chat icon

Του Γιώργου Ρακκά*

Αναμφίβολα, ένας άνθρωπος της δεκαετίας του 1960 θα αναρωτιόταν για τη μεγάλη έκταση και βαρύτητα που έχει προσλάβει η τουριστικοποίηση των πόλεων στην Ευρώπη, και σε έναν άλλο βαθμό στις ΗΠΑ. Τότε οι πόλεις είχαν πολύ έντονο το προμηθεϊκό στοιχείο –ήταν πεδίο παραγωγής και κυκλοφορίας, γνώσης, διακυβέρνησης αλλά και… ταξικής πάλης. Ο δε διονυσιασμός των σημερινών τουριστικών πόλεων, οι οποίες «δεν κοιμούνται ποτέ» ήταν τότε μάλλον ίδιον των οριακών εκφάνσεων μέσα στον αστικό βίο, χαρακτήριζε φιγούρες που ζούσαν στην περιφέρειά της, τους μποέμ ή το περιθώριο.

Advertisement
Advertisement

Τον Μάιο του 1968, οι φοιτητές της Σορβόννης φώναζαν: «κάτω, από το πεζοδρόμιο, η παραλία». Σήμερα το σύνθημά τους έχει μεταβληθεί σε τουριστικό πρόγραμμα. Η δήμαρχος του Παρισιού επαίρεται πως, όπου να ’ναι, με τις πεζοδρομήσεις, τις διαμορφώσεις αστικών δασών και την απορρύπανση του Σηκουάνα, το κέντρο του Παρισιού θα αποτελεί μια οικοτοπία· στη Βαρκελώνη εισάγονται κάθε χρόνο εκατομμύρια τόνοι άμμου για να μην καταπιεί η θάλασσα την τεχνητή παραλία, που, δημιουργημένη κατά την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων του 1992, είναι πλέον από τα πιο δημοφιλή σημεία για τους επισκέπτες της πόλης· στο Βερολίνο, οι άλλοτε εργατικές συνοικίες με τη βαριά ιστορία του Μεσοπολέμου, έχουν καταστεί εδώ και μία ή δύο δεκαετίες λίκνο του clubbing και της ηλεκτρονικής μουσικής.

Όσο για την Αθήνα των μνημονίων, η κοινωνική και πολιτική της καθίζηση μέσα στη δεκαετία του 2010, μεταξύ όλων των άλλων, της προσέδωσε και μια παράδοξη ελκυστικότητα· με τα πρωτοσέλιδα του «ελληνικού δράματος» να κυριαρχούν για αρκετά χρόνια στον διεθνή και ευρωπαϊκό τύπο, και την κοινή γνώμη να στρέφει το βλέμμα της σε αυτή την πολιτική και κοινωνική θύελλα, άνθησε ένας «τουρισμός της κρίσης». Η κοινωνική καταβύθιση, σε συνδυασμό με την πολιτική ένταση, τις διαδηλώσεις και τις συγκρούσεις με την αστυνομία, εκτός από εικόνα στις ειδήσεις έγινε και τουριστικό αξιοθέατο.

Τι έχει συμβεί; Μετά τη δεκαετία του 1990, πόλεις και κυβερνήσεις στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ ενθάρρυναν ολοένα και εντονότερα τη στροφή προς την τουριστικοποίηση. Θεωρήθηκε αυτή μια ανέλπιστη ευκαιρία ανάκαμψης, καθώς σε πολλές από αυτές η αποβιομηχάνιση είχε αφήσει πίσω της εμφανείς πληγές στον αστικό ιστό: υποβάθμιση, γκέτο, έλλειψη οικονομικών προοπτικών.

Επιπλέον, εισήγαγε μια «παγκοσμιοποίηση από τα κάτω», που ήταν αναμφίβολα πιο κοντά στην καθημερινότητα από τον καπιταλισμό των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων και της διοίκησης επιχειρήσεων, ο οποίος είναι ταυτισμένος με τα υψηλά γυάλινα κτήρια και τα καλοντυμένα στελέχη.

