Μανώλης Μαυροματάκης: Πρέπει να έχεις κι ένα θετικό πρόταγμα, να δεις ότι η ζωή είναι ωραία

Οι «Βάκχες» και η επιστροφή στην περιοχή της μαγείας, αλλά και η νέα γαλλική ταινία, μετά τους «Μεταφραστές».
Από την ταινία «Οι Μεταφραστές»
Από την ταινία «Οι Μεταφραστές»
Les Traducteurs. Films du Trésor.

«Είμαι σε μία περίοδο που τρέχουν πολλά ταυτόχρονα», λέει από τα πρώτα λεπτά της συνομιλίας μας και είναι αλήθεια: Στις 14 Ιουλίου ξεκινά γυρίσματα για την ταινία «On sourit pour la photo» -τα γυρίσματα της οποίας γίνονται στην Ελλάδα-, τη δεύτερη γαλλική ταινία στην οποία παίζει μετά τους «Μεταφραστές» (το αστυνομικό φιλμ του Ρεζί Ρουανσάρ που προβάλλεται ήδη στα θερινά σινεμά), είναι στις «Βάκχες» του Ευριπίδη, που ανεβαίνουν σε σκηνοθεσία του βραβευμένου Χρήστου Σουγάρη -πρεμιέρα 19 Ιουλίου- ενώ στις αρχές Αυγούστου ετοιμάζεται για άλλα γυρίσματα, τηλεοπτικά αυτή τη φορά, για μία νέα σειρά που θα αρχίσει να προβάλλεται το φθινόπωρο.

Ηθοποιός με μακρά πορεία στο θέατρο, όπως και σημαντική κινηματογραφική παρουσία, άνθρωπος χαμηλών τόνων αλλά με σαφή, τεκμηριωμένη άποψη, ο Μανώλης Μαυροματάκης μιλά στη HuffPost.

Μοιράζεται την εμπειρία του από τη διεθνή κινηματογραφική παραγωγή των Μεταφραστών, σημειώνει ότι οι Γάλλοι αγαπούν πολύ τους Έλληνες, εξηγεί γιατί οι «Βάκχες» είναι έργο «βαθιά φιλοσοφικό και ψυχαναλυτικό», μιλά για τη διαφήμιση που τον έκανε γνωστό στο ευρύ κοινό, ενώ χαρακτηρίζει τον όρο «‘μέσος θεατής’ μια μεγάλη μπούρδα, ένα επινόημα του συστήματος για να μπορεί να παράγει προϊόντα χαμηλού κόστους».

-Τελικά οι «Μεταφραστές» σάς άνοιξαν όντως τον δρόμο για τη Γαλλία.

Δεν ξέρω αν τον άνοιξαν. Με πρότεινε ο casting director Μάκης Γαζής, έκανα το δοκιμαστικό βίντεο και με πήραν. Είναι μία πάρα πολύ ωραία κομεντί -όταν διάβασα το σενάριο γέλασα πολύ- σε σκηνοθεσία Φρανουσά Ουζάν, με τίτλο «On sourit pour la photo» (Χαμογελάστε για τη φωτογραφία). Ο ρόλος μου σε σχέση με τους «Μεταφραστές» είναι πιο μικρός: Ο συμπαθητικός αλλά και περίεργος ξεναγός ενός ζευγαριού γύρω στα εξήντα, που έρχεται διακοπές στην Ελλάδα με τα παιδιά του. Το μεγαλύτερος μέρος των γυρισμάτων θα γίνει εδώ, στη χώρα μας.

-Και σε αρχαιολογικούς χώρους, μεταξύ άλλων, όπως έχει ανακοινωθεί.

Ναι, ξεκινάω γυρίσματα στις 14 Ιουλίου, στον ναό της Αθηνάς Αφαίας, στην Αίγινα και μετά στην Αθήνα. Τα δικά μου γυρίσματα είναι τρεις ημέρες.

-Επιστρέφοντας στους «Μεταφραστές» διαβάζω τα λόγια του Ρεζί Ρουανσάρ για εσάς: «Ήταν ένα ρίσκο που πήρα αλλά το χιούμορ του, ο τρόπος που δουλεύει και η προσωπικότητά του έκαναν γρήγορα το πρόβλημα της γλώσσας να ξεχαστεί». Τι άνθρωπος είναι ο Ρουανσάρ;

Είναι πολύ γλυκός άνθρωπος, ξέρει πολύ καλά τι θέλει -μα πάρα πολύ καλά, ήταν και ένας από τους συγγραφείς το σεναρίου- κι αυτό αποτυπώνεται βεβαίως στην ταινία. Έχω κρατήσει επαφή μαζί του, ανταλλάσσουμε μηνύματα και πριν από λίγες ημέρες μου ζήτησε να του στείλω μία selfie μπροστά από την αφίσα της ταινίας σε αθηναϊκό σινεμά. Πήγα με φίλους, είδα την ταινία -για τέταρτη φορά-έστειλα τη φωτογραφία και το χάρηκε.

