Το «λευκό» ως ψήφος αμφισβήτησης (;)

Με ποιο σκεπτικό οι λευκές έγκυρες ψήφοι καταγράφονται χωριστά;
.
.
Eurokinissi

Ενόψει των επικείμενων εκλογών της 21ης Μαΐου είναι χρήσιμο να εξετάσουμε το ζήτημα της λευκής ψήφου, την οποία συχνά οι εκλογείς αντιλαμβάνονται ως επιλογή αμφισβήτησης ή και αποδοκιμασίας των υποψήφιων κομμάτων και των μεμονωμένων υποψηφίων, ενώ δεν είναι αμελητέα και η παραφιλολογία ότι το λευκό “πηγαίνει υπέρ του πρώτου κόμματος”.

Σύμφωνα με την ισχύουσα εκλογική νομοθεσία, οι ψήφοι διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες που καταγράφονται χωριστά:

Α) τα έγκυρα υπέρ συνδυασμού ή υποψηφίων

Β) τα έγκυρα λευκά και

Γ) τα άκυρα.

Η πρώτη διαπίστωση που αφορά τον σκοπό του συγκεκριμένου άρθρου αφορά στην κατάταξη των λευκών ψηφοδελτίων στα έγκυρα επί της οποίας τα αρμόδια όργανα ομοφωνούν. Άλλωστε, η συνταγματική αρχή της πολιτικής ισότητας ενέχει την εκδοχή αφενός της αριθμητικής ισότητας (κάθε εκλογέας έχει μία ψήφο), αφετέρου της αρχής ισοδυναμίας της ψήφου (κάθε ψήφος έχει την ίδια νομική βαρύτητα).

Η δεύτερη κρίσιμη παρατήρηση επικεντρώνεται στο γεγονός χωριστής καταγραφής της λευκής ψήφου, αν και χαρακτηρίζεται έγκυρη.

Με ποιο σκεπτικό οι λευκές έγκυρες ψήφοι καταγράφονται χωριστά; Τι σημαίνει η συγκεκριμένη χωριστή καταγραφή για το εκλογικό αποτέλεσμα; Πώς θα το διαφοροποιούσε η προσμέτρηση των λευκών ψηφοδελτίων στα έγκυρα της πρώτης κατηγορίας;

Το εκλογικό μέτρο

Η κατανομή των εδρών μεταξύ των συνδυασμών και των υποψηφίων σε κάθε εκλογικό σύστημα (απλή ή ενισχυμένη αναλογική) πραγματοποιείται με βάση το εκλογικό μέτρο. Λέγοντας “εκλογικό μέτρο” εννοούμε τον τρόπο με τον οποίο υπολογίζεται ο αριθμός των βουλευτικών εδρών που κατανέμεται σε κάθε εκλογική περιφέρεια.

Συγκεκριμένα, πρόκειται για το πηλίκο που προκύπτει αν διαιρέσουμε τα έγκυρα ψηφοδέλτια μιας εκλογικής περιφέρειας με τον αριθμό των εδρών της, δηλαδή οι ψήφοι που απαιτούνται για μία έδρα.

Η απολύτως καίρια παράμετρος αφορά τα έγκυρα ψηφοδέλτια που αποτελούν τον διαιρετέο αριθμό. Έχει, ως προς αυτό, ιδιαίτερο ενδιαφέρον να επισημάνουμε ότι από τα έγκυρα ψηφοδέλτια υπολογισμού του εκλογικού μέτρου εξαιρούνται τα λευκά.

Ας δούμε με βάση τα παρακάτω παραδείγματα πώς θα διαφοροποιούσε το αποτέλεσμα ο συνυπολογισμός των έγκυρων λευκών ψήφων στο εκλογικό μέτρο από κοινού με τις ψήφους που εκφράζουν προτίμηση υπέρ συνδυασμού ή μεμονωμένου υποψηφίου και όχι σε ξεχωριστή κατηγορία όπως ισχύει.

Α) Χωριστή καταγραφή λευκών ψήφοδελτίων

.
.
.

Β) Συνυπολογισμός λευκών στα έγκυρα υπέρ υποψηφίων και συνδυασμών

.
.
.

Με τον συνυπολογισμό των λευκών ψηφοδελτίων στα έγκυρα το εκλογικό μέτρο αυξάνεται, δηλαδή ένας συνδυασμός/υποψήφιος χρειάζεται περισσότερες ψήφους για να λάβει μία έδρα από ό,τι με τη χωριστή καταγραφή των λευκών.

