Τι διαβάζουμε τώρα: 4 βιβλία που μόλις κυκλοφόρησαν για το Σαββατοκύριακο

Το ανέκδοτο μυθιστόρημα του νομπελίστα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, η συγκλονιστική επιστροφή του Σαλμάν Ρούσντι στον τόπο του εγκλήματος και άλλες ιστορίες.
 (Photo by Paulo Amorim/NurPhoto via Getty Images)
(Photo by Paulo Amorim/NurPhoto via Getty Images)
NurPhoto via Getty Images

Τέσσερα βιβλία, τέσσερις ιστορίες για αυτό το ηλιόλουστο Σαββατοκύριακο στα μέσα του Απριλίου. Τι διαβάζουμε τώρα.

«Τα λέμε τον Αύγουστο» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (εκδόσεις Ψυχογιός, μετάφραση Δέσποινα Δρακάκη)

Καθισμένη μόνη δίπλα στα καταγάλανα νερά της λιμνοθάλασσας, η Άνα Μαγκνταλένα Μπαχ περιεργάζεται τους άντρες στο μπαρ του ξενοδοχείου. Έχει δύο παιδιά από έναν ευτυχισμένο γάμο εδώ και είκοσι επτά χρόνια από τον οποίο δεν έχει κανένα λόγο να θέλει να ξεφύγει. Κι όμως, κάθε Αύγουστο, ταξιδεύει με το φέρι μέχρι το νησί όπου είναι θαμμένη η μητέρα της, και για μια νύχτα βρίσκει έναν νέο εραστή. Μέσα σε αποπνικτικές βραδιές της Καραϊβικής, γεμάτες σάλσα και μπολέρο, η Άνα ταξιδεύει κάθε χρόνο πιο βαθιά στην ενδοχώρα του πόθου της και των φόβων της καρδιάς της.

Το ανέκδοτο μυθιστόρημα «En Agosto Nos Vemos» του νομπελίστα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, η κυκλοφορία του οποίου ανακοινώθηκε πριν από έναν χρόνο από τον εκδοτικό οίκο Penguin Random House, προκαλώντας ενθουσιασμό στους λάτρεις του έργου του πατριάρχη του λατινομερικανικού μαγικού ρεαλισμού, αλλά και συζητήσεις για το εάν το ημιτελές έργο θα πρέπει να εκδοθεί μετά θάνατον, μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά.

Όπως εξηγούν στον πρόλογο, τα παιδιά του Μάρκες, Ροντρίγκο και Γκονσάλο Γκαρσία Μπάρτσα -τα οποία και έλαβαν την απόφαση για τη μετά θάνατον κυκλοφορία του εν λόγω έργου- «… Το Τα λέμε τον Αύγουστο ήταν ο καρπός της τελευταίας του απόπειρας να συνεχίσει να δημιουργεί κόντρα στον άνεμο και στο κύμα. Η όλη διαδικασία ήταν ένας αγώνας δρόμου ανάμεσα στην τελειομανία του καλλιτέχνη και στην εξασθένηση των νοητικών του ικανοτήτων. Το πολύχρονο πηγαινέλα των πολλών και διαφορετικών εκδοχών του κειμένου το έχει περιγράψει λεπτομερώς στο σημείωμά του γι’ αυτή την έκδοση ο φίλος μας Κριστόμπαλ Πέρα, πολύ καλύτερα απ’ όσο θα μπορούσαμε εμείς. Στο παρελθόν το μόνο που γνωρίζαμε ήταν η ετυμηγορία του Γκάμπο: ‘Το βιβλίο αυτό δεν αξίζει και πρέπει να καταστραφεί’. Δεν το καταστρέψαμε, το αφήσαμε όμως στην άκρη, με την ελπίδα ότι ο χρόνος θα αποφάσιζε για την τύχη του. Διαβάζοντάς το ξανά σχεδόν δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του, ανακαλύψαμε ότι το κείμενο είχε πολλά και ιδιαιτέρως απολαυστικά χαρίσματα. Πράγματι δεν είναι τόσο στρωτό όσο τα κορυφαία του έργα. Έχει κάποιες ελλείψεις και κάποιες μικροαντιφάσεις, τίποτα όμως που να σου στερεί εκείνα που κάνουν το έργο του Γκάμπο ξεχωριστό: την επινοητική του ικανότητα, την ποίηση της γλώσσας, τη σαγηνευτική αφήγηση, την κατανόηση της ανθρώπινης ύπαρξης και την αγάπη του για τα βιώματα και τις ατυχίες των ανθρώπων, ιδίως στον ερωτικό τομέα…».