Βλέποντας την ξανά, παρατηρούσα τη δομή του σεναρίου, τις δόσεις με τις οποίες δίνει τις πληροφορίες, και σε επίπεδο πλοκής, αλλά και σε επίπεδο ιδεών και νοημάτων. Μου αρέσουν τα αστυνομικά, ωστόσο αυτό που θέλει να πει στους «Μεταφραστές» με ενδιαφέρει επίσης, πολύ. Και τα πιο γενικά, πώς για παράδειγμα έχει αλλοτριωθεί ο κόσμος του πνεύματος μέσα από το χρήμα και κάτι που λέει πολύ συχνά για το βιβλίο που είναι στο επίκεντρο της ιστορίας ότι «στο τέλος μένει το κείμενο». Αυτό με συγκινεί πολύ.

-Το δυνατό σημείο μίας ταινίας είναι τελικά το σενάριο;

Η ταινία δεν μπορεί να είναι μόνο το σενάριο. Ο Ρουανσάρ λέει ότι στο τέλος μένει το κείμενο αναφερόμενος στη λογοτεχνία. Γιατί δεν είναι ούτε ο εκδότης, ούτε η έκδοση, ούτε οι πωλήσεις. Είναι το ίδιο το κείμενο. Και η αξία που έχει μέσα στον χρόνο.

-Ρωτώ επειδή πολύ συχνά βλέπουμε μία ταινία, επαινούμε τις ερμηνείες, αλλά στο τέλος διαπιστώνουμε ότι το σενάριο ήταν αδύναμο.

Το έχω δει ακόμη και στο θέατρο. Παραστάσεις με εξαιρετικές ερμηνείες ηθοποιών, αλλά που η σκηνοθεσία είναι προσανατολισμένη προς αυτό: Να επιδείξουν οι ηθοποιοί τις ικανότητες τους. Το οποίο θαυμάζεις. Για ένα τέταρτο. Για μισή ώρα. Αλλά ξέρετε, ο θαυμασμός δεν είναι ένα δυνατό στοιχείο που σου επιτρέπει να συνδεθείς με τον άλλον, με το άλλο.

-Ενώ με μια ιστορία μπορείς να ταυτιστείς.

Όταν τα στοιχεία είναι τόσο ανοιχτά ώστε να μπορέσεις να βρεις κάτι δικό σου σ’ αυτά, κάτι που να σε κινητοποιήσει και να σε κάνει να στοχαστείς, ναι. Αλλά μέσα από τα δικά σου τα βιώματα και όχι μέσα από ιδεολογίες και ιδεολογήματα.

-Η Γαλλία έχει μακρά παράδοση στο σινεμά, είναι μία υπολογίσιμη κινηματογραφική βιομηχανία. Πόσο διαφορετική ήταν η εμπειρία σας σε σχέση με τον ελληνικό κινηματογράφο;

Και εκεί και εδώ οι ταινίες γίνονται με τον ίδιο τρόπο. Πάνω κάτω η οργάνωση που απαιτείται για την παραγωγή μίας ταινίας είναι η ίδια. Πόσο καλύτερα οργανωμένοι είναι οι Γάλλοι; Ναι, είναι, γιατί έχουν πιο πολλά χρήματα και πιο καλή τεχνογνωσία και πολύ καλή υποστήριξη λόγω αυτής της παράδοσης. Να πω ένα παράδειγμα: Μία σκηνή δράσης στη Γαλλία υποστηρίζεται από εταιρεία στάντμεν, κασκαντέρ. Εδώ δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα, γιατί δεν υπάρχει δυνατότητα να υπάρχει τέτοια εταιρεία -ή εάν υπάρχουν είναι ελάχιστες. Όταν στη Γαλλία γυρίζονται τριακόσιες ταινίες τον χρόνο, οι εταιρείες αυτές έχουν λόγο ύπαρξης. Γιατί από τις τριακόσιες ταινίες, οι τριάντα θα χρειαστούν στάντμεν. Όταν στην Ελλάδα γυρίζονται είκοσι ταινίες και μάλιστα, χωρίς σκηνές δράσης απαιτήσεων, καταλαβαίνετε ότι όλα γίνονται εκ των ενόντων.

