«Καταλήξαμε σε μια συμφωνία για τους δασμούς και το εμπόριο με τις Ηνωμένες Πολιτείες», ανακοίνωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν το βράδυ της Κυριακής, μετά τη συνάντησή της με τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ στη Σκωτία. Η ανακοίνωση σηματοδότησε το τέλος μιας μακράς περιόδου εμπορικής αβεβαιότητας και πολιτικής έντασης στις διατλαντικές σχέσεις. Αν και η εμπορική συμφωνία μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ – η οποία προβλέπει την επιβολή δασμού 15% στις ευρωπαϊκές εξαγωγές – θεωρείται από πολλούς ως υποχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις πιέσεις της κυβέρνησης Τραμπ, η Κομισιόν την παρουσιάζει ως μια στρατηγική επιλογή σταθερότητας και προβλεψιμότητας.
Σύμφωνα με αναλυτές που επικαλούνται οι Financial Times, η Επιτροπή επιχειρεί να εμφανίσει τον νέο δασμό 15% ως «σταθεροποίηση της κατάστασης», υποστηρίζοντας ότι περιλαμβάνει τον ήδη υφιστάμενο μέσο όρο των αμερικανικών δασμών (περίπου 4,8%). Ωστόσο, σε εμπορικά σταθμισμένους όρους, ο πραγματικός μέσος δασμός που αντιμετώπιζαν οι ευρωπαϊκές εξαγωγές πριν από τη συμφωνία ανερχόταν μόλις στο 1,6% – γεγονός που καθιστά την αύξηση πολύ πιο σημαντική απ’ ό,τι φαίνεται με μια πρώτη ματιά.
Όπλα και ενέργεια σε αντάλλαγμα για τον δασμό 15%
Στο πλαίσιο της συμφωνίας, η ΕΕ συναίνεσε να δαπανήσει εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια για την αγορά επιπλέον αμερικανικών ενεργειακών προϊόντων και οπλικών συστημάτων, ως αντιστάθμισμα για την επιβολή του δασμού 15% σε κρίσιμους τομείς, όπως τα αυτοκίνητα.
Η φον ντερ Λάιεν υπογράμμισε ότι θα ενισχυθεί η συνεργασία ΕΕ–ΗΠΑ στον τομέα της ενέργειας. Εξάλλου, ήδη από την έναρξη των διαπραγματεύσεων είχε αφήσει να εννοηθεί ότι μια πιθανή αποκλιμάκωση με τον Τραμπ θα περνούσε μέσα από την αγορά περισσότερης αμερικανικής ενέργειας — κυρίως LNG.
Αυτό επιβεβαιώθηκε όταν η πρόεδρος της Επιτροπής δήλωσε: «Οι αγορές αμερικανικών ενεργειακών προϊόντων θα διαφοροποιήσουν τις πηγές εφοδιασμού μας και θα συμβάλουν στην ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης». Πρόσθεσε ότι το ρωσικό φυσικό αέριο και πετρέλαιο θα αντικατασταθεί με αγορές αμερικανικού LNG, πετρελαίου και πυρηνικών καυσίμων ύψους 750 δισ. δολαρίων σε βάθος τριετίας.
Η συμφωνία φαίνεται επίσης να περιλαμβάνει, σύμφωνα με τις δηλώσεις του Τραμπ, την αγορά «τεράστιων ποσοτήτων» αμερικανικού στρατιωτικού εξοπλισμού αξίας «εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων». Ωστόσο, η φον ντερ Λάιεν απέφυγε να διευκρινίσει εάν αυτές οι αγορές θα πραγματοποιηθούν από την ΕΕ ως σύνολο και εάν ναι τότε πως θα γίνει αυτό.
«Συμφωνία σε καιρούς αβεβαιότητας»
«Η σημερινή συμφωνία δημιουργεί βεβαιότητα σε αβέβαιους καιρούς. Προσφέρει σταθερότητα και προβλεψιμότητα για πολίτες και επιχειρήσεις και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού», δήλωσε η φον ντερ Λάιεν, υπογραμμίζοντας το μέγεθος της διατλαντικής σχέσης: «Πρόκειται για συμφωνία ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου. Εμπορευόμαστε προϊόντα και υπηρεσίες αξίας 1,7 τρισ. δολαρίων ετησίως. Μαζί αποτελούμε μια αγορά 800 εκατ. ανθρώπων και σχεδόν το 44% του παγκόσμιου ΑΕΠ».
Η πρόεδρος της Επιτροπής χαρακτήρισε τη συμφωνία ως «δεύτερο θεμέλιο της διατλαντικής συνεργασίας», λίγες μόνο εβδομάδες μετά τη σύνοδο του NATO.
Τι προβλέπει η συμφωνία σύμφωνα με την Κομισιόν
Η φον ντερ Λάιεν ανέφερε ότι προβλέπεται ένας ενιαίος δασμολογικός συντελεστής 15% για τη «συντριπτική πλειονότητα» των ευρωπαϊκών εξαγωγών, που θα εφαρμόζεται σε τομείς όπως τα αυτοκίνητα, οι ημιαγωγοί και τα φαρμακευτικά προϊόντα.
Παράλληλα, συμφωνήθηκε μηδενισμός των δασμών σε μια σειρά στρατηγικών προϊόντων: όλα τα αεροσκάφη και εξαρτήματά τους, ορισμένα χημικά, γενόσημα φάρμακα, εξοπλισμός ημιαγωγών, συγκεκριμένα γεωργικά προϊόντα, φυσικοί πόροι και κρίσιμες πρώτες ύλες. «Θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε για να προσθέσουμε περισσότερα προϊόντα σε αυτόν τον κατάλογο», σημείωσε η ίδια.
