Συλλογή από μαρτυρίες του Ροβήρου Μανθούλη: Μιχάλης Κατσαρός

Συλλογή από μαρτυρίες του Ροβήρου Μανθούλη: Μιχάλης Κατσαρός
benstevens via Getty Images

Δεν ξέρω αν έχω αρκετά μιλήσει και γράψει για τον Μιχάλη Κατσαρό. Του οφείλω μια μακριά και γόνιμη φιλία. Ήμουν ένας αισιόδοξος 18χρονος ποιητής που μόλις είχε εκδώσει την συλλογή του «Σκαλοπάτια» και είχε την περιέργεια να ανέβει τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο «Πατάρι του Λουμίδη». Το Πατάρι ήταν η φωλιά πολλών ανυπεράσπιστων ποιητών που περνούσαν όλο το διάστημα ανάμεσα σε δύο γεύματα συζητώντας. Έτοιμοι να απολογηθούν για τα πάντα.

Ο πρώτος που συνάντησα και που ήταν ο εξομολογητής των νεοφερμένων ήταν ο Κατσαρός. Πολλοί ήταν αυτοί που πηγαινοέρχονταν στο Πατάρι, μια μεγάλη οικογένεια δημιουργών. Ο ποιητής Νίκος Γκάτσος και ζωγράφοι όπως ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Μίνως Αργυράκης. Και μουσικοί όπως ο Μάνος Χατζηδάκις. Ο πιο γνήσιος «Λουμιδικός» από όλους πάντως ήταν ο Κατσαρός. Λουμιδικός του «Παταριού» της Σταδίου, όχι του Λουμίδη της οδού Βαλαωρίτου. Εκεί πήγαινε η «όρθια διανόηση» όπως τους λέγαμε γιατί εκεί δεν είχε καρέκλες, πίναν τον καφέ τους όρθιοι στον πάγκο.

Σε πολλούς οφείλω τα ευτυχισμένα χρόνια που πέρασα στο Πατάρι, αλλά θα σταθώ στον πνευματικό μου φίλο Μιχάλη Κατσαρό, που έμοιαζε με φιγούρα βυζαντινής τοιχογραφίας. Στο Πατάρι ανταλλάσσαμε στίχους. Γίναμε μια μεγάλη παρέα. Γράφαμε ποιήματα ο ένας για τον άλλο. Μάλιστα, μερικοί διασκέδαζαν δημοσιεύοντας ποιήματα με ξένο όνομα και με «fake new» - όπως λέμε σήμερα - ειδήσεις μεγάλου βεληνεκούς που ήταν κατασκευασμένες. Μεγαλοπρεπείς φάρσες. Έτσι κυκλοφόρησαν τα ποιήματα του ανύπαρκτου «μεγάλου Μεξικανού ποιητή Παθανάρες», «μεταφρασμένα» από τον ποιητή Τάσο Παππά, ο οποίος - ύστερα από τις ενθουσιώδεις κριτικές - ανακοίνωσε ότι αυτός τα είχε γράψει.

Η μεγαλύτερη ωστόσο «ποιητική» φάρσα ήταν η δημοσίευση στο περιοδικό «Ποιητική Τέχνη» μιας συνταρακτικής είδησης από τον πόλεμο στην Παλαιστίνη. «Ο διάσημος Άραβας ποιητής Χουσεήν Μπεν Μπενάρες» που πήρε μέρος στις μάχες έξω από τα τείχη της Ιερουσαλήμ σημαδεύει και σκοτώνει έναν Εβραίο μαχητή. Οι Άραβες παίρνουν το ύψωμα και ο Μπεν Μπενάρες σκύβει να δει ποιον σκότωσε. Στις τσέπες του βρίσκει το βιβλίο του (το δικό του, του Χουσεήν Μπεν Μπενάρες!) και λίγες λέξεις γραμμένες στο εσώφυλλο: «Χουσεήν Μπεν Μπενάρες, Άραβα ποιητή, αν ποτέ με σημαδέψεις, χτύπα με κατευθείαν στην καρδιά για να μη μάθεις ποτέ πως είμαι ποιητής».

