Ολυμπία Καράγιωργα: Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια

Εις Μνήμην
.
.
.

Από μια ανάρτηση στα κοινωνικά δίκτυα, πληροφορήθηκα πως «έφυγε» η Ολυμπία Καράγιωργα.

Να πω την αλήθεια, ξαφνιάστηκα. Είχα την εντύπωση πως είχε «φύγει» πιο παλιά.

Συνήθως, όταν «φεύγουν» οι γονείς μας -πάνε 15 πάνω κάτω χρόνια από τότε-, μια σειρά από ανθρώπους που τους γνωρίσαμε με την «διαμεσολάβηση» των γονιών μας, ύστερα από κάποιο διάστημα το υποσυνείδητό μας, τους «καταχωρεί» στο παρελθόν , τους στριμώχνει εκεί.

Την Ολυμπία την Καράγιωργα, την συνάντησα στα τέλη της δεκαετίας του 1960.

‘Ήταν, όταν έχοντας οικογενειακώς αυτοεξορισθεί από την Σαλονίκη στην Αθήνα, λόγω τύφου της μάνας μου- οι γιατροί είχαν επιτακτικά συστήσει την «μετανάστευση» σε ηπιότερο κλίμα- έπρεπε μέσα σ’ ένα καλοκαίρι, στο καλοκαιρινό δίμηνο των σχολικών διακοπών να μάθω Αγγλικά 2 ετών, για να μπορέσω να εισαχθώ σε κάποιο από τα ιδιωτικά σχολεία όπου με προόριζαν οι γεννήτορές μου.

Έτσι, λοιπόν ένα ολάκερο καλοκαίρι επισκεπτόμουν το μικρό υπογειάκι, στο οποίο ήταν εγκατεστημένη η Ολυμπία Καράγιωργα, στις παρυφές του Λυκαβηττού.

Δίδασκε αγγλικά στο Αμερικανικό Κολλέγιο Θηλέων του Ελληνικού, στη Σχολή Μωραΐτη και στο Αμερικανικό Κολλέγιο του Παλαιού Ψυχικού και της Κάντζας. Φουρνιές μαθητών είχαν την εξαιρετική τύχη –και ευτυχία- να τους διδάξει η Ολυμπία Καράγιωργα, η οποία άσκησε το λειτούργημά της αντισυμβατικά, με περίσσιο κέφι και κυρίως δημιουργική φαντασία.

Δεν ανήκα σε αυτούς που ευτύχησαν να μάθουν αγγλικά, υπό το καθεστώς της χρονικής πίεσης του καλοκαιρινού εκείνου διμήνου, «κλώτσαγα» όσο πιο πολύ μπορούσα εν μέσω του «διαπολιτισμικού σοκ» που είχε σπείρει μέσα μου η αναγκαστική μετακόμιση.

Η Ολυμπία Καράγιωργα είχε όμως κάτι το μαγικό, ήταν η δασκάλα με τα χρυσά μάτια, το βλέμμα της, η θεατρικότητα του ήχου της φωνής της σε ταξίδευαν είτε προσπαθούσε να σε «ξεστραβώσει» στα αγγλικά, είτε επειδή «αφηνόταν» και σε ταξίδευε με την ποιητική ματιά της, είτε με τους στίχους που ψιθύριζε. Σαν αναπνοές.

Ποιητικές αναπνοές. Να κάπως έτσι.

Αν ισχύει πως όταν πάει το μυαλό μας σε κάποιον άνθρωπο, τότε μας έρχονται εικόνες, λέξεις, φράσεις που τον περιγράφουν, όπως εμείς νοιώθουμε να τον περιγράφουν, για την Ολυμπία Καράγιωργα, η «φωτογραφία» που έχω ξεκινάει από τις λέξεις «σεμνή», «ασκητική», «λυρική», «ζεστή ψυχή», «μελαγχολία», «φαντασία», «ταξίδι», «ελπίδα», «ονειροπόληση». Αέναη ονειροπόληση:

Την Ολυμπία την Καράγιωργα την θυμάμαι μέσα από 2 φράσεις: «Η Ελλάδα έχει λαλιά που όμορφα θα ταξιδέψει», η πρώτη. «Που πάει το καράβι;», η δεύτερη.

«Η Ελλάδα έχει λαλιά που όμορφα θα ταξιδέψει» λοιπόν.

Έτσι μίλησε η ποιήτρια Ολυμπία Καράγιωργα στις 29 Ιουνίου 2011, στο ξεκίνημα του 22ου «Διεθνούς Συνέδριου Τιμημένων Ποιητών» και του 1ου Μεσογειακού Συνέδριου Ποίησης στη Λάρισα:

«Ένα ανοιχτό καλωσόρισμα σε όλους και ένα ειλικρινές «Ευχαριστώ» στο Διεθνές Συνέδριο Τιμημένων Ποιητών για την τόσο τιμητική πρόσκληση.

