Ένας χρόνος από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία: Στασιμότητα και νέες διαστάσεις

Ο πόλεμος αυτός, όπως φαίνεται, θα κρατήσει για αρκετό καιρό ακόμη. Βέβαιο είναι ότι η λήξη του θα βρει τον κόσμο ίσως εντελώς αλλαγμένο σε σύγκριση με την έναρξή του
via Associated Press

Η 24η Φεβρουαρίου 2022 αποτέλεσε μία τομή στο δυτικό χρόνο. Ο πόλεμος κατέστη απτή πραγματικότητα στην Ευρώπη ύστερα από 77 χρόνια κατά τη στιγμή που εφαρμόστηκε η διαταγή του Βλαντιμίρ Πούτιν να αρχίσει η εφαρμογή της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» στην ανατολική Ουκρανία. Τα ρωσικά στρατεύματα εισέβαλλαν στις επαρχίες του Λουχάνσκ και του Ντονέτσκ, σε έναν σχιζοφρενικό πόλεμο που ήδη έχει στοιχίσει τη ζωή πολλών χιλιάδων ανθρώπων. Ένα χρόνο αργότερα, η κατάσταση όχι απλώς δεν έχει αποκλιμακωθεί, αλλά μοιάζει να περνά σε νέο, χειρότερο στάδιο.

Ενθυμούμενοι το τι θρυλείτο στη Δύση λίγες ημέρες πριν από την έναρξη της επίθεσης, μπορούμε να σημειώσουμε ότι γενικά δύο ήταν οι απόψεις που είχαν δει το «φως» της δημοσιότητας. Η μία ήταν η άποψη ολόκληρου του «πολιτισμένου» κόσμου - πλην των ΗΠΑ - και υποστήριζε ουσιαστικά ότι τα όσα ακούγονταν περί επικείμενης ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία ήταν μάλλον υπερβολές και στη χειρότερη περίπτωση «ανέξοδοι» λεονταρισμοί του Πούτιν, στην προσπάθειά του να αποσπάσει νέα εδαφικά κέρδη θέτοντας ως προμετωπίδα των επιχειρημάτων του μία ενδεχόμενη ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.

Η άλλη άποψη, η οποία και επιβεβαιώθηκε φυσικά με τραγικό τρόπο, ήταν η άποψη της ίδιας της Ουκρανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής: Ο Πούτιν ήταν έτοιμος να εισβάλει στην Ουκρανία και δεν μπλόφαρε επ’ ουδενί. Αυτό επιβεβαίωναν και όλες οι τελευταίες πληροφορίες των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, όπως μεταδίδονταν από όλα τα γνωστά δυτικά μέσα ενημέρωσης.

Στην Ευρώπη, οι απόψεις, όπως πάντα, διίσταντο. Ειδικά στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, η παγιωμένη οκνηρία είχε πλέον γίνει κανόνας και κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει ανοικτά για το επικείμενο γεγονός. Παράλληλα, υπήρχαν και υπάρχουν δυνάμεις (βλ. Ουγγαρία) που έβλεπαν με θετικό μάτι τις κυοφορούμενες εξελίξεις, αν δεν τις ευνοούσαν κιόλας με διάφορους τρόπους.

Τελικά, η επίθεση ξεκίνησε και πολύ σύντομα το αίμα άρχισε να ρέει παντού στην Ουκρανία και όχι μόνο στις ανατολικές επαρχίες της. Ένα χρόνο αργότερα, χιλιάδες άνθρωποι έχουν πεθάνει, γυναίκες έχουν βιαστεί ανηλεώς, παιδιά έχουν δολοφονηθεί και ιστορικές πόλεις όπως η ελληνική Μαριούπολη και η Μπούτσα έχουν σβηστεί από το χάρτη.

Η κατευναστική τακτική ορισμένων δυτικών ηγετών – κατά το αντίστοιχο πρότυπο του Μονάχου του 1938 – αποδείχτηκε για άλλη μια φορά προκλητικά άστοχη. Ακόμη και οι μεγάλες καθυστερήσεις στη λήψη αποφάσεων για στρατιωτική ενίσχυση της Ουκρανίας κατέδειξαν το σοβαρό πρόβλημα έλλειψης συναντήληψης που υπάρχει στην Ευρώπη, σε αντίθεση με τη σχετική πρωτοβουλιακή στρατηγική της Αμερικής.