Η είδηση έκανε τον γύρο όλου του Τύπου. Δεν υπάρχει περιοδικό χωρίς μια συγκινητική επιφυλλίδα για την μονομαχία των δύο αυτών ποιητών. Οι συντάκτες τους δεν ήξεραν πού να κρυφτούν όταν ο άσημος (στην κατεστημένη διανόηση) Γιάννης Β. Ιωαννίδης (1) ανακοίνωσε ότι η είδηση ήταν «fake». Τότε είναι που γράψαμε με τον Κατσαρό ένα δικό μας ποίημα «του διάσημου Ούγγρου ποιητή Μίρο Μάνκα» (ανακατεύοντας τα αρχικά μας).

Είναι η εποχή του Εμφυλίου. Η Ελλάδα ήταν ένα απέραντο στρατόπεδο συγκεντρώσεως αποκλεισμένο από τον υπόλοιπο κόσμο. Ότι έλεγες το παίρναν τοις μετρητοίς. Άλλωστε ο αποκλεισμός της χώρας από τον έξω κόσμο κρατούσε από την Δικτατορία του Μεταξά. Από το 1936, για να μην πω από νωρίτερα. Εμείς οι νεώτεροι ανακαλύπταμε τον υπερρεαλισμό της δεκαετίας του 1920 τριάντα χρόνια αργότερα. Λίγοι ήξεραν καλά γαλλικά για να ενημερώνονται από τα Lettres Françaises. Ο Μιχάλης Κατσαρός είχε γεννηθεί με τον υπερρεαλισμό μέσα του. Οι στίχοι του γίνονται σημείο αναφοράς. Θα απαντήσει με καινούριο ποίημα σε προηγούμενη κριτική αριστερής εφημερίδας. Πολλοί στίχοι που γράφονται εκείνη την εποχή είναι ελαφροί, τους παίρνει κάποτε ο άνεμος και εξαφανίζονται.

Οι στίχοι του Κατσαρού είναι άγκυρες. Βιβλικές άγκυρες. Στα τέλη της ζωής του περιέβρεχε με ποιητικοφιλοσοφικά αποφθέγματα τον αφιλόξενο κόσμο που τον περιέβαλλε. Κάτι ανάλογο με αυτό που έκανε ένας άλλος παράξενος Έλληνας «φιλοσοφικός κλοσάρ», ο Διογένης. Που όταν κάποτε, στην Κόρινθο, τον πλησίασε ο Μέγας Αλέξανδρος και τον ρώτησε αν χρειάζεται τίποτα, ο Διογένης του είπε «Φύγε από μπροστά μου νεαρέ γιατί μου κρύβεις τον ήλιο!». Ο Κυνικός φιλόσοφος περιέβρεχε με καίρια σοφίσματα όσους περνούσαν γελώντας μπροστά από το πιθάρι του. Όπως θα κάνει ο Κατσαρός όταν του έπαιρναν, ειρωνικά, συνεντεύξεις μερικοί αρχάριοι δημοσιογράφοι.

Ήταν η εποχή που τελείωνε ο Εμφύλιος. Μιλούσαμε ποιητικά για να μην μας καταλαβαίνουν τα παλικάρια της ΚΥΠ που ερχόταν να καθίσουν δίπλα μας ντυμένοι «καλλιτεχνικά». Τέλη του 1949 περίμενα την άδεια για να βγάλω διαβατήριο και να πάω στην Αμερική για σπουδές. Πηγαίναμε κάθε μέρα παρέα με τον Μιχάλη στο Υπουργείο Στρατιωτικών και ρωτούσαμε αν βγήκε η άδεια. Τελικά η άδεια βγήκε και αποχωριστήκαμε. Ύστερα από 4 χρόνια ξαναβρεθήκαμε στο ίδιο τραπέζι, στις ίδιες καρέκλες να μου διαβάζει ο Μιχάλης από το Βήμα την περιγραφή της εκτέλεσης τους ζεύγους Ρόζεμπεργκ. Που σφράγιζε τις Μακαρθικές διώξεις στην Αμερική. Η περιγραφή τελείωνε με την φράση «και άφησαν δύο παιδιά, τον Μάiκ (ο Μιχάλης έδειξε τον εαυτό του) και τον Ρόμπυ (και έδειξε εμένα). Αυτά τα δύο ονόματα μας έμειναν για χρόνια.

