Βλαδίμηρος Συμεωνίδης: «Έστω διαδικτυακά επικοινωνούμε και γιατρεύουμε την ψυχή μας»

Ο καταξιωμένος αρχιμουσικός και καθηγητής στο Α.Π.Θ. μιλά για τα πρώτα του βήματα, αλλά και για το μέλλον της κλασικής και συμφωνικής μουσικής στη χώρα μας:
.
.
Huffpost GR

Εν μέσω δοκιμών για τη διαδικτυακή συναυλία της ΚΟΑ, Συνθέτες Συνθέτουν Συνθέτες, που θα προβληθεί στις 29 Νοεμβρίου ο καταξιωμένος αρχιμουσικός και καθηγητής στο Α.Π.Θ. Βλαδίμηρος Συμεωνίδης μιλά για τα πρώτα του βήματα, το παρελθόν αλλά και το – ιδιαίτερα ευοίωνο – μέλλον της κλασικής και συμφωνικής μουσικής στη χώρα μας:

Σε παλαιότερη συνέντευξή σας έχετε πει ότι «Η κλασική μουσική δεν προορίζεται μόνο για ηλικιωμένους με βάτες, κουστούμια και γούνες». Έχετε παρατηρήσει αυτή τη διεύρυνση του ακροατηρίου (ηλικιακά, αλλά και κοινωνικά) κατά τη διάρκεια της καριέρας σας;

Για να αποφύγουμε οποιαδήποτε παρεξήγηση, όταν ανέφερα τους ηλικιωμένους σ’ εκείνη τη συνέντευξη, δεν επρόκειτο φυσικά για μομφή απέναντί τους. Αντιθέτως, ήδη από τα χρόνια των σπουδών μου στη Βιέννη, χαιρόμουν που σε καφέ, εστιατόρια, χώρους συναθροίσεων, έβλεπες όλες τις ηλικίες ταυτοχρόνως. Κάτι που στην Ελλάδα δεν συνηθίζεται τόσο, αφού οι χώροι εστίασης και διασκέδασης θα έλεγε κάποιος ότι είναι κάπως «χωρισμένοι». Έτσι ακριβώς και για τις συναυλίες, έτσι το είχα πει τότε. Θα ήθελα να βλέπω δίπλα στους ηλικιωμένους και δίπλα στις κυρίες με τις γούνες, θα ήθελα να βλέπω όλες τις ηλικίες να στέκονται ισότιμα και να απολαμβάνουν με τον ίδιο τρόπο αυτό το πολύ ωραίο αγαθό της κλασικής μουσικής. Σχετικά με τη διεύρυνση του ακροατηρίου, θα έλεγα πως ναι, υπάρχει. Ακόμα και το γεγονός ότι έχει εγκαταλειφθεί ο αυστηρός ενδυματολογικός κώδικας πιστεύω πως είναι ήδη μία μεγάλη πρόοδος κι έχει φέρει αρκετά περισσότερους νέους ανθρώπους στον δικό μας χώρο.

Πώς πιστεύετε ότι μπορεί η κλασική μουσική να ανοιχθεί σε πλατύτερα ακροατήρια;