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες παραμένει ο πιο μεταφρασμένος ισπανόφωνος συγγραφέας στον κόσμο. Διασημότερο βιβλίο του είναι το μνημειώδες μυθιστόρημα «Εκατό Χρόνια Μοναξιά», που αφηγείται την ιστορία των Μπουενδία, μίας δαιδαλώδους οικογένειας στη φανταστική πόλη Μακόντο, το οποίο κυκλοφόρησε το 1967 και η παγκόσμια επιτυχία του κατέστησε τον Γκάμπο έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Η απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1982 ήταν η απόλυτη αναγνώριση και δικαίωση: Ο Μάρκες ήταν πλέον ένας σταρ της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

«Μαχαίρι» του Σαλμάν Ρούσντι (εκδόσεις Ψυχογιός, μετάφραση Γιώργος Μπλάνας, θεώρηση - επιμέλεια μετάφρασης Δημήτρης Δουλγερίδης)

«... Είχαν περάσει τριαντατριάμισι χρόνια από τη διαβόητη εντολή θανάτου του Αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί εναντίον μου και εναντίον όσων εμπλέκονταν στην έκδοση των Σατανικών Στίχων. Ομολογώ ότι στη διάρκεια αυτών των χρόνων φανταζόμουν συχνά έναν αόρατο δολοφόνο να σηκώνεται σε κάποιο δημόσιο φόρουμ και να έρχεται καταπάνω μου ακριβώς με αυτόν τον τρόπο. Έτσι, η πρώτη μου σκέψη όταν είδα τη δολοφονική φιγούρα να τρέχει ορμητικά προς το μέρος μου ήταν: Εσύ είσαι λοιπόν. Ήρθες. Λέγεται πως τα τελευταία λόγια του Χένρι Τζέιμς ήταν: ΄Ήρθε λοιπόν επιτέλους αυτό το ξεχωριστό πράγμα. Ο θάνατος ερχόταν και σε μένα, αλλά δεν μου φάνηκε ξεχωριστός. Μου φάνηκε ότι εμφανίστηκε σε λάθος χρόνος…».

Δύο χρόνια μετά τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του ο Σαλμάν Ρούσντι επιστρέφει -κυριολεκτικά και μεταφορικά- στον τόπο του εγκλήματος με έναν μοναδικό τρόπο αφήγησης.

Ξαναθυμάται την επίθεση του εικοσιτετράχρονου Χάντι Ματάρ στο Ίδρυμα Τσατάκουα της Νέας Υόρκης, τον Αύγουστο του 2022, εισχωρεί στο μυαλό του επίδοξου δολοφόνου του για να ψάξει απαντήσεις, εκφράζει την ευγνωμοσύνη του για τους ανθρώπους που τον βοήθησαν από τα πρώτα λεπτά, που έμειναν στο πλευρό του, που έδειξαν αλληλεγγύη παντού στον κόσμο.

Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο είναι καθηλωτική για τους αναγνώστες των μυθιστορημάτων του, αλλά όχι μόνο. Η φωνή του είναι η φωνή ενός υπερασπιστή της ελευθερίας της έκφρασης σε έναν κόσμο που διέρχεται μόνιμη κρίση. Το Μαχαίρι αποτελεί μια έκκληση προς τον ελεύθερο κόσμο να αντισταθεί στην επέλαση του αυταρχισμού και της λογοκρισίας. Μια έκκληση για περισσότερη ελευθερία και δημοκρατία, σεβασμό στη διαφορετικότητα και την άποψη των άλλων.

Ο Ρούσντι βάζει το δάχτυλο στη δική του πληγή μιλώντας εξ ονόματος όλων όσοι πιστεύουν ακόμη ότι η γλώσσα μπορεί να γίνει ασπίδα μπροστά στα μαχαίρια της βίας.

«Κυρά Κυραλίνα» του Istrati Panait (εκδόσεις Μεταίμιο, μετάφραση Ρίτα Κολαΐτη, επίμετρο Σταύρος Ζουμπουλάκης)

Η Κυρά Κυραλίνα δημοσιεύεται πρώτη φορά στις 15 Αυγούστου 1923. Ο Παναϊτ Ιστράτι (Γεράσιμος Βαλσαμής), «γεννημένος μυθογράφος», «μυθογράφος της Ανατολής», όπως τον αποκαλεί ο Ρομαίν Ρολάν, πλανόβιος και ταξιδευτής, αφού σεργιανίσει στα σοκάκια του κοσμοπολίτικου λιμανιού της γενέτειράς του, της Βραΐλας, και συναναστραφεί τους ανθρώπους του, θα γνωρίσει τις χώρες της Ανατολής αλλά και της Ευρώπης. Θα διαποτιστεί από τις κουλτούρες τους, θα μάθει τις γλώσσες τους.

Σε αυτό το βιβλίο ξεδιπλώνονται οι περιπέτειες δυο πανέμορφων Κυράδων, μάνας και θυγατέρας, που η μία βρήκε τον θάνατο από έναν βάρβαρο σύζυγο και η άλλη κατέληξε σκλάβα σε χαρέμι. Γυναίκες λάγνες, ντυμένες με ακριβές φορεσιές, στολισμένες με πλουμίδια, φτιασιδωμένες με μαεστρία, ποθητές. Στο σπίτι τους, οι καπνοί από τους ναργιλέδες, οι μελωδίες των τραγουδιών, οι χοροί που ξετρελαίνουν τους άντρες, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα μοναδική. Ολόγυρά τους, ένας κόσμος σαγηνευτικός, πλούσιοι έμποροι, άρχοντες, αλλά και χαμάληδες του λιμανιού, μικροπωλητές, κοντραμπαντιέρηδες. Κάτι σαν τις «Χίλιες και μια νύχτες», όπου οι ιστορίες χάνονται η μια μέσα στην άλλη.

Η Κυρά Κυραλίνα και ο αφηγητής-αδελφός της είναι οι αντιπροσωπευτικές φιγούρες ενός πολυπολιτισμικού, πολύγλωσσου κόσμου όπως εκείνος που έζησε ο ίδιος ο Ιστράτι. Ρουμάνοι, Έλληνες, Αλβανοί, Τούρκοι, Αρμένιοι, Ρώσοι, τσιγγάνοι δημιουργούν ένα παλίμψηστο διάσπαρτο από εκφράσεις, παροιμίες, βρισιές, ονόματα από διάφορες γλώσσες όπου στολίζουν περίτεχνα ένα κείμενο γραμμένο στα γαλλικά, τα οποία ο συγγραφέας έμαθε μόνος του διαβάζοντας Γάλλους κλασικούς και σεργιανίζοντας στους δρόμους και στα καπηλειά της Γαλλίας.