Ωστόσο, στον ένα χρόνο από την έναρξη αυτού του τραγικού πολέμου δεν αρκούν οι διαπιστώσεις γύρω από καταστάσεις που είναι λίγο έως πολύ γνωστές. Χρειάζεται μία προσέγγιση των πραγμάτων κατά το δυνατόν ευρύτερη προκειμένου να καταλήξει κανείς στην απάντηση των μεγάλων ερωτημάτων. Κι αν φυσικά το «γιατί» ενός τέτοιου πολέμου δεν είναι δυνατό να απαντηθεί με λογικά επιχειρήματα, παρά μόνο με την επίκληση των μετασοβιετικών εμμονών ενός θρασύδειλου δικτάτορα, δεν θα έπρεπε να συμβαίνει το ίδιο και με το «πώς» σχετικά με τα περαιτέρω της σύγκρουσης, καθώς αυτή βρίσκεται ήδη σε σημείο καμπής.

Από μία άποψη, λοιπόν, ο πόλεμος της Ρωσίας απέναντι στη χειμαζόμενη Ουκρανία έχει ήδη προ πολλού ξεπεράσει το σημείο που θα μπορούσε να τον έχει μετατρέψει σε παγκόσμιο. Πάμπολλες χώρες έχουν τοποθετηθεί ενεργά στο πλευρό της Ουκρανίας, παρέχοντας στρατιωτική, διπλωματική, οικονομική και πολιτική βοήθεια στη χώρα αυτή. Από την άλλη όλες οι μεγάλες δυνάμεις του πλανήτη έχουν πάρει θέση, ακόμη και με το να… μην πάρουν ευθέως θέση (βλ. Κίνα). Ωστόσο, ο πόλεμος γεωγραφικά δεν έγινε ποτέ πραγματικά παγκόσμιος, αλλά περιορίστηκε στο ουκρανικό έδαφος, σε μία συνειδητή στρατηγική επίλογη της Δύσης και κυρίως των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ (προεξαρχουσών των ΗΠΑ), καθώς το αντίθετο θα είχε πραγματικά ανυπολόγιστες και απρόβλεπτες συνέπειες για όλους.

Περαιτέρω, η τώρινη, νέα φάση του πολέμου ίσως να είναι πράγματι η χειρότερη, καθώς παρατηρείται πλέον μία ολοένα εντεινόμενη ρητορική περί χρήσης αντιβαλλιστικών πυραύλων και γενικότερα η αναφορά σε όπλα που μπορούν να προκαλέσουν μία «ελεγχόμενη» πυρηνική καταστροφή.

Ο ίδιος ο Ρώσος πρόεδρος βγαίνει σταδιακά από το μοσχοβίτικο «καβούκι» του και συναντάται με ομολόγους του, δικτατορίσμους ολοκληρωτικών καθεστώτων, όντας παράλληλα ομοτράπεζος σημαντικών Κινέζων αξιωματούχων, καθώς επίσης και του μέχρι πρότινος πιστού αντιγραφέα του, Τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Η αναφορά «μέχρι πρότινος» φυσικά δεν χρησιμοποιείται εδώ επειδή θεωρείται ότι ο Ερντογάν ή η Τουρκία άλλαξαν τακτική, αλλά επειδή ο πρόσφατος φονικός σεισμός στις νοτιοανατολικές περιοχές της χώρας δεν τους αφήνει περιθώρια, στην παρούσα φάση, για τις γνωστές μεγαλεπίβολες εξωτερικές ακροβασίες που συνηθίζουν.

Δεδομένων των ανωτέρω, η μεγάλη εικόνα που αρχίζει να διαμορφώνεται είναι εκείνη της ηρεμίας πριν από μία νέα καταιγίδα. Με μία πιθανή νέα γενικευμένη, εαρινή ρωσική επίθεση να είναι προ των πυλών, ο πόλεμος περνάει ήδη στο επόμενο στάδιό του. Όμως αυτή τη φορά οι πάντες είναι υποψιασμένοι και εξοπλισμένοι, με πρώτους τους Ουκρανούς.

Παρ’ όλα αυτά, το θλιβερό συμπέρασμα που οπωσδήποτε πρέπει να εξαγάγει κάθε εχέφρων άνθρωπος είναι ότι ο πόλεμος αυτός, όπως φαίνεται, θα κρατήσει για αρκετό καιρό ακόμη. Βέβαιο είναι ότι η λήξη του θα βρει τον κόσμο ίσως εντελώς αλλαγμένο σε σύγκριση με την έναρξή του.

Μόνο που ακόμη και σε εκείνον το νέο κόσμο, έναν κόσμο του 21ου αιώνα – κι ας μην το ξεχνάμε αυτό – κάποιοι θα κληθούν να συνυπάρξουν ειρηνικά με τους γείτονές τους, ίσως πληρώνοντας το τίμημα των αποφάσεων κάποιων τρίτων.

Κάποιοι άλλοι όμως δεν θα έχουν ποτέ ξανά την «πολυτέλεια» της οποιασδήποτε επιλογής, καθώς αυτοί οι «τρίτοι» φρόντισαν εξαρχής να τους τη στερήσουν.

Δημοφιλή