Αυτό θα συμβεί όταν σταματήσουμε να αναπαράγουμε τα στερεότυπα, που θέλουν τους ανθρώπους που ασχολούνται με την κλασική και συμφωνική μουσική να είναι «σπασίκλες», υπερβολικά σοβαροί, να μην αναμειγνύονται με την κανονική ζωή. Υπάρχει αυτό το στερεότυπο κι αναπαράγεται ακόμη και σήμερα δυστυχώς, σε συζητήσεις, τηλεοπτικές σειρές κλπ. Ακόμα και το γεγονός ότι τα τηλεοπτικά κανάλια επιλέγουν να παρουσιάσουν κάποιο πρόγραμμα κλασικής μουσικής μόνο τη Μεγάλη Εβδομάδα ή τα Χριστούγεννα, αυτό δημιουργεί καταστροφικούς συνειρμούς. Είναι άδικο το να μην μπορεί να γίνει κτήμα όλων των ανθρώπων. Ανήκω στην κατηγορία των ανθρώπων που πιστεύουν ότι δεν χρειάζεται να έχει κάποιος μουσική παιδεία για να απολαύσει τη μουσική, χρειάζεται μόνο εξοικείωση. Δεν είναι απαραίτητη η μουσική εκπαίδευση, με την αυστηρή της έννοια. Επιτρέψτε μου να παινέψω λίγο εδώ τη Θεσσαλονίκη και την ΕΡΤ3, ένα κανάλι που έχει εντάξει στο πρόγραμμά του την κλασική μουσική με τρόπο οργανικό, που έχει γίνει ενός είδους καθημερινότητα, νομίζω πως αυτό ακριβώς χρειάζεται. Σίγουρα δεν μπορούμε να αγγίξουμε το σύνολο του ακροατηρίου, θα ήταν παράλογο να περιμένουμε κάτι τέτοιο και το ίδιο ισχύει σε όλα τα μουσικά είδη. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι να έρθουν σε επαφή. Κι αν έρθει κάποιος σε επαφή με συγκεκριμένο και συνεχή τρόπο, τότε πιστεύω ότι θα κερδηθεί πολύ μεγαλύτερο κοινό.

Ποια ήταν τα πρώτα σας βήματα στη μουσική;

Τα πρώτα μου βήματα δεν διαφέρουν από των περισσότερων συναδέλφων μου νομίζω (γέλια). Ακούγοντας ένα συμμαθητή μου να παίζει πιάνο, είπα στους γονείς μου «θέλω κι εγώ να μάθω πιάνο». Εκείνοι άκουσαν την επιθυμία μου, με έστειλαν στο Δημοτικό Ωδείο της Κατερίνης, όπου γεννήθηκα. Είχα τη μεγάλη χαρά να έχω ως δάσκαλο εκεί έναν πολύ φωτισμένο μουσικό, τον Γιάννη Αδαμίδη, ο οποίος ήταν και μαέστρος χορωδίας και ορχήστρας. Ένας άνθρωπος που μου μεταλαμπάδευσε την αγάπη και το πάθος του για τη μουσική, ακόμα και σήμερα τον θεωρώ ισχυρό πρότυπο. Με οδήγησε να καταλάβω ότι η μουσική είναι κάτι που της αφιερώνεσαι και μετά σου ανοίγει κι εκείνη την καρδιά της και σου προσφέρεται αφειδώς. Ήταν μία πολύ ευτυχής συγκυρία που ο Γιάννης Αδαμίδης, από αγάπη για τον τόπο του, έμεινε σ’ αυτή τη μικρή πόλη και βοήθησε πολύ κόσμο να μυηθεί σ’ αυτό το είδος της μουσικής. Βέβαια οι γονείς μου δεν με έστειλαν στο Ωδείο ακριβώς όταν τους το πρωτοζήτησα, σε ηλικία 6 ετών, καθώς ήμουν ένα ιδιαίτερα ζωηρό αγοράκι και λαχταρούσα τους γονείς μου με τις αταξίες μου και τα ατυχήματα που πάθαινα (γέλια). Θέλησαν να περιμένουν λίγο μέχρι να μεγαλώσω και μετά από 1-2 χρόνια που με έστειλαν στο Ωδείο, δεν υπήρχε δάσκαλος αρχικά γιατί ο κ. Αδαμίδης δεν είχε ώρες. Μετά από κόπους και βάσανα μας πήραν ένα τηλέφωνο στο σπίτι και έτρεξα θυμάμαι μόνος μου στη γραμματεία του Ωδείου να γραφτώ.