“Στη Γαλλία έχεις μία απόλυτη αποδοχή. Είναι πολύ πιο γενναιόδωροι οι άνθρωποι. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, τα πράγματα γίνονται πολύ πιο εύκολα. Και πολύ πιο χαρούμενα. Παρότι οι ώρες της δουλειάς είναι περισσότερες”

Υπάρχει μία σκηνή που τρώω μια κουτουλιά στο κεφάλι. Ε, δεν πλησίασε ο συνάδελφος μου παραπάνω από δέκα εκατοστά στο κεφάλι μου. Εάν χρειαστεί μία τέτοια σκηνή στη Γαλλία τη γυρίζει ο στάντμαν. Δεν τη γυρίζει ο ηθοποιός. Γιατί ο ηθοποιός για τον παραγωγό εκεί είναι ένα κεφάλαιο το οποίο δεν θέλει να θέσει σε κίνδυνο. Το οποίο έχει χρυσοπληρώσει και θέλει να του αποδώσει. Και το θέλει υγιή. Και επίσης, χαρούμενο. Και όχι με αγωνία την ώρα που γυρίζει τη σκηνή και πρέπει να συγκεντρωθεί στον ρόλο του. Ενώ εδώ, ξέρουμε περιστατικά όπου συνάδελφοι μου ηθοποιοί κατέληξαν στο νοσοκομείο –συνάδελφος που παρ’ ολίγο να χάσει τι νεφρό του ή το έχασε.

Το κυριότερο όμως, η πιο βασική διαφορά είναι η νοοτροπία. Το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης, ο παραγωγός θα υποστηρίξει μέχρι τέλους την επιλογή του. Θα πει, επέλεξα αυτόν τον άνθρωπο και θέλω να κάνει τη δουλειά του όσο πιο καλά γίνεται και θα του πω, σ’ ευχαριστώ ή μπράβο, για να αισθανθεί καλύτερα και να μου κάνει όσο πιο καλά μπορεί τη δουλειά. Εδώ υπάρχει -και κοινωνικά, όχι μόνο στον χώρο του σινεμά και του θεάτρου- ένα σύμπλεγμα. Όταν πάει κάποιος να κάνει λίγο καλύτερα τη δουλειά του, οι άλλοι αντιδρούν κάπως –… δεν μπορώ να το χαρακτηρίσω ζήλεια. Είναι ένα σύμπλεγμα πολύ περίεργο. Βλέπουμε τον άλλον ως υποψήφιο να μας φάει τη δουλειά.

-Κάτι σαν την ιστορία με την κατσίκα του γείτονα.

Ακριβώς. Και ξαναλέω, δεν είναι μόνο στο σινεμά και στο θέατρο. Όταν λοιπόν, δεις το άλλο, τη διαφορετική νοοτροπία, σε πιάνει λίγο μια στενοχώρια. Εκεί έχεις μία απόλυτη αποδοχή. Είναι πολύ πιο γενναιόδωροι οι άνθρωποι. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, όπως καταλαβαίνετε, τα πράγματα γίνονται πολύ πιο εύκολα. Και πολύ πιο χαρούμενα. Μπορώ να πω ότι οι ώρες της δουλειάς είναι περισσότερες στη Γαλλία: Δέκα ώρες το γύρισμα, συν μία ώρα η προετοιμασία -όλα σε εντατικούς ρυθμούς- συν μία ώρα το διάλειμμα, συνολικά δώδεκα. Συν η μετάβαση. Έμενα δύο ώρες έξω από το Παρίσι, άρα είχα καθημερινά τέσσερις ώρες πήγαινε - έλα. Δεκαέξι ώρες είναι πολλές. Αλλά η κούραση είναι λιγότερη σε αυτό το περιβάλλον. Ίσως έχει να κάνει το γεγονός ότι συνεργάστηκα με μία εταιρεία παραγωγής -μου το είπαν και άλλοι ηθοποιοί- που είναι πιο ανθρώπινη.