Λειτουργούσε σε τόνωση της τοπικής αγοράς, ενθάρρυνε επενδύσεις για την ανάπλαση ολόκληρων περιοχών, δημιουργούσε θέσεις εργασίας που απευθύνονταν στους μικρούς και τους μεσαίους, και όχι στις υψηλές τάξεις.

Η στροφή των πόλεων προς τον τουρισμό συγχρονίστηκε με μεγάλες πολιτιστικές, αλλά και τεχνολογικές αλλαγές. Η παγκοσμιοποίηση ανέδειξε το ιδεώδες του νομαδισμού, της απρόσκοπτης κινητικότητας, αλλά και της αναζήτησης αυθεντικών, πολυπολιτισμικών εμπειριών· την ίδια στιγμή καθιέρωσε με την απορρύθμιση των αερομεταφορών τις πτήσεις χαμηλού κόστους, που διευκόλυναν απείρως τις μετακινήσεις, και ιδίως τον «τουρισμό του Σαββατοκύριακου» – από τον οποίο οι πόλεις κέρδισαν πολύ. Ταυτόχρονα, η έλευση της ψηφιακής πλατφόρμας και η εμπλοκή της στον τουρισμό γέννησαν την αγορά των βραχυχρόνιων μισθώσεων, και κατάργησαν τη διάκριση μεταξύ του στεγαστικού αποθέματος για κατοικία και για φιλοξενία, προκαλώντας την καταιγιστική διάχυση του τουρισμού μέσα στην καθημερινότητα των κατοίκων.

Advertisement

Αναδύθηκε έτσι ένας ανέμελος καπιταλισμός. Υποκείμενό του ο περιηγούμενος συλλέκτης εμπειριών, οι επισκέπτες που ακόμα και μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο αξιώνουν να «ζήσουν σαν ντόπιοι», και συγκινούνται με τις –μάλλον στερεοτυπικά προκατασκευασμένες– εκφράσεις μιας εντοπιότητας.

Αυτά τα νέα «παγκοσμιοτοπικά» ήθη αναζητούν με πάθος τις υπαίθριες ή στεγασμένες και άλλοτε λαϊκές αγορές, και ο αντίκτυπος αυτής της ζήτησης προκαλεί την επέκταση των ντελικατέσεν και των εστιατορίων υψηλής γαστρονομίας σε βάρος των μανάβικων και των κρεοπωλείων. Τα μαγαζιά με τα χειροποίητα σουβενίρ αισθάνονται πως πρέπει να προσομοιάζουν στα παλιά ραφτάδικα και τα υποδηματοποιεία. Όσο για τα κουφάρια των βιομηχανικών και βιοτεχνικών κτηρίων, αρκετά από αυτά έχουν μετασκευαστεί σε πολυχώρους που στεγάζουν μπαρ, κλαμπ, εστιατόρια, «μουσεία της καθημερινότητας» ή αίθουσες τέχνης.

Εντούτοις, η εντυπωσιακή επιτυχία των τουριστικών πόλεων, με πιο εμβληματική την περίπτωση της Βαρκελώνης, απέδειξε ότι η τουριστικοποίηση δεν έχει μόνο τη φωτεινή της πλευρά. Εδώ και πάνω από δέκα χρόνια, η αντίθεση των κατοίκων καταγράφεται ολοένα και πιο έντονα στις σφυγμομετρήσεις, εκφράζεται με κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες, ενώ πλέον επηρεάζει και την εκλογική τους τοποθέτηση. Επιπροσθέτως, υπάρχουν και τα «σκληρά δεδομένα»: μια έξοδος των μεσαίων και των κατώτερων τάξεων συντελείται από τις πόλεις αυτές, καθώς, η τουριστικοποίηση συνεπάγεται άνοδο του κόστους στέγασης αλλά και του ευρύτερου κόστους διαβίωσης, οι υποδομές λυγίζουν υπό το βάρος του τουριστικού πλήθους και οι γειτονιές αλλάζουν ριζικά φυσιογνωμία. Όπως καταγγέλλουν οι ίδιοι οι κάτοικοι, σταδιακά η πόλη «χάνει την ψυχή της».