Πώς οδηγηθήκατε τελικά στη διεύθυνση Ορχήστρας;

Νομίζω κανείς όταν ξεκινά την ενασχόλησή του με τη μουσική, δεν σκέφτεται που θα φτάσει. Εγώ δεν ήξερα καν αν θα γίνω επαγγελματίας μουσικός, η αλήθεια είναι ότι με ενδιέφεραν πολλά πράγματα, νόμιζα ότι θέλω να γίνω γιατρός μία περίοδο (γέλια). Αλλά, σιγά- σιγά άρχισε να αποκρυσταλλώνεται μέσα μου η σκέψη ότι η ενασχόληση με τη μουσική είναι κάτι που δεν μπορώ να αφήσω με τίποτα, καθορίζει την προσωπικότητά μου. Κάποια στιγμή άρχισα να ταυτίζομαι με αυτό το πράγμα, όπως όλοι οι συνάδελφοί μου πιστεύω, άρχισα να παρατηρώ ήδη από το σχολείο ότι διοργάνωνα τις μαθητικές γιορτές, είδα στον εαυτό μου κάποια χαρίσματα οργανωτικά, ότι μπορούσα να συγκεντρώνω μία ομάδα γύρω μου, να τους εμπνέω και να κάνουμε κάτι κοινό. Από τα 14- 15 ξεκίνησα και να συνθέτω, να καταγράφω κάποιες ιδέες μου σε χαρτί. Κι έτσι γεννήθηκε μέσα μου αυτό το μοντέλο του μουσικού, όχι του δεξιοτέχνη του οργάνου – μιας και πιστεύω ότι δεν είχα το χάρισμα να γίνω μεγάλος πιανίστας – αλλά του δημιουργού και του αναδημιουργού. Κι έτσι οδηγήθηκα στη Διεύθυνση Ορχήστρας, αρχικά μέσα από την πολύ χρήσιμη εμπειρία των σπουδών στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών της Θεσσαλονίκης, όπου οργάνωσα μία Ορχήστρα φοιτητών και κάναμε διάφορα πράγματα και τότε είδα ότι μπορώ να τα καταφέρω και έχω μία ικανότητα που μπορώ να την αξιοποιήσω. Έτσι, αποφάσισα να σπουδάσω Διεύθυνση Ορχήστρας στην Αυστρία, μαζί με σύνθεση, καθώς αρχικά τα υπηρετούσα επί ίσοις όροις.

 .
.
Huffpost GR

Πώς επηρεάστηκε η ζωή σας, σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο, από την πανδημία του κορονοϊού;

Η ζωή όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων νομίζω επηρεάστηκε με έναν παρόμοιο τρόπο. Φυσικά, ανάλογα με το επάγγελμα του καθενός, υπάρχει μία άλλη βαρύτητα. Επίσης, η οικογενειακή ζωή όλων μας έχει επηρεαστεί, ιδίως όταν έχει κανείς παιδιά. Έχω μία κόρη, βρισκόμαστε πολλές ώρες μέσα στο σπίτι, είναι δυσάρεστο για τα παιδιά που δεν έχουν την ωριμότητα να διαχειριστούν τόσο δύσκολες συνθήκες, προσπαθούμε να τα παρηγορήσουμε, να τα προστατεύσουμε όσο μπορούμε κι αυτό είναι μία πρόκληση γιατί παράλληλα πρέπει να παρηγορήσουμε και να προστατεύσουμε και τον εαυτό μας. Από την άλλη, αισιοδοξώ πάρα πολύ, ιδίως με τα τελευταία νέα που ακούμε σχετικά με το εμβόλιο. Σε επαγγελματικό επίπεδο, οι καλλιτέχνες είμαστε από αυτούς που επλήγησαν περισσότερο πιστεύω, από την άλλη εγώ αισθάνομαι τυχερός που ως Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο έχω μία εξασφάλιση. Σκέφτομαι κυρίως τους συναδέλφους μου, οι οποίοι δεν έχουν σταθερή εργασία και είναι στον επαγγελματικό στίβο του ελεύθερου επαγγελματία, γι’ αυτούς τα πράγματα είναι χειρότερα. Ακόμα όμως και για μας που έχουμε αυτή την εξασφάλιση είναι τρομερή η έλλειψη της ζωντανής μουσικής πράξης. Συζητάω αυτή την περίοδο με συναδέλφους, επ’ ευκαιρία και της επερχόμενης συναυλίας με την ΚΟΑ, και λέμε πόσο σημαντικό είναι που έστω και με αυτόν τον τρόπο επικοινωνούμε και γιατρεύουμε την ψυχή μας.