Από την άλλη πάλι, δεν δικαιολογούν συμπεριφορές του τύπου, άργησα γιατί είχα πυρετό το βράδυ. Βέβαια, όταν ανέβασα πυρετό -όλοι περάσαμε κάποια ίωση, ήταν και χειμώνας, Γενάρης του 2018- κάλεσαν τον γιατρό. Αλλά δεν θα μπορούσα να πω ότι άργησα γιατί ένιωσα αδιαθεσία. Το θεωρούν λίγο παιδαριώδες.

Σημειώνω δε, ότι οι Γάλλοι αγαπούν πολύ τους Έλληνες.

Οι Βάκχες και η επιστροφή μιας κοινωνίας στην περιοχή της μαγείας

-Οι «Βάκχες» δεν ανήκουν στα έργα - σταρ του αρχαίου δράματος. Δεν είναι «Αντιγόνη», δεν είναι «Μήδεια», δεν είναι «Ιφιγένεια». Εξαιτίας της ιστορίας αυτής καθαυτής ή της δυσκολίας να παρασταθεί;

Και για τα δύο. Είναι πολύ δύσκολο να φτιάξεις ένα χορό αρχαίας τραγωδίας και ειδικά έναν χορό Βακχών. Πρέπει να κάνεις μία μεταφορά σε κάποιον άλλο χώρο, έτσι ώστε ο θεατής να δει σε αυτό κάτι οικείο. Γιατί διαφορετικά, αποδίδοντας το έξαλλο μόνο, κάνεις εικονοποίηση και μάλιστα, κάποιου πράγματος που δεν είναι πολύ σαφές.

Αλλά και νοηματικά, νομίζω. Δεν είναι ένα τόσο πολιτικό, σε πρώτο χρόνο, έργο. Είναι βαθιά φιλοσοφικό. Μιλάει για τη επιστροφή μίας κοινωνίας στην περιοχή της μαγείας, την οποία χρειάζεται ο ορθολογισμός για να μπορεί να υπάρχει και να μην είναι ένα στεγνό, ξερό σύστημα ζωής. Ο Διόνυσος είναι ο φορέας αυτού που λέει ότι υπάρχει και κάτι παραπέρα από αυτό που μπορούμε να διαχειριστούμε με το νου.

-Ότι μόνο μέσω της υπέρβασης μπορείς να ενωθείς μαζί του.

Ότι μόνο μέσω της υπέρβασης μπορείς να ενωθείς μαζί του και με το βάθος της δικής σου ψυχής, και με τον ίδιο σου τον εαυτό. Να γίνεις ένας υποκείμενο και όχι μόνο ένας άνθρωπος ο οποίος στηρίζεται μόνο στη λογική. Αυτό προσπαθεί να κάνει και ο σκηνοθέτης στη δική μας παράσταση.

-Ποιά είναι η πιο συναρπαστική σκηνή του έργου;

Οι «Βάκχες» δεν είναι μόνο φιλοσοφικό, είναι και βαθιά ψυχαναλυτικό έργο -ένα έργο στο οποίο έχει στηριχθεί η μοντέρνα ψυχανάλυση. Μου αρέσει πολύ η σκηνή στην οποία συμμετέχω στην παράσταση, που είναι η εξαγγελία του Β’ Άγγελου, όπου περιγράφει πώς έγινε η σφαγή του Πενθέα από την μητέρα του Αγαύη στον Κιθαιρώνα.

Βάκχες
Βάκχες
Vagelis Poulis

-Σφαγή φρικτή κατά τον Ευριπίδη.

Ναι, τον διαμελίζουν. Από την άλλη, με εντυπωσίαζε πάντα το πώς ο Διόνυσος μετατρέπει τον Πενθέα από έναν εξοργισμένο, περίπου φασίστα, θα τον λέγαμε με σύγχρονους όρους, σε ένα σχεδόν κοριτσάκι. Πώς τον ντύνει με τα ρούχα της μάνας του και τον κάνει να τον υπακούσει. Και πώς μπορεί να χειραγωγηθεί ένας άνθρωπος ο οποίος βασίζεται στον θυμό, στην ανάγκη του για εξουσία και επιβολή στους άλλους. Είναι μία σκηνή που πάντα με γοήτευε και με συγκινούσε βαθιά. Και βέβαια, μετά, ο θρήνος της Αγαύης και του Κάδμου και το πώς το διαχειρίζεσαι για να μην μπεις σε εύκολους, απλούς συναισθηματικούς τρόπους. Να μπορείς να διεγείρεις το συναίσθημα πλαγίως.