Advertisement

Το ζήτημα του υπερτουρισμού πλέον αναγνωρίζεται ακόμα και από εκείνους τους φορείς –όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού του ΟΗΕ– που κατά το παρελθόν ανέδειξαν την τουριστικοποίηση των πόλεων ως μια χρυσή ευκαιρία για την αναζωογόνησή τους. Παρ’ όλες όμως τις προσπάθειες και τις πολιτικές που επιστρατεύτηκαν ώστε ο τουρισμός να καταστεί βιώσιμος και να συμφιλιωθούν οι τουριστικές δραστηριότητες με την καθημερινότητα των κατοίκων, τα ζητήματα επιμένουν. Κάθε καλοκαίρι η συζήτηση για τον υπερτουρισμό γίνεται και πιο έντονη.

Γιατί όμως ο επιμένει ο υπερτουρισμός; Πώς ακριβώς επιδρά στη ζωή των κατοίκων και τι σηματοδοτεί η πραγματικότητά του για τις οικονομίες σε τοπικό και εθνικό επίπεδο; Πώς εξηγείται η αδυναμία των πολιτικών να τον αντιμετωπίσουν και γιατί ακριβώς, παρά τον εντεινόμενο προβληματισμό, η τουριστική οικονομία –και ιδίως των πόλεων– αποκτά ολοένα και περισσότερη βαρύτητα, στις μητροπόλεις μάλιστα της Ευρώπης και των ΗΠΑ;

Συνιστά όντως η τουριστικοποίηση μια επιλογή με θετικό ισοζύγιο «οφέλους και κόστους», που απλώς απαιτεί την εφαρμογή των κατάλληλων πολιτικών για τη διαχείριση των αρνητικών επιπτώσεων ή μήπως αποτελεί «αναπτυξιακή παγίδα» και καθιστά εύθραυστες τις οικονομίες στις οποίες αποκτά μεγάλη βαρύτητα; Πώς θα πορευτούν στο παγκόσμιο περιβάλλον της «πολυκρίσης» που διαμορφώνεται;

Advertisement

Μπορούν οι τουριστικοποιημένες πόλεις να αντέξουν σε συνθήκες ενός γεωπολιτικού ανταγωνισμού που οξύνεται ή μιας κλιματικής αλλαγής που από μόνη της θέτει υπό αμφισβήτηση το μοντέλο της παγκόσμιας υπερκινητικότητας; Το τελευταίο  ερώτημα τίθεται με ιδιαίτερη έμφαση στην περίπτωση της Ελλάδας, η οποία αντιμετωπίζει συνθήκες «μονοκαλλιέργειας του τουρισμού».

Αυτά τα ερωτήματα αποπειράται να απαντήσει το παρόν δοκίμιο. Στο πρώτο κεφάλαιο, παρουσιάζεται η πραγματικότητα και τα χαρακτηριστικά του υπερτουρισμού, ενώ στο δεύτερο γίνεται μια συνοπτική ανάλυση των πολλών διαστάσεων που έχει ο αρνητικός του αντίκτυπος για την τουριστική πόλη. Στο τρίτο κεφάλαιο, συζητείται η ανθεκτικότητα που επιδεικνύει η υπερτουριστική συνθήκη έναντι των πολιτικών που επιστρατεύονται για να την τιθασεύσουν, ενώ στο τέταρτο συζητείται η κρίση των δυτικών μητροπόλεων σε μια ευρύτερη προοπτική, εντός της οποίας τοποθετείται και η τουριστικοποίηση.

