Ζήτημα αλλαγής των δημοσιονομικών κανόνων θα θέσει ο Μητσοτάκης στις Βρυξέλλες

Ανάγκη για ένα νέο Σύμφωνο Σταθερότητας. Στις Βρυξέλλες ο πρωθυπουργός για τη Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και τη σύνοδο ηγετών του ΕΛΚ.
NurPhoto via Getty Images

Βρυξέλλες 23/3/2023

Τη διαμόρφωση νέων δημοσιονομικών κανόνων που θα διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους των χωρών της ΕΕ, αναμένεται να θέσει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που διεξάγεται στις 23-24 Μαρτίου στις Βρυξέλλες.

Πιο ειδικά ο πρωθυπουργός προσέρχεται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με τη θέση ότι πρέπει να ανοίξει ουσιαστική συζήτηση, σε επίπεδο ευρωπαίων ηγετών, για τους κανόνες οικονομικής διακυβέρνησης, ώστε αυτή η τόσο σημαντική συζήτηση να μην εξαντλείται σε επίπεδο υπουργών Οικονομικών.

Μάλιστα προς την κατεύθυνση αυτή ο Πρωθυπουργός θα επιδιώξει συντονισμό με τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.

Κυβερνητικές πηγές τονίζουν ότι καμιά από τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου – πολύ περισσότερο η Ελλάδα - δεν βρίσκεται σήμερα εκεί που βρισκόταν κατά την κρίση χρέους και η ύπαρξη αξιόπιστων κανόνων που εγγυώνται την μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική σταθερότητα είναι απαραίτητη για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα.

Ωστόσο, ο Πρωθυπουργός αναμένεται να τονίσει ότι οι κανόνες δεν πρέπει να υπονομεύουν τις απαραίτητες επενδύσεις σε μια σειρά από τομείς, συμπεριλαμβανομένης της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης.

Η εμπειρία των ακραίων δημοσιονομικών περιορισμών του παρελθόντος δεν πρέπει να επαναληφθεί, καθώς, εκτός όλων των άλλων, είναι αντιπαραγωγική. Και η συζήτηση αυτή πρέπει να γίνει με στοιχεία και οικονομικά δεδομένα και όχι με βάση εσωτερικούς πολιτικούς υπολογισμούς ή στερεότυπα που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα, επισημαίνεται.

Ο πρωθυπουργός προσβλέπει στο να αρχίσει αυτή η συζήτηση, ενόψει και του προγραμματισμένου για την Παρασκευή Eurosummit, στο οποίο θα βρίσκεται και η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ.

Οι δύο προκλήσεις και το πρόβλημα με τον Βορρά

Υπενθυμίζεται ότι στο τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στις 9/10 Φεβρουαρίου, συζητήθηκε κατ’ αρχή το θέμα της χρηματοδότησης της πράσινης μετάβασης, με βάση τις προτάσεις που παρουσίασε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή την 1η Φεβρουαρίου. Οι προτάσεις αυτές προβλέπουν χαλάρωση των κανόνων κρατικής βοήθειας αναφορικά με τις πράσινες επενδύσεις, δηλαδή τη δυνατότητα να στηρίζουν οι κυβερνήσεις τις επιχειρήσεις που θα τις υλοποιήσουν, ενώ η Κομισιόν προανήγγειλε ότι θα προτείνει σε λίγους μήνες και τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού ταμείου (European sovereign fund) για τη χρηματοδότησή τους.

Τα σχέδια της Κομισιόν για το νέο Green Deal μεταξύ άλλων έχει στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Ε.Ε., απέναντι σε τρίτες χώρες και κυρίως τις ΗΠΑ αφού νόμος του Μπάιντεν για τη μείωση του πληθωρισμού (Inflation Reduction Act – IRA), ο οποίος προβλέπει το ποσό των 369 δισεκατομμύρια δολάριων σε μορφή επιδοτήσεων για «πράσινες» επιχειρήσεις, εκλαμβάνεται ως ανταγωνιστικός για τα συμφέροντα της Ενωσης.

Όμως όσον αφορά στη χαλάρωση των κανόνων κρατικής βοήθειας έχουν αντιδράσει 11 χώρες της ΕΕ, μεταξύ των οποίων η Ιταλία και η Ισπανία, οι οποίες φοβούνται ότι με τον τρόπο αυτό θα ευνοηθούν οι πλουσιότερες οικονομίες της ΕΕ, έναντι των μικρότερων και κυρίως η Γερμανία, που έχει πολύ μεγαλύτερο δημοσιονομικό χώρο για παροχή επιδοτήσεων στις επιχειρήσεις της, με αποτέλεσμα να διασαλευθεί ο ανταγωνισμός στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά.