Πολλοί καλλιτέχνες επιλέγουν να αξιοποιήσουν τα social media, ως δίαυλο επικοινωνίας με το κοινό κατά την περίοδο της καραντίνας. Όπως και η ΚΟΑ, που θα προβάλλει διαδικτυακά (Κυριακή 29.11, 20:30) τη μαγνητοσκοπημένη συναυλία Συνθέτες Συνθέτουν Συνθέτες, την οποία διευθύνετε. Πώς βλέπετε αυτή την κίνηση;

Σίγουρα πάρα πολύ θετικά. Αυτή είναι μία πάρα πολύ υγιής αντίδραση όλων των καλλιτεχνών και των φορέων που παράγουν πολιτισμό, γιατί είμαι βέβαιος ότι και το κοινό ζητά αυτή την επαφή. Ακόμα και μία διαδικτυακή παρουσίαση, μπορεί να έχει κάτι το πάρα πολύ άμεσο και ζωντανό. Πιστεύω, μάλιστα, ότι δεν θα πρέπει να τις θεωρούμε ανταγωνιστικές ως προς τις ζωντανές συναυλίες. Σίγουρα όλοι οι συνάδελφοι όπως κι εγώ, νοσταλγούμε το κοινό, την ανατροφοδότησή μας. Αλλά δεν πρέπει να το βλέπουμε ανταγωνιστικά, γιατί αυτό είναι κάτι άλλο, μία διαδικτυακή, μαγνητοσκοπημένη συναυλία, η οποία έχει άλλου είδους ενέργεια και μπορεί να μεταδώσει άλλα πράγματα. Όπως επίσης, πολλές φορές υποτιμούμε το μέγεθος του κοινού που παρακολουθεί μία διαδικτυακή συναυλία και είναι πολλαπλάσιο σε σχέση με το κοινό μίας ζωντανής εμφάνισης. Αυτό θα είναι πιστεύω το κέρδος μας μετά την πανδημία, καθώς φαίνεται ότι το διαδίκτυο είναι ένα μέσο που θα μπορούμε να αξιοποιούμε και μετά, στις καλές μέρες, καθώς μας φέρνει σε επαφή με πάρα πολύ κόσμο. Δεν είμαι βέβαιος ότι το έχουν συνειδητοποιήσει πλήρως όλοι οι συνάδελφοι καλλιτέχνες. Δεν σας κρύβω, βέβαια, ότι πολλές φορές μας αρέσει το ζωντανό χειροκρότημα, αυτή η επικοινωνία ακόμα και με 100 άτομα στην πλατεία. Αν όμως ο καθένας μας το έχει αυτό στο μυαλό του, δηλαδή αν δεν αισθάνεται ότι είναι μία ψυχρή αίθουσα όπου μαγνητοσκοπείται μία συναυλία, αλλά στην άλλη άκρη του σύρματος υπάρχει κόσμος που το βλέπει, το ευχαριστιέται και λαμβάνει τα μηνύματά μας, μπορεί αυτό να λειτουργήσει. Κάθε δύσκολη συνθήκη αφήνει ένα αποτύπωμα, που εμπεριέχει και θετικές και αρνητικές πτυχές.

