννα.

Σε ασπάζομαι και μην πεις σε κανέναν πως πήρες γράμμα.

Αννα

Εκείνη την ώρα μπήκε η γριά με το σάλι.

— Τι γράμμα διαβάζετε; Ποιανού έγραψες; είπε και άρπαξε το γράμμα από τα χέρια της κοπέλας. Αντί να κάνεις τον σταυρό σου που βρήκες μια τέτοια τύχη, κακομοίρα, να ταξιδέψεις με τέτοιο αφεντικό, παραπονιέσαι! Αχ, μωρή κουτή, να ’χα τα νιάτα σου!

Η γριά έφυγε για να μαλώσει τη μελαχρινή που αργούσε να ετοιμαστεί.

— Σηκωθείτε! Η ώρα πέρασε. Το αφεντικό είπε πως στις δέκα και μισή θα είναι εδώ.

— Ποια είναι η γριά με το σάλι;

— Δεν ξέρω. Την έχει εδώ πέρα μπιστικιά να φυλάει τα κορίτσια. Δεν μας αφήνει ούτε να ξεμυτίσουμε από την πόρτα μοναχές μας.

Η Νάκου όλο σκεφτόταν τι μπορούσε να κάνει για τα κορίτσια, πώς μπορούσε να τα ελευθερώσει και το είπε στην Κλάρα.

— Τρελάθηκες; Αυτός, παιδί μου, τις έχει δέσει τις κοπέλες με συμβόλαια, με ψεύτικα χαρτιά και πλαστά διαβατήρια. Έτσι νομίζεις ότι κάνει τις δουλειές του; Δεν θα ’σαι με τα καλά σου που γυρεύεις να πάρεις την Άννα. Έλα, μη βρούμε κανέναν μπελά!

— Μα, αν ειδοποιήσω την αστυνομία; Αν φέρω εδώ χωροφύλακες;

— Σου λέω δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Τα χαρτιά των κοριτσιών είναι εντάξει! Καταλαβαίνεις;

Η γριά με το σάλι αγριοκοίταζε τις δύο γυναίκες, που δεν ήξερε πώς να τις διώξει. Στράφηκε στα κορίτσια κι άρχισε να φωνάζει:

— Μπρος, κορίτσια, ντυθείτε! Πέρασε η ώρα! Τα βαλιτσάκια σας! Άννα, έλα δω. Πάρε τα ρούχα σου και σιάξε τα μούτρα σου, γιατί φαίνονται κλαμένα. Κι εσύ, Ρόζα, ξεκουμπίσου. Τι κάθεσαι σαν λεχώνα στο κρεβάτι;

Η Νάκου και η Κλάρα έφυγαν. Στο χολ του ξενοδοχείου τις πρόλαβε η Άννα. Έβαλε στα γρήγορα ένα γράμμα στο χέρι της Νάκου.

— Σας παρακαλώ, γυναίκες μου, λυπηθείτε με! Βάλτε τούτο το γράμμα στο ταχυδρομείο. Το ξανάγραψα βιαστικά. Το πρώτο μου το ’σκισε η γριά.

Ύστερα κοντοστάθηκε σαν κάτι ακόμα να ήθελε να πει.

— Μια χάρη ακόμα. Μια χάρη. Πάρτε τούτο το εικοσπεντάρικο και ανάψτε μια λαμπάδα σε όποια εκκλησία περάσετε. Και κάντε ένα σταυρό για να μας λυπηθεί ο Θεός, αν είστε χριστιανές.

Κι ύστερα τρομαγμένη και λαχανιασμένη έφυγε τρέχοντας για κει που την καλούσε η μοίρα της η κακή.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Οι υπηρέτριες

.
.
.

Οι υπηρέτριες, ακόμα και στα λεγόμενα καλά σπίτια, στα πλουσιόσπιτα, ήταν η εύκολη λεία. Αν η κοπέλα δεν είχε συγγενή ή προστάτη σε κοντινή ακτίνα, θα αντιμετώπιζε οπωσδήποτε πρόβλημα. Κάποιος από τους άντρες του σπιτιού, συνήθως το αφεντικό ή ο γιος του, θα ριχνόταν στην εύκολη λεία. Όταν το πράγμα μαθευόταν – ήταν θέμα χρόνου–, η υπηρέτρια θα βρίσκονταν στον δρόμο. Οι κύριοί της θα την έδιωχναν, αφού πρώτα τη δωροδοκούσαν (όπως στην περίπτωση της Άννας που της έδωσαν τέσσερις ψωροχιλιάδες) ή την ξυλοφόρτωναν και την τρομοκρατούσαν. Μέσα στην δυστυχία της θα ήταν τυχερή, αν δεν είχε μείνει έγκυος.

Οι προστάτες της Άννας ήταν στην Μήλο. Το πλουσιόσπιτο ήταν ελεύθερο να φερθεί στη «δούλα» όσο παλιανθρωπίστικα ήθελε και να μη δώσει λογαριασμό σε κανέναν.