Αντίθετα, η εξαίρεση των λευκών από τον υπολογισμό του εκλογικού μέτρου καθιστά πιο εύκολη, καθότι λιγότερο απαιτητική σε ψήφους προτίμησης, τη συγκέντρωση εδρών. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το λευκό δεν παράγει έννομα αποτελέσματα αν και χαρακτηρίζεται έγκυρη ψήφος, γεγονός που παρουσιάζει ενδιαφέρον αναφορικά με τη νομική διάσταση της χωριστής καταγραφής και την πολιτική σκοπιμότητα που υποδηλώνει.

Λευκό ίσον άκυρο – Πώς αλλοιώνεται το εκλογικό αποτέλεσμα και παραβιάζεται το Σύνταγμα

Το σκεπτικό αναφορικά με τον αποκλεισμό των λευκών ψηφοδελτίων από το εκλογικό μέτρο επιβεβαιώνει το περιοριστικό όριο αμφισβήτησης του καθεστώτος. Βασίστηκε δε, σε δύο επιχειρήματα.

Πρώτον, στον ισχυρισμό ότι η εξαίρεσή τους ευνοεί τον σχηματισμό σταθερών κυβερνήσεων και αποτρέπει την ακυβερνησία.

Δεύτερον, στη θέση ότι ο εκλογέας έχει το δικαίωμα να εκδηλώσει την πολιτική του βούληση με αρνητική ψήφο αποδοκιμασίας όλων των εκλογικών σχηματισμών ρίχνοντας στην κάλπη λευκό ψηφοδέλτιο που αποτυπώνεται στους πίνακες των αποτελεσμάτων των εκλογών.

Σύμφωνα όμως με την απόφαση 12/2005 του ΑΕΔ (Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο για τις εκλογές),Οι διατάξεις των άρθρων 98 παράγραφος 4 και 99 παράγραφος 3 και 4 του εκλογικού νόμου, καθόσον δεν επιβάλλουν τον υπολογισμό και των λευκών ψηφοδελτίων στην εξαγωγή του εκλογικού μέτρου παρά το ότι αυτά γίνονται με άλλες διατάξεις ίδιου νόμου δεκτά ως έγκυρες ψήφοι, θίγουν τον πυρήνα της λαϊκής κυριαρχίας και την ισότητα της ψήφου και είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα”.

Κατά το ΑΕΔ, κάθε έγκυρη ψήφος πρέπει να έχει ίση μεταχείριση, δηλαδή να συνυπολογίζεται για την εξεύρεση του εκλογικού μέτρου, ως ελάχιστη έννομη συνέπεια της εγκυρότητάς της. Το αντίθετο πρακτικά ισοδυναμεί με εξομοίωση των λευκών ψήφων προς τις άκυρες, αχρηστεύει εκ των προτέρων την εγκυρότητα τους και αποτελεί στρέβλωση της βούλησης των εκλογέων, που απλώς εκφράζεται. Γνωρίζοντας ότι η προτίμησή τους θα αποτυπωθεί στατιστικά και μόνο, εγκλωβίζονται σε μία καταναγκαστική, εντέχνως κατευθυνόμενη “επιλογή” υφιστάμενων υποψηφίων και συνδυασμών, που σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνεται στην αυθεντική τους προτίμηση.

Εύλογα συνάγεται από τα παραπάνω ότι η προσβολή του πυρήνα του εκλογικού δικαιώματος, της ισότητας της ψήφου, της γνησιότητας και της αυθεντικότητας της εκλογικής βούλησης όχι μόνο αλλοιώνουν το εκλογικό αποτέλεσμα θέτοντας ζήτημα εγκυρότητας όσων εκλογών δεν έχουν προσμετρήσει την έγκυρη λευκή ψήφο στο εκλογικό μέτρο έως σήμερα.

Συνιστούν, επιπλέον, κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος που ορίζει τη λαϊκή κυριαρχία ως θεμέλιο της δημοκρατικής πολιτείας, καθώς αντίκεινται στον συνταγματικό κανόνα της υποχρεωτικής παροχής, έστω, δυνατότητας συνεκτίμησης της λευκής ψήφου στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος. Θέτουν δε, σαφές ζήτημα “συγκαλυμμένης οριοθέτησης της αμφισβήτησης από το πολίτευμα της αιρετής μοναρχίας που καθιερώνει το Σύνταγμα”, όπως εύστοχα επισημαίνει ο καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης.

Δημοφιλή