Κάποια δυνατή ανάμνηση από τις πολλές συνεργασίες σας με την ΚΟΑ, την οποία θα θέλατε να μοιραστείτε;

Δεν χρειάστηκε καν να σκεφτώ για να σας απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. Αμέσως ήρθε στο μυαλό μου η Έκτη Συμφωνία του Μάλερ, την οποία παρουσίασα με την Ορχήστρα, ήταν μία τόσο δυνατή καλλιτεχνική εμπειρία που νομίζω ακόμη και σήμερα ανατρέχω και εμπνέομαι από αυτή. Ήταν ένα έργο που ήθελα πολύ καιρό να παρουσιάσω και μου δόθηκε τότε αυτή η ευκαιρία, παρότι δεν είναι εύκολο και συνήθως προορίζονται αυτά τα έργα για τους Καλλιτεχνικούς Διευθυντές. Ήταν και σε μία ιδιαίτερα φορτισμένη συναισθηματικά περίοδο για μένα, καθώς περίμενα τη γέννηση της κόρης μου, μία πολύ γεμάτη στιγμή για μένα.

Έχετε διευθύνει πλήθος σημαντικών Ορχηστρών στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ενώ διατελέσατε και Διευθυντής της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της Ε.Ρ.Τ από το 2006- 2011. Αισθανθήκατε ποτέ ότι συγκρούονται μέσα σας ο καλλιτέχνης με τον Διευθυντή εκείνη την περίοδο;

Για να είμαι ειλικρινής, όχι. Τότε, είχα μία κεκτημένη ταχύτητα και έκανα τα πράγματα χωρίς πολύ σκέψη, αυτή η θητεία ήταν πολύ μεγάλο σχολείο. Ξέρετε, βέβαια, ένας διευθυντής Ορχήστρας είναι πάντοτε Διευθυντής. Μην παρεξηγηθεί αυτό που λέω, ο διευθυντής Ορχήστρας είναι πάντοτε ο πρώτος μεταξύ ίσων. Διανύουμε μια εποχή, που οι μουσικοί δεν είναι όπως παλιά, που δεν ήταν τόσο καταρτισμένοι. Τώρα πια, και στην Ελλάδα, είναι υψηλοτάτου επιπέδου, οπότε ο ρόλος του μαέστρου είναι να τους ενώνει, αυτόν τον ρόλο φιλοδοξώ να παίζω. Τρέφω απεριόριστο σεβασμό για τους καλούς μουσικούς της χώρας μας και θεωρώ τιμή να συνεργάζομαι μαζί τους κάθε φορά. Επομένως, η έννοια του Διευθυντή δεν θα πρέπει να μπερδεύεται με την έννοια της εξουσίας, μόνο με αυτή της καλλιτεχνικής ευθύνης, θα έλεγα. Πιστεύω ότι η λέξη «εξουσία» είναι παρωχημένη, αφορά τις παλαιότερες εποχές που ο μαέστρος διόριζε και απέλυε μουσικούς, τώρα πια δεν υπάρχει αυτό. Κι ευτυχώς δεν υπάρχει, πλέον συνεργαζόμαστε, όσο καλύτερα μπορούμε.

Ποια τα στοιχεία που κάνουν αυτή τη συνεργασία κατά το δυνατόν καλύτερη;