Αν και όχι τόσο εύκολο, παρ′ όλ′ αυτά είναι καλό να βγάλει τον ποιητή από εκείνον τον γνωστό ατέλειωτο μονόλογό του όταν μένει μόνος.

Προπαντός όταν αυτός ο μονόλογος γίνεται μπροστά στη θάλασσα, την εξαίσια, αιώνια, φυσική και μεταφυσική ελληνική γαλάζια θάλασσα. Η ψυχή, το Σύμβολο του Κόσμου της Ψυχής, όπως ο Καρλ Γιουνγκ -αυτή η εξαιρετική προσφορά σοφίας και βοήθειας στον κόσμο της Δύσης- ισχυρίζεται ότι είναι.

Ένας Ποιητής ανάμεσα σε άλλους Ποιητές!

Ανακαλύπτοντας τις διαφορές, γλεντώντας τις ομοιότητες.

Τι όμορφα.

Μου ’ρχεται στο μυαλό:

Ο ορισμός της ποίησης από τον 11χρονο μαθητή μου Γιώργο Βούρο -χρόνια πριν- κι εκείνος περιέχει την λέξη ΨΥΧΗ.

Όπως συνήθιζα να κάνω καθημερινά, είχα σταματήσει το κανονικό μάθημα και εκείνη τη μέρα και έβαλα μια ξαφνική ερώτηση. Τη μέρα εκείνη η ερώτηση ήταν:

«Τι είναι Ποίηση;»

Ο Γιώργος έγραψε:

«Ποίηση είναι η γραμμένη Ψυχή του Ανθρώπου».

Ο συγκλονιστικός, «δυνατός», όπως μπορούμε να πούμε εμείς οι Έλληνες, αιγύπτιος ποιητής Ρίφα′ ατ Σαλάμ είπε σε μια συνέντευξη που του είχα πάρει:

«Η Δύση βάζει σε κίνδυνο την Ψυχή της Ανθρωπότητας».

Δεν μίλησε για Οικονομία και δεν μίλησε για Οικολογία. Μίλησε για «Ψυχή».

Αυτό έγινε χρόνια πριν.

Έπιασα τι εννοούσε, τι ακριβώς εννοούσε, πολύ πιο «ρεαλιστικά», αν μπορούμε να το πούμε έτσι, όταν ήμουν φοιτήτρια στο Στάνφορντ και ο καθηγητής, ο αμερικανός καθηγητής που ήταν υπεύθυνος για την εκδρομή εκείνη στο Μεξικό, ήρθε και έπεσε πλάι μου στην άμμο όπου ήμουν ξαπλωμένη και απολάμβανα το τοπίο και ρώτησε:

«Olympia, ποιο είναι το πιο σπουδαίο πράγμα στον κόσμο;» και η ... Olympia με απόλυτη φυσικότητα απάντησε, «Η Αγάπη».

«Ο Θεέ μου, ερχόμουν να σου ζητήσω τα χρήματα που ξέχασες να πληρώσεις για την εκδρομή».

Ήταν απόλυτα σίγουρος πως θα έλεγα, «Το Χρήμα!».

Αυτό ήταν 50 χρόνια πριν!

52 χρόνια αργότερα, βλέπαμε το αποτέλεσμα:

ΤΟ ΧΡΗΜΑ ΕΧΕΙ ΓΙΝΕΙ,

ΤΟ ΧΡΗΜΑ ΕΙΝΑΙ,

το πιο σπουδαίο πράγμα στον κόσμο, με το γνωστό εφιαλτικό αποτέλεσμα. Γιατί;

Γιατί το ΧΡΗΜΑ είναι ΜΕΣΟΝ!

Δεν είναι σκοπός.

Όπως η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.

Κι εκείνη, είναι ΜΕΣΟΝ!

Μέσον για μια σωστή πορεία, για μια σωστή ζωή του Ανθρώπου, της Γης, του Κόσμου.

Και τα δύο έχουν γίνει ΑΠΟΛΥΤΑ, το χρήμα και η ελευθερία, ΑΠΟΛΥΤΕΣ ΑΞΙΕΣ, πάνω από τον ΘΕΟ, τη ΦΥΣΗ, τον ΑΝΘΡΩΠΟ, τα τρία αιώνια ΑΠΟΛΥΤΑ, όπως πιστεύει... απόλυτα ο μεγάλος μας Ποιητής-Φιλόσοφος ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ, που υπήρξε ένα από τα θύματα του απόλυτου ξεπεσμού της ανθρώπινης ζωής στον Β′ Παγκόσμιο Πόλεμο στις παγωμένες κορφές της Πίνδου.