Η ανάλυση δεν επιμένει ιδιαιτέρως σε στοιχεία που έχουν ήδη αναδειχθεί από τη βιβλιογραφία, αλλά προσπαθεί να τονίσει ορισμένα άλλα, που κατά την κρίση του συγγραφέα δεν έχουν προσεχθεί όσο θα έπρεπε στη δημόσια συζήτηση: πώς, για παράδειγμα, το Airbnb αλλάζει το ίδιο το κοινωνικό αγαθό της κατοικίας, όπου δυνητικά κάθε ακίνητο μπορεί πια να καταστεί «επενδυτικό», όπως χαρακτηριστικά γράφουν οι σχετικές αγγελίες. Τον υπερτουρισμό ως «τραγωδία των κοινών», που σηματοδοτεί την υπεραπομύζηση των υποδομών και των κοινών αγαθών στη συνωστισμένη από επισκέπτες πόλη, και το πως αυτή η εξέλιξη αμφισβητεί βασικές παραδοχές μιας υπερφιλελεύθερης ιδεολογίας που αξιώνει τα «κοινά» να λειτουργούν δίχως τη συγκεκριμένη τους αναφορά στο έδαφος και στις με σαφήνεια προσδιορισμένες κοινότητες. Ακόμα, για το φαινόμενο της «οικονομίας της κλεψύδρας», που εξηγεί γιατί ο υδροκεφαλισμός της τουριστικής οικονομίας πολώνει τα εισοδήματα στα άκρα του φάσματος, φτωχαίνει την αγορά εργασίας από δεξιότητες που είναι κρίσιμες για την παραγωγή ή τις νέες τεχνολογίες και άρα λειτουργεί ανασταλτικά για την ανάπτυξή τους. Γιατί, τέλος, η επιμονή της τουριστικοποίησης και η αδυναμία των μεγάλων πόλεων να την υπερβούν συνιστούν μια ακόμη ένδειξη για το «φθινόπωρο» ενός ολόκληρου μοντέλου που κυριαρχεί στον δυτικό κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες και που σήμερα τον συμπαρασύρει σε μια υπαρξιακή κρίση.

Advertisement

* Προδημοσίευση από το δοκίμιο του Γιώργου Ρακκά Υπερτουρισμός. Ανέμελος καπιταλισμός και κοινωνική κρίση της πόλης, το οποίο κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες από την νέα σειρά των εκδόσεων Πατάκη «Κοινωνικές Σπουδές» (διευθυντής σειράς: Παναγής Παναγιωτόπουλος, αν. καθηγητής Κοινωνικής Θεωρίας και Κοινωνιολογίας, ΕΚΠΑ)

Advertisement
. .

 

«Ανέμελος καπιταλισμός και κοινωνική κρίση της πόλης». Μια μελέτη για τις επιπτώσεις του υπερτουρισμού στην πόλη, τις γειτονιές και τους ανθρώπους της. Αισθητό, τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, αλλά και στις υπόλοιπες πόλεις της Ελλάδας. Η εμβέλειά του, πανευρωπαϊκή. Το «Ανέμελος καπιταλισμός και κοινωνική κρίση της πόλης» είναι μια απόπειρα διαμόρφωσης πολλαπλών σημείων προσέγγισης του φαινομένου, από κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική σκοπιά.

Συνδέει η ανάλυση το φαινόμενο με την συζήτηση για την πτώση της Ευρώπης, την αποβιομηχάνισή της και την μεταβολή των πόλεών της σε μουσεία/διασκεδαστήρια/θέατρα αυθεντικότητας.

Advertisement

Για την Ελλάδα, εντάσσεται ο υπερτουρισμός και σε μια ευρύτερη και εξίσου ενεργή στις μέρες μας συζήτηση, για το πως το μοντέλο οικονομίας της οφείλει να υπερβεί τους ορίζοντες του παρασιτισμού εάν θέλει να καταστεί βιώσιμο.