Ο Μιχάλης είχε βγάλει και δεύτερη συλλογή και ήταν ήδη ο γνωστότερος όλων μας. Δικαίως, γιατί ήταν ο πιο καίριος και αισθαντικός στην ποιητική γλώσσα και στα ποιητικά μηνύματα από όλους μας. Δάσκαλός μου στην ποίηση ήταν ο Νικηφόρος Βρεττάκος, συνέταιρός μου ήταν ο Κατσαρός. Μάλιστα ιδρύσαμε μια μέρα και εταιρία παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών! Που διαλύθηκε ύστερα από δύο μήνες. Μην παίρνετε ποιητές για συνεταίρους. Ο Μιχάλης έμενε οικογενειακώς στο Δήμο Ζωγράφου. (Σύζυγός του η εξαίσια ζωγράφος Κούλα Μαραγκοπούλου). Είχε μάθει λοιπόν από τον Δήμαρχο ότι ετοίμαζε να βάλει στην πλατεία δύο - τρεις κούνιες για παιδιά και ήθελε να κινηματογραφηθεί ο λόγος που θα έβγαζε στην τελετή. Θα ήταν η πρώτη μου ταινία. Την τραβήξαμε με ένα συνεργείο εξίσου αρχάριο με μας. Η εικόνα ήταν καλή αλλά η φωνή του Δημάρχου έτριζε. Δεν καταλάβαινες τι έλεγε. Αναγκαστήκαμε να βάλουμε υποτίτλους! Ήταν η πρώτη - και μάλλον η μόνη - ελληνική ταινία με ελληνικούς υποτίτλους! ο Μιχάλης είπε στον Δήμαρχο ότι επρόκειτο για μια καινοτομία του μοντέρνου κινηματογράφου.

Και επιστρέψαμε στο Πατάρι. Το οποίο γέμιζε κόσμο. Κατέφτασε ο Δημήτρης Χριστοδούλου με τα εκρηκτικά ποιήματά του τα εμπνευσμένα από τον εμφύλιο. Ήρθε και ο Λεωνίδας Ζενάκος στην παρέα και στη φιλία. Άναβαν οι συζητήσεις κι′ ένα βράδυ έκλεισε το μαγαζί και μας ξέχασαν κλειδωμένους στο Πατάρι! Το μαγαζί είχε τηλέφωνο, τηλεφωνήσαμε στην Πυροσβεστική και μας έβγαλαν από ένα παράθυρο του Λουμίδη στη Στοά Νικολούδη.

Κάποτε ο Δημήτρης άλλαξε καφενείο και φίλους, ο Λεωνίδας πήγε δημοσιογράφος στο Βήμα κι′ εγώ στις κινηματογραφικές μου περιπέτειες. Ο Μιχάλης άρχισε να ζωγραφίζει και να επισκέπτεται τους φίλους του ψάχνοντας για αγοραστές. Τον Νοέμβριο του 1966 ήρθε μια μέρα στο γραφείο μου να με συγχαρεί για το βραβείο μου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και μου άφησε ένα μάτσο σχέδια ως δώρο. Ήταν η τελευταία φορά που τον είδα.

Ο Μιχάλης είναι μεγάλος ποιητής και παρεξηγημένος καλλιτέχνης. Μας χώρισε η Χούντα. Είχε δηλητηριαστεί από τα 7 χρόνια Δικτατορίας. Όλοι του οι φίλοι είχαν αλλάξει καφενείο. Αλλά στο εξωτερικό! Στη Ρώμη, στο Λονδίνο, στο Παρίσι (όπως εγώ). Από τα γράμματα που μου έστελνε κατάλαβα πως είχε άγρια τραυματιστεί. Όλοι μ′ εγκαταλείψατε έλεγε. Το Πατάρι άδειασε και ο Μιχάλης, αγανακτισμένος, γύριζε στους δρόμους «ψάχνοντας για ανθρώπους» ως άλλος Διογένης.

(1) Βλ. Ρ. Μανθούλη «Ο Κόσμος κατ′ εμέ».

Δημοφιλή