Ήταν μόνο 33 χρόνων.

Ξεκίνησε τη σύγχρονη Ελληνική Ποίηση ελευθερωμένη από την ομοιοκαταληξία, ανακάλυψε και ενθάρρυνε την ποίηση του Ελύτη, με τον ενθουσιασμό και την πίστη του -την ποίηση εκείνου που μια μέρα θα λάβαινε το Βραβείο Νόμπελ, τιμώντας την Ελλάδα- έκανε τον Ελύτη να πει για κείνον πως «Ο Σαραντάρης έστρεψε το κάτοπτρο της ζωής από την ύβριν, στον ύμνο της».

Μια μεγάλη απώλεια. Για την Ελλάδα. Για τον κόσμο. Η Γη είναι στρογγυλή. Όλα επηρεάζουν όλους.

Και δεν ήταν ο μόνος.

Στον Β′ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη διάρκεια της εφιαλτικής γερμανικής κατοχής που ακολούθησε, η Ελλάδα έχασε πολλά (τα πιο πολλά;) από τα πιο σπουδαία παιδιά της - στη μάχη (μάχη άμυνας), στις εκτελέσεις ή στον θάνατο από πείνα στη γερμανική κατοχή που ακολούθησε.

«Μια καινούρια Ελλάδα ετοιμαζόταν να ανθήσει, που ο πόλεμος σταμάτησε στο ξεκίνημά της. Μια φλόγα που δεν πρόλαβε να φωτίσει τον κόσμο», όπως δηλώνει η Λίτσα Παπαντωνίου, μια εξαίρετη Ελληνίδα, στο βιβλίο μου «Γιώργος Σαραντάρης ο Μελλούμενος».

Όμως ο Σαραντάρης είχε χρόνο να προϊδεί πως «Η Ελλάδα έχει λαλιά Που όμορφα θα ταξιδέψει».

Η ποσότητα και η ποιότητα Ποίησης, Πεζογραφίας, Ιστορίας, Δοκίμιου, Θέατρου, Κινηματογράφου, Ζωγραφικής, Χορού, Γλυπτικής, Μουσικής, που γεννιέται καθημερινά στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή, δείχνει πως αυτό ήδη συμβαίνει.

Γιατί;

Γιατί παρ′ όλη τη σχεδόν εφιαλτική εξωτερική καθημερινή πραγματικότητα -και η σημερινή ήταν η χειρότερη, 29 Ιουνίου, ημέρα ψήφισης του Μεσοπρόθεσμου- η ΨΥΧΗ είναι ακόμη δυνατή και παλλόμενη.

Ένα μεγάλο μέρος της ΨΥΧΗΣ του Κόσμου αγκαλιάζει το είναι μας στην Ελλάδα ακόμη.

Της ΨΥΧΗΣ εκείνης που οι ΠΟΙΗΤΕΣ -εσείς οι ποιητές, εμείς οι ποιητές, παντού οι ποιητές- καλούνται να υπηρετήσουν πιο πολύ από ποτέ.

Όχι γράφοντας μόνο Ποίηση, αλλά ζωντανεύοντας την.

Τότε όλα θα τα αγκαλιάσει η χαρά.

Θάλασσες, ποτάμια, ουρανό, ανθρώπους, ζώα, βράχια και φυτά.»

Θα αποχαιρετήσω την δασκάλα με τα χρυσά μάτια με το εισαγωγικό σημείωμα στο «Το μεγάλο κύμα». Στο δικό της μεγάλο κύμα:

«Που πάει το καράβι;»,

«Το εισιτήριό σας.»

«Θα ‘θελα να ‘μαι στη θάλασσα πάνω σ’ ένα καράβι με πανιά και να φυσάει νοτιάς ζεστός κι υγρός, και να μυρίζει αρμύρα. Να ‘χουνε πάει τα δελφίνια να κοιμηθούν κι απάνω στον αφρό να ‘ρχεται η ηχώ απ’ τα όνειρά τους ―― Και το νερό, το κύμα, θα πάψει να ΄ναι ο δρόμος των δυνατών και θα γίνει έτσι που τ’ ονειρεύονται τα παιδιά με πυρετό, χωρίς αύριο και χωρίς χτες, σαν την σιωπή που πέθανε για να γίνει γαλήνη.»

«Το εισιτήριό σας.»

«Που πάει το καράβι;»

Για την Ολυμπία Καράγιωργα, την δασκάλα μου με τα χρυσά μάτια.

***

.
.
.

Μιχάλης Κονιόρδος, αφυπηρετήσας καθηγητής Τμήματος Διοίκησης Τουρισμού στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής

Δημοφιλή