Όσον αφορά τον χάλυβα και το αλουμίνιο, παρότι ο Τραμπ δήλωσε ότι οι δασμοί παραμένουν ως έχουν η φον ντερ Λάιεν τόνισε ότι ΕΕ και ΗΠΑ αντιμετωπίζουν κοινά το φαινόμενο της παγκόσμιας υπερπαραγωγής και θα συνεργαστούν για τη διασφάλιση δίκαιου ανταγωνισμού. Οι δασμοί θα μειωθούν και θα τεθεί σε εφαρμογή σύστημα ποσοστώσεων.
Επιπλέον, ενισχύεται και η τεχνολογική συνεργασία: «Τα αμερικανικά chips τεχνητής νοημοσύνης θα τροφοδοτήσουν τα ευρωπαϊκά εργοστάσια AI και θα συμβάλουν στο να διατηρήσουν οι ΗΠΑ το τεχνολογικό τους προβάδισμα» δήλωσε η φον ντερ Λάιεν.
Πρόβλεψη, πρόσβαση, ανταγωνιστικότητα
Η πρόεδρος της Επιτροπής παρουσίασε τη συμφωνία ως «εργαλείο σταθερότητας» για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις: «Παρέχουμε άμεση ανακούφιση από τους δασμούς, με σαφή αντίκτυπο στα οικονομικά αποτελέσματα των εταιρειών μας. Εξασφαλίζουμε πρόσβαση στη μεγαλύτερη εξαγωγική μας αγορά, ενώ διευρύνουμε την πρόσβαση των αμερικανικών προϊόντων στην αγορά μας, ενισχύοντας τον ανταγωνισμό και προσφέροντας οφέλη στους Ευρωπαίους καταναλωτές».
Η συμφωνία, όπως είπε, δημιουργεί ένα πλαίσιο για περαιτέρω μείωση δασμών, άρση μη δασμολογικών εμποδίων και εμβάθυνση της συνεργασίας για την οικονομική ασφάλεια.
Εξωστρέφεια και στρατηγική οικονομική πολιτική
Η φον ντερ Λάιεν δεν παρέλειψε να συνδέσει τη συμφωνία με τον ευρύτερο στόχο ενίσχυσης της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας: «Χτίζουμε μια πραγματική εξωτερική οικονομική πολιτική. Και ξεκινήσαμε από μέσα: παίρνουμε τολμηρά μέτρα για να κάνουμε την Ευρώπη πιο καινοτόμα και δυναμική. Η Ενιαία Αγορά των 450 εκατομμυρίων είναι το μεγαλύτερό μας πλεονέκτημα και ασφαλές λιμάνι σε ταραγμένους καιρούς».
Επισήμανε επίσης τις νέες εμπορικές συμφωνίες με Mercosur, Μεξικό και Ινδονησία, υποστηρίζοντας ότι η Ευρώπη παραμένει αξιόπιστος εταίρος σε έναν ασταθή κόσμο.
«Ο Τραμπ είναι σκληρός, αλλά είναι άνθρωπος των συμφωνιών»
Η φον ντερ Λάιεν ευχαρίστησε προσωπικά τον πρόεδρο Τραμπ για την «προσωπική του δέσμευση και ηγεσία» που οδήγησε στην επίτευξη της συμφωνίας: «Είναι σκληρός διαπραγματευτής, αλλά είναι και άνθρωπος που κάνει συμφωνίες». Ευχαρίστησε επίσης τον επίτροπο Μάρος Σέφτσοβιτς και την ομάδα του, καθώς και τα κράτη-μέλη για την εμπιστοσύνη τους.
«Η ενότητά μας είναι η δύναμή μας, στο εσωτερικό και διεθνώς», τόνισε.
Διχασμός, υποχωρήσεις, γεωπολιτικές σκοπιμότητες και η νίκη του Τραμπ
Η συμφωνία θεωρείται νίκη για τον Τραμπ, ο οποίος επί μήνες διαπραγματευόταν υπό την απειλή δασμών έως και 30% στην ΕΕ. Η Επιτροπή επιχείρησε να ισορροπήσει μεταξύ των κρατών-μελών που ζητούσαν επιβολή των αντίμετρων ύψους 93 δισ. ευρώ και άλλων, όπως η Ιταλία και η Ιρλανδία, που ζητούσαν ήπια στάση. Η προσδοκία ήταν ότι μια συμφωνία θα μπορούσε να επιτευχθεί με δασμούς γύρω στο 10%, κάτι που τελικά αποδείχθηκε μη εφικτό.
Παράλληλα, η εξωτερική διάσταση της ασφάλειας υπήρξε καθοριστική: ο φόβος ότι οι ΗΠΑ μπορεί να αποσύρουν τη στήριξή τους στο ΝΑΤΟ ή στην Ουκρανία βάρυνε στις αποφάσεις. Η πρώτη απόπειρα κατευνασμού φάνηκε στη σύνοδο του NATO στη Χάγη, όπου οι Ευρωπαίοι συμφώνησαν να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ, κάτι που φάνηκε να ικανοποιεί τον Τραμπ.
Τόσο στη Χάγη όσο και σήμερα στη Σκωτία, η Ευρωπαϊκή Ένωση έδειξε ότι παρά τον οικονομικό της όγκο υστερεί σε πραγματική διαπραγματευτική ισχύ και για πολλούς εμφανίζεται ως μια γεωοικονομική δύναμη ευάλωτη στις πιέσεις. Αν ο σύμμαχος Τραμπ κατόρθωσε σε διάστημα λίγων εβδομάδων να επιβάλει δύο ξεχωριστές υποχωρήσεις, στο NATO και στο εμπόριο, το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο η ΕΕ μπορεί να χαράξει αυτόνομη στρατηγική.