Ο Σταύρος είναι ο πρωταγωνιστής, μα η νουβέλα παίρνει για τίτλο της το όνομα της αδερφής του (όπως την ονόμασε ουσιαστικά ένας θείος του, αδερφός της μάνας του, που πρόσθεσε το Κυραλίνα στο Κυρά). Σωστά πάντως ο Ιστράτι τιτλοφόρησε τη νουβέλα του Κυρά Κυραλίνα, όχι μόνο επειδή το όνομα είναι εύηχο και εξωτικό, αλλά γιατί η αδερφή του Σταύρου ορίζει το κέντρο της ζωής του, είναι το μόνο πλάσμα που αγάπησε πραγματικά, ευχόταν να χαθεί ο ίδιος για να ζήσει εκείνη. Όλες οι δικές του περιπέτειες συνδέονται με την Κυρά και με τη μάταιη αναζήτησή της.

Όπως όμως συμβαίνει σε αυτού του είδους τη λογοτεχνία, αιώνιο πρότυπο της οποίας είναι οι Χίλιες και μια νύχτες ή τα λεγόμενα στα καθ’ ημάς Παραμύθια της Χαλιμάς, οι ιστορίες αυτές φέρνουν μαζί τους και άλλες μικρότερες ιστορίες, «όπως πάμε να πάρουμε ένα κεράσι και σηκώνονται μαζί του άλλα δέκα». Από το Επίμετρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη

«Η αριθμητική της οικογένειας» της Πιλάρ Τένα (εκδόσεις Βακχικόν, μετάφραση Τίνα Τερζιώτη)

Οικογένεια. Ένας τόπος κοινός για όλους, μα διαφορετικός για τον καθένα μας. Εκείνος ο χώρος που εξαρχής μας δομεί αλλά και μας αποδομεί, μας φροντίζει και μας παραμελεί, μας στηρίζει και μας οδηγεί στην απόλυτη καταστροφή.

Δύο ξαδέλφες που περνούν μαζί τις καλοκαιρινές τους διακοπές, ένα γιορτινό οικογενειακό τραπέζι, ένας γάμος, ένας θάνατος, σκηνές καθημερινές και οικείες, είναι λίγες μόνο από τις ιστορίες που απαρτίζουν την Αριθμητική της οικογένειας. Ένα βιβλίο για την αγάπη, την απώλεια, την προδοσία, την κακοποίηση, τη νοσταλγία.

Η συγγραφέας εμβαθύνει στις ανθρώπινες σχέσεις επιχειρώντας να ερμηνεύσει μέσα από τους φανταστικούς χαρακτήρες της όσα δεν κατάφερε να κατανοήσει στην πραγματική ζωή, προσφέροντας στον αναγνώστη μία ολόκληρη προσωπική γεωγραφία, ένα παιχνίδι συναισθημάτων, μία μοναδική εξιστόρηση.

Η Πιλάρ Τένα (Pilar Tena) είναι απόφοιτη νομικής και δημοσιογραφίας, και έχει αναλάβει θέσεις ευθύνης σε πολυάριθμα ινστιτούτα και οργανισμούς του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα της Ισπανίας (ενδεικτικά: Real Instituto Elcano, Ίδρυμα Spain ’92 στη Νέα Υόρκη, συντονίστρια για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα κ.ά.).

Σήμερα ζει στην Αθήνα, όπου είναι διευθύντρια του Ινστιτούτου Θερβάντες στην Ελλάδα, ενώ την περίοδο 2017 - 2022 ήταν του αντίστοιχου της Ολλανδίας. Έχει ζήσει και εργαστεί σε διάφορες πόλεις, όπως Δουβλίνο, Άμστερνταμ, Μοντεβιδέο, Λονδίνο, Νέο Δελχί, Σίδνεϊ, Νέα Υόρκη, Γενεύη και Στοκχόλμη.

Έχει εκδώσει τρία μυθιστορήματα, δύο συλλογές διηγημάτων και ένα δοκίμιο, και αυτή την εποχή γράφει το νέο της έργο, ένα θρίλερ που εκτυλίσσεται στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ’90. Η αριθμητική της οικογένειας είναι το πρώτο βιβλίο της που μεταφράζεται στα ελληνικά.

Δημοφιλή