Για να ξεπερασθεί το πρόβλημα αυτό, μία λύση θα ήταν να υπάρξει κοινός δανεισμός της ΕΕ, κατά το πρότυπο του Ταμείου Ανάκαμψης, ώστε να υπάρχουν διαθέσιμα κονδύλια και για τις χώρες που δεν έχουν σημαντικά δημοσιονομικά περιθώρια. Ωστόσο, η Γερμανία και άλλες χώρες του Βορρά διαφωνούν, προβάλλοντας ως επιχείρημα ότι υπάρχουν ακόμη πολλά αδιάθετα κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης.

Διάσταση απόψεων και για τους δημοσιονομικούς κανόνες

Όσον αφορά στο θέμα των νέων δημοσιονομικών κανόνων υπάρχει η αίσθηση του επείγοντος δεδομένου ότι η ρήτρα διαφυγής από τους συγκεκριμένους κανόνες, που ξεκίνησε με την πανδημία το 2020 και συνεχίσθηκε λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, λήγει το 2023 και ως εκ τούτου οι νέοι κανόνες θα πρέπει να θεσπισθούν πριν καταρτισθούν οι προϋπολογισμοί για το 2024.

Το θέμα του νέου συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης συζητήθηκε στο τελευταίο Ecofin με βάση την πρόταση που είχε παρουσιάσει η Κομισιόν το φθινόπωρο. Η πρότασή της έχει ως γνώμονα έλλειμμα που δεν θα υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ και δημόσιο χρέος έως το 60% του ΑΕΠ – αλλά προβλέπει μεγαλύτερη ευελιξία αναφορικά με την προσαρμογή των χωρών στο όριο του χρέους και με γνώμονα την ανάπτυξη. (Διαβάστε όλη την πρόταση εδώ)

Η θέση αυτή βρίσκει σύμφωνες τις χώρες του Νότου, δεδομένου ότι μετά την πανδημία χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία, αλλά και η Ελλάδα (159,3%) έχουν χρέος υψηλότερο από το 100% του ΑΕΠ και βάσει του υφιστάμενου κανόνα, σύμφωνα με αναλυτές, το κάθε κράτος θα πρέπει να πετυχαίνει ετήσια μείωση του χρέους που βρίσκεται πάνω από 60% κατά το 1/20 του τμήματος αυτού. Αυτό για την Ελλάδα σημαίνει ένα 5% του ΑΕΠ και σύμφωνα με αναλυτές σε συνθήκες ανάπτυξης μπορεί να επιτευχθεί διαφορετικά νομοτελειακά θα πρέπει να επιβληθούν μέτρα λιτότητας.

Όμως αντιδράσεις προκύπτουν και πάλι από τις χώρες του Βορρά και ιδιαίτερα από την Γερμανία, η οποία μπορεί να φαίνεται διατεθειμένη σε συγκεκριμένους συμβιβασμούς αλλά αντιτίθεται στο ενδεχόμενο διμερών συμφωνιών της Κομισιόν με τα κράτη μέλη για μεγαλύτερη ευελιξία και επιμένει στην τήρηση αυστηρότερων στόχων οι οποίοι θα καθορίζονται συλλογικά.

«Έχουμε το σενάριο να υπάρξει χαλαρότητα σε θέματα κρατικών ενισχύσεων, να ευνοηθούν οι μεγάλες χώρες που έχουν τον δημοσιονομικό χώρο, συγχρόνως να μην συμφωνούμε σε έκδοση νέου χρήματος, να παραμένουν κάποιοι εξαιρετικά αυστηροί στα κριτήρια που τίθενται σε άλλες πολιτικές και εργαλεία της Ενωσης και στο τέλος και να μην δεχθούμε και καμία αλλαγή των κανόνων δημοσιονομκής πειθαρχείας. Λοιπόν, ή συνεχίζουμε τον στρουθοκαμηλισμό και τινάζουμε την ευρωπαϊκή οικονομία στον αέρα ή θα συμφωνήσουμε σε κάτι καινούργιο» τονίζουν πηγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες αναμένουν να δουν με μεγάλο ενδιαφέρον τη στάση του Γερμανού Καγκελάριου Όλαφ Σολτς.

Δημοφιλή