-Η ανάγνωση του Χρήστου Σουγάρη θέλει την ιστορία να εκτυλίσσεται με φόντο μία παραμελημένη παιδική χαρά -κατεξοχήν χώρος ανεμελιάς, αφέλειας, παιχνιδιού- όπου ζει και βασιλεύει ένα νεαρό αγόρι, ο Πενθέας. Εκεί καταφθάνει ο νέος θεός Διόνυσος με ομάδα πιστών με σκοπό να εδραιώσει τη λατρεία του στον παρηκμασμένο χώρο. Τι σημαίνει ανεμελιά στην ενήλικη ζωή;

Αχ… (παύση) Για μένα σημαίνει κάτι που το είχα κάποια εποχή -τα χρόνια που ήμουν φοιτητής στο Πολυτεχνείο. Συνήθως οι φοιτητές δικαιούνται να έχουν ανεμελιά. Δεν είναι ακόμη κομμάτια της παραγωγικής διαδικασίας και η κοινωνία τους επιτρέπει να χάνουν τον χρόνο τους, να μπορούν να ονειρεύονται, να ρεμβάζουν. Σημαίνει αυτόν τον ρεμβασμό και τον αναστοχασμό.

Στην ενήλικη ζωή, δεν ξέρω… Πολλά δεν σου επιτρέπουν την ανεμελιά. Από τα πιο προσωπικά σου -η οικογένεια, τα παιδιά σου, η γυναίκα σου, ο σύζυγος σου- μέχρι η δουλειά σου, ο εργοδότης σου και το πρόγραμμα σου. Ως ενήλικας έχεις πιο πολλά εργαλεία για αναστοχασμό. Να μπορείς συνεχώς να βλέπεις τον εαυτό σου, το άμεσο ή το πιο μακρινό παρελθόν σου και να κάνεις μικρές διορθώσεις –όχι μένοντας στο παρελθόν, γιατί κι αυτό μπορεί να γίνει μία προσκόλληση. Οι αντικειμενικές συνθήκες δεν το επιτρέπουν. Δυστυχώς. Και μάλιστα, σε αποτρέπουν. Είμαστε σε διαρκή κρίση και σε συνεχή αγώνα, πώς να ρεμβάσει κανείς; Ο αγώνας, σκέφτεται ο κάθε ένας από μας, είναι να μην πάθω κατάθλιψη, να μην παραιτηθώ, να ρουφάω και την τελευταία ικμάδα της δύναμης μου για να μπορέσω να συνεχίσω, να μην γονατίσω και πέσω κάτω.

“Δεν μπορείς να πας μπροστά μόνο με θυμό ή από αντίδραση και αγανάκτηση. Πρέπει να έχεις κι ένα θετικό πρόταγμα. Πρέπει να δεις ότι είναι ωραία η ζωή. Και νομίζω αυτή τη στιγμή και στην τέχνη είναι πολύ σημαντική θέση. Πρέπει να δείχνει την ομορφιά και τις αξίες της ζωής.”

-Σινεμά ή θέατρο; Πού χτυπάει πιο δυνατά η καρδιά σας;

Όσον αφορά τα συναισθήματα που μου δημιουργεί η δουλειά μου, το θέατρο δεν μπορεί να το ξεπεράσει τίποτα. Γιατί είναι εκείνη την ώρα και το ελέγχεις εσύ απόλυτα. Κι επίσης, επικοινωνείς άμεσα με τον συμπαίκτη σου και το κοινό. Το σινεμά…

-… Είναι του σκηνοθέτη;

Ναι, κι επίσης έχει να κάνει με το μετά. Με το κομμένο και ραμμένο. Κι αυτό έχει μια ευκολία από τη μία μεριά, αλλά δεν σου δίνει και τόσο μεγάλη χαρά από την άλλη. Είναι και πάρα πολύ μικρός ο χρόνος. Θέλει άλλου είδους δεξιότητα.

Πάντως και στο θέατρο και στο σινεμά, για τον κάθε έναν ξεχωριστά κάνεις αυτό που κάνεις. Δεν το κάνεις για όλους μαζί. Ο όρος ‘μέσος θεατής’ είναι μια μεγάλη μπούρδα, ένα επινόημα του συστήματος για να μπορεί να παράγει προϊόντα χαμηλού κόστους -να έχει μεγάλο κέρδος σε σχέση με το κόστος παραγωγής.

Ένα θεατρικό έργο, ένας πίνακας ζωγραφικής δεν είναι μπλου τζιν. Βεβαίως και θέλω να έρθουν σε επαφή μαζί του όσοι πιο πολλοί άνθρωποι, αλλά ο καθένας ξεχωριστά.