Νομίζω ότι πρέπει ο καθένας να είναι πολύ ξεκάθαρος και να γνωρίζει πολύ καλά τον ρόλο που πρέπει να επιτελέσει σε αυτή τη συνεργασία. Δηλαδή, εγώ είμαι ο μαέστρος και αποφασίζω γι’ αυτά τα πράγματα, ο μουσικός κάνει κάτι άλλο, εγώ του οφείλω σεβασμό, όπως κι εκείνος σ’ εμένα και τις δικές μου επιλογές, ακόμα και όταν δεν συμφωνεί. Γιατί το γεγονός ότι οι μουσικοί μίας Ορχήστρας σήμερα είναι εξαιρετικοί, τους κάνει να έχουν μία πολύ ολοκληρωμένη άποψη για τα έργα που παίζονται. Οφείλουν όμως ταυτοχρόνως να έχουν την ικανότητα να περιορίζουν τη δική τους επιθυμία ή το όραμά τους για το έργο, προκειμένου να υλοποιηθεί το δικό μου όραμα εν προκειμένω. Εφόσον ο μαέστρος αναλαμβάνει την καλλιτεχνική ευθύνη, οφείλει να έχει και τα μέσα για να πραγματοποιήσει το όραμά του και να κριθεί γι’ αυτό. Πολλές φορές, όταν κάνουμε πρόβα με μία ορχήστρα, λέω «εμπιστευθείτε με κι αν δεν τα πάμε καλά, θα αναλάβω εγώ την ευθύνη». Βέβαια, υπάρχει ένα όριο στο πόσο μπορεί να επηρεάσει ένας μαέστρος μία ορχήστρα. Γιατί η ορχήστρα έχει τη δική της οντότητα κι όσο πιο καλή είναι, τόσο έχει ένα διαμορφωμένο καλλιτεχνικό στίγμα, που είναι και ευέλικτο όμως να προσαρμοστεί στις επιταγές του εκάστοτε φιλοξενούμενου αρχιμουσικού.

Διδάσκετε διεύθυνση ορχήστρας στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης και, από το 2019, είστε Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του ΑΠΘ. Τι σας έχει προσφέρει αυτή η δημιουργική ανταλλαγή με τις/ους νέες/ους μουσικούς;

Καταρχάς, είναι πολύ συγκινητικό και κάπως περίεργο να σας είμαι ειλικρινής το να βρίσκομαι στους ίδιους χώρους που υπήρξα ως φοιτητής, καθώς το Τμήμα Μουσικών Σπουδών ήταν για μένα το εφαλτήριο, εκεί πήρα όλα τα εφόδια για να συνεχίσω τις σπουδές μου στη Διεύθυνση Ορχήστρας στο εξωτερικό. Εκτιμώ πολύ το Τμήμα, είναι ένας πολύ δημιουργικός χώρος για μένα και η επαφή με τους νέους ανθρώπους είναι κάτι το συναρπαστικό, γιατί βρίσκεσαι συνεχώς σε επαφή με μυαλά που είναι στην πιο δημιουργική τους περίοδο. Ας μη γελιόμαστε, ένας άνθρωπος στα 20-35 έχει το μέγιστο της σπιρτάδας στο πνεύμα του. Οπότε είναι πολύ ωραίο να συνδιαλλέγεσαι μαζί τους, να τους διδάσκεις και να διδάσκεσαι χωρίς καμία υπερβολή. Από τη στιγμή που άρχισα να διδάσκω (και στο Κρατικό Ωδείο) Διεύθυνση Ορχήστρας, αισθάνθηκα ότι γίνομαι κι εγώ καλύτερος μαέστρος. Το άκουγα από μεγάλους μαέστρους παλαιότερα και πίστευα ότι έχει μία δόση υπερβολής ή ότι το λένε επειδή ακούγεται ωραία, αλλά κατάλαβα ότι δεν είναι έτσι, συμβαίνει πραγματικά, το έχω βιώσει. Οι νέοι πολλές φορές δίνουν κάτι ακόμα και χωρίς να το θέλουν, μόνο με τη νιότη τους και με τη δύναμη του πάθους που υπάρχει σ’ αυτή την ηλικία. Και για εμάς που είμαστε πλέον ηλικιακά ωριμότεροι, αυτή η ανατροφοδότηση είναι πολύ σπουδαία.