Οι εφημερίδες της εποχής έχουν πλήθος από τέτοιες ειδήσεις.

.
.
.

Ο προστάτης

Στην εποχή που ο νόμος δεν έδινε στη γυναίκα ίσα δικαιώματα με τον άντρα, λίγες γυναίκες ήταν αυτεξούσιες. Οι περισσότερες βρίσκονταν κάτω από την εξουσία κάποιου κοντινού συγγενή, γένους αρσενικού. Σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα, που όριζε ότι ο άντρας είναι η κεφαλή της οικογένειας, η γυναίκα ήταν μερικώς ικανή για δικαιοπραξία, όπως οι ανήλικοι και οι ολιγοφρενείς.

Το θέμα των φόνων τιμής, όπως αποκαλούνταν οι γυναικοκτονίες, ήταν απέραντο. Η τιμή του πατέρα, του αδερφού, του συζύγου, κάποτε του γιού ή του ξαδέρφου ξεπλενόταν με το αίμα της αμαρτωλής, της άτιμης. Οι ζωές των γυναικών ήταν αναλώσιμες και πίσω από τους φόνους τιμής κρυβόταν σαδισμός και αρρωστημένα ανομολόγητα πάθη.

Στην περίπτωση της Άννας είναι εξοργιστικό ότι θα κατέφθανε από το νησί ο αδερφός ή ο αρραβωνιαστικός με σκοπό να σκοτώσουν την κοπέλα για να ξεπλύνουν την τιμή τους. Καμία σκέψη να στηρίξουν τον δικό τους άνθρωπο ή ν’ αναζητήσουν τον ένοχο και να τον οδηγήσουν στη δικαιοσύνη. Οι πιο δικοί της άνθρωποι, ο αδερφός και ο αρραβωνιαστικός, της φέρθηκαν άπονα και άδικα· την άφησαν εκτεθειμένη σε μεγάλο κίνδυνο και ολομόναχη σε μια κρισιμότατη περίσταση – συνυπεύθυνοι και αυτοί για την καταστροφή της.

Δραματικές αλλαγές συνέβαιναν στις ζωές των ανθρώπων, όταν προέκυπτε θέμα τιμής. Η Άννα, από τον φόβο της μην τη σκοτώσουν οι άντρες που την τιμή τους την έχουν εδώ (φράση που συνοδεύεται από χτύπημα στο κούτελο), ξεκίνησε για ένα επικίνδυνο ταξίδι και ξέγραψε από μόνη της τον εαυτό της από τους ζωντανούς. Το θύμα αντί να φωνάζει, ζητούσε σιωπή. Δύστυχη κοπέλα!

Οι φόνοι τιμής αντιμετωπίζονταν με επιείκεια από τον νόμο και τα δικαστήρια. Ο δράστης έμπαινε στη φυλακή περήφανος που ξέπλυνε την τιμή του και, ύστερα από λίγους μήνες, έβγαινε στην κοινωνία καθαρός με το κεφάλι ψηλά.

Οι προστάτες γίνονταν επικίνδυνοι

Προστάτης της αδερφής του ήταν και ο πρωταγωνιστής της παρακάτω είδησης:

.
.
.

Η προίκα

Οι ελληνικές οικογένειες, πλούσιες ή φτωχές, έπρεπε να μεριμνήσουν για τα προικιά και για την προίκα των κοριτσιών. Και τα μεν προικιά ήταν ο εξοπλισμός του σπιτιού, η δε προίκα ήταν το ζωντανό χρήμα ή η ακίνητη περιουσία (ή και τα δύο) που έπαιρνε ο γαμπρός για να ανακουφιστεί από τα βάρη του γάμου.

.
.
.

Η Άννα ήταν προφανώς από πολύ φτωχή οικογένεια και ξενιτεύτηκε από τη Μήλο στον Πειραιά για να δουλέψει ώστε να κάνει την προίκα της. Για να την παντρευτεί ο αρραβωνιαστικός έπρεπε να του δώσει προίκα. Αλλιώς, χαίρε νύμφη ανύμφευτε.

Η προίκα ήταν ένας αναχρονιστικός και νομικά κατοχυρωμένος θεσμός, που είχε μεταβάλει τον γάμο σε χυδαία συναλλαγή. Με αφορμή την προίκα είχαν γίνει πολλές αυτοκτονίες και αμέτρητα ποινικά αδικήματα.

.
.
.

Ο Αστικός Κώδικας ρύθμιζε το ζήτημα της προίκας με μία σειρά διατάξεων στο κεφάλαιο «περί προικός», που με την αλλαγή του οικογενειακού δικαίου και την κατάργηση της προίκας το 1982, έχουν καταργηθεί κι αυτές.

Στο επόμενο: Οι δύο Κινέζες σκλάβες του σωματέμπορου αφηγούνται την ιστορία τους.

Δημοφιλή