-Η διαφήμιση, πέρα από ένα έξτρα εισόδημα, τι σας έχει προσφέρει;

Ένα έξτρα εισόδημα (γέλια). Και λίγο το ότι κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή η ιδιωτικότητα μου. Δεν μπορείς να περπατήσεις εύκολα στον δρόμο χωρίς να ακούσεις κάποιον να λέει κάτι.

-Έχει πλάκα, είναι χαριτωμένο, πάντως.

Είναι. Στην αρχή δεν είχε. Δεν ήμουν συνηθισμένος και με ενοχλούσε. Τώρα έχει. Επανερχόμαστε στον ρεμβασμό. Είχα μάθει να περπατάω στον δρόμο και να χαζεύω. Και να χαζεύω εγώ τους άλλους ανθρώπους. Ήταν μία διαστροφή του επαγγέλματος, αλλά και δική μου συνήθεια. Αλλά όχι για να κοπιάρω, όπως λένε οι ηθοποιοί. Έτσι, χωρίς σκοπό. Τώρα δεν μπορώ να το κάνω, άλλαξαν οι ρόλοι.

Info

Βάκχες του Ευριπίδη

Ο θεός Διόνυσος φθάνει με ανθρώπινη μορφή στη Θήβα, πατρίδα της μητέρας του Σεμέλης, μαζί με τις Βάκχες που τον λατρεύουν για να επιβάλει τη λατρεία του. Ο εξάδελφός του Πενθέας, γιος της Αγαύης και ασκών την εξουσία στην πόλη, προσπαθεί να παρεμποδίσει τη νεόφερτη λατρεία, καταδιώκοντας τις μεταμορφωμένες από το θεό σε μαινάδες γυναίκες της Θήβας και συλλαμβάνοντας τον «μυστηριώδη ξένο» ως λάγνο διαφθορέα τους.

Η απόφασή του να μεταμφιεστεί σε γυναίκα για να τις κατασκοπεύσει σε ώρα έκστασης στον Κιθαιρώνα αποβαίνει μοιραία, αφού τον αντιλαμβάνονται και τον διαμελίζουν. Στις φρικαλεότητες πρωταγωνιστεί η ίδια του η μητέρα, που επιστρέφει στη Θήβα κρατώντας το κεφάλι του και νομίζοντας ότι έχει σφάξει ένα λιοντάρι.

Συντελεστές

Μετάφραση: Θεόδωρος Στεφανόπουλος

Σκηνοθεσία: Χρήστος Σουγάρης

Μουσική: Στέφανος Κορκολής

Σκηνικά - Κουστούμια: Αριστοτέλης Καρανάνος - Αλεξάνδρα Σιάφκου

Κίνηση: Στέφανι Τσάκωνα

Φωτισμοί: Γιάννης Δρακουλαράκος

Βοηθός Σκηνοθέτη: Νικόλας Ιωακειμίδης

Διανομή

Διόνυσος: Γιώργος Κοψιδάς

Τειρεσίας: Νίκος Καρδώνης

Κάδμος: Δημήτρης Ήμελλος

Πενθέας: Στάθης Κόικας

Θεράπων: Κρις Ραντάνοφ

Α΄ Άγγελος: Χριστόδουλος Στυλιανού

Β΄ Άγγελος: Μανώλης Μαυροματάκης

Αγαύη: Νίκη Σερέτη

Βάκχες: Μυρτώ Αλικάκη, Μαρίζα Τσάρη, Γωγώ Καρτσάνα, Ηλέκτρα Σαρρή, Ξένια Ντάνια, Δέσποινα Μαρία Μαρτσέκη

Γυναίκα: Ρούλα Πατεράκη

Άνδρας: Κώστας Λάσκος

Τυμπανιστής: Άρης Καλλέργης

Φωτογραφίες : Βαγγέλης Πούλης
Artwork : Κωνσταντίνος Γεωργαντάς

Παραστάσεις

19/7 Θέατρο Αυλιδείας Αρτέμιδος - Χαλκίδα
23/7 Θέατρο Βράχων
18/8 Θέατρο Φλόκα - Αρχαία Ολυμπία
5/9 Θέατρο Κοζάνης
11/9 Κηποθέατρο Παπάγου
12/9 Βεάκειο

Προπώληση: viva.gr
Τιμές εισιτηρίων : 15 ευρώ (γενική είσοδος), 12 ευρώ (μειωμένο).

Δημοφιλή