Ποια τα πιο σημαντικά διδάγματα που θέλετε να κρατήσουν από σας οι μαθητές και οι φοιτητές σας;

Θα ήθελα απλώς να με θυμούνται ως ένα θετικό ορόσημο στη ζωή τους, όπως θυμάμαι εγώ με ευγνωμοσύνη τους δασκάλους μου (τον κ. Αδαμίδη που ανέφερα νωρίτερα, τον συνθέτη Χρήστο Σαμαρά, όλους τους δασκάλους μου στη Βιέννη), που τους σκέφτομαι και πάντα χαμογελώ. Πολλές φορές μάλιστα ανακαλώ τα λόγια τους, ιδίως του δασκάλου μου στη διεύθυνση Ορχήστρας, Uros Lajovic, και πολλές φορές σκέφτομαι όταν μελετώ μία παρτιτούρα «Τι θα έλεγε εδώ; Πώς θα έβλεπε αυτό το σημείο; Πώς θα έλυνε αυτό το πρόβλημα;». Οπότε αν έχω κι εγώ αυτή τη χαρά, να με μνημονεύσουν ορισμένοι μαθητές μου, να με θυμούνται και να χαμογελούν, αυτό θα ήθελα.

Εκπαιδεύοντας τη νέα γενιά μουσικών, θα λέγατε ότι είστε αισιόδοξος για το μέλλον της κλασικής και συμφωνικής μουσικής στη χώρα;

Είμαι πάρα πολύ αισιόδοξος, όχι γιατί είμαι φύσει αισιόδοξος, αλλά επειδή είμαι μάλλον ρεαλιστής. Παρακολουθώ την εξέλιξη των μουσικών από την εποχή που ξεκίνησα κι εγώ να παρακολουθώ συναυλίες, στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Οι Ορχήστρες ήταν πολύ διαφορετικές, δεν υπάρχει σύγκριση ανάμεσα στην ΚΟΑ και την ΚΟΘ του 1985 και τις σημερινές. Αυτό πιστεύω έχει να κάνει με την έκρηξη της μουσικής εκπαίδευσης στη χώρα μετά το 1980, με τα δημοτικά ωδεία, τα ιδιωτικά ωδεία, τους χιλιάδες σπουδαστές μουσικής. Νομίζω ήταν πρωτόγνωρο, καθώς παλιότερα τα ωδεία ήταν ιδρύματα για κάποιες συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις, περιορισμένου ενδιαφέροντος, από όπου φυσικά αποφοιτούσαν εξαιρετικοί μουσικοί, αλλά ήταν λιγότεροι. Ο αριθμός των σπουδαστών αυξήθηκε, όπως και η ποιότητα, αυξήθηκε ο αριθμός των πολύ ταλαντούχων. Έτσι φτάσαμε να έχουμε σήμερα πάρα πολλούς εξαιρετικούς μουσικούς που στελέχωσαν τις ορχήστρες μας, γι’ αυτό έχουμε και αυτή την τρομακτική άνοδο επιπέδου. Δεν νομίζω ότι νιώθει πια κάποιος παρακατιανός στην Ελλάδα, όπως ίσως πριν 20 χρόνια. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν διάφορα που πρέπει να αλλάξουν, νοοτροπίες, φυσικά υπάρχουν. Το θέμα όμως είναι να αναγνωρίσουμε την τεράστια πρόοδο, που είναι γεγονός και φαίνεται σε όλες τις εκφάνσεις της μουσικής ζωής. Αρκεί να συνεχίσει να έχει την κρατική υποστήριξη, γιατί η αλήθεια είναι ότι αυτή η μουσική αν δεν στηριχθεί από το κράτος, αν πέσει στα χέρια της ιδιωτικής πρωτοβουλίας δεν επιβιώνει. Ακόμα και στις πιο καπιταλιστικές κοινωνίες, όπως στην Αμερική, η κλασική μουσική επιδοτείται, πρέπει να επιδοτείται. Η κλασική μουσική τρέφεται και προσφέρει μετά στο κράτος, στους πολίτες, το αντίδωρο της Τέχνης.

Info:

Κυριακή 29 Νοεμβρίου

20:30

Facebook: Κρατική Ορχήστρα Αθηνών/Athens State Orchestra

YouTube: Athens State Orchestra

Δημοφιλή