Ο ελληνικός πληθωρισμός κατά την ιστορική περίοδο 1960-2024[1] κυμάνθηκε ως προς τα χρόνια της δραχμής σε αρκετά υψηλά επίπεδα ενώ κατά την περίοδο του ευρώ σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.
Αρχικά, στην περίοδο από το 1960-1972 ο ελληνικός πληθωρισμός παραμένει σε χαμηλά επίπεδα ενώ από το 1972-1990 σημειώνονται ιστορικά υψηλά στον πληθωρισμό. Αυτό διότι οι πληθωριστικές πιέσεις διαμορφώνονται από τις διεθνείς καταστάσεις που επικρατούν στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα όπως οι πετρελαϊκές κρίσεις τα έτη 1973 και 1979 καθώς και η κατάρρευση του νομισματικού συστήματος του Bretton Woods 1944-1971 (σύστημα σταθερών ισοτιμιών) και ο εισαγόμενος πληθωρισμός.
Παράλληλα, η αύξηση (πλην όμως αναγκαία) των δημοσίων δαπανών την περίοδο 1980-1990 συνέβαλλε και αυτή στην περεταίρω ενίσχυση του πληθωρισμού. Από το 1990-2024 παρατηρείται μία συνεχής πτώση του πληθωρισμού και αυτό οφείλεται αρχικά στα ενταξιακά μέτρα που εφάρμοσαν οι ελληνικές κυβερνήσεις για την είσοδο της Ελλάδος στο ευρώ καθώς και μετά την είσοδο στο ευρώ η νομισματική πολιτική ασκούνταν σε ευρωπαϊκό επίπεδο από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που είχε και την ευθύνη της σταθερότητας του ενιαίου νομίσματος του ευρώ στις ευρωπαϊκές οικονομίες.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι από το 2020-2024 ο ελληνικός πληθωρισμός αυξήθηκε φθάνοντας το 2022 το 9,6% ενώ στη συνέχεια άρχισε να μειώνεται. Η αύξηση αυτή σημειώθηκε αφενός λόγω του Covid-19 και της διατάραξης της παγκόσμιας οικονομίας και εφοδιαστικής αλυσίδας του παγκόσμιου εμπορίου ενώ προς ενίσχυση της ευρωπαϊκής οικονομίας χορηγήθηκαν πακέτα διάσωσης-στήριξης των οικονομιών της Ευρώπης καθώς και οι διεθνείς κρίσεις που εμφανίστηκαν με γεωπολιτικές προεκτάσεις οδήγησαν στην αύξηση του ελληνικού πληθωρισμού το εν λόγω διάστημα.
Σημαντικό, ωστόσο για αυτή την περίοδο είναι και ο εισαγόμενος πληθωρισμός καθώς και ο πληθωρισμός του κόστους παραγωγής. Για παράδειγμα, η ελληνική οικονομία έχοντας ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο (περισσότερες εισαγωγές παρά εξαγωγές) είναι πιο ευάλωτη σε αυτό το πλαίσιο όπου εάν οι χώρες όπου εισάγει αγαθά αυξήσουν για κάποιο δικό τους οικονομικό ή γεωπολιτικό λόγο τα κόστη των αγαθών τους, άρα υπάρχει μετατόπιση των συναλλαγματικών ισοτιμιών τους, αυτομάτως υπάρχουν αυξητικές πιέσεις και στις εισαγωγές της Ελλάδος μ’ αποτέλεσμα να είναι εμφανής η ισχυρή εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από έτερες αγορές και οικονομίες.
Αποτέλεσμα αυτού η αύξηση των δαπανών των Ελλήνων πολιτών για καταναλωτικά αγαθά και περικοπές έτερων καταναλωτικών συνηθειών που έχουν ως σκοπό την αγορά των απολύτως αναγκαίων προϊόντων ενώ η μείωση λόγω αυτών των αυξανόμενων κοστών λόγω του εισαγόμενου πληθωρισμού πλήττει και την αγορά εργασίας της χώρας μ’ αποτέλεσμα πιθανή αύξηση του ποσοστού της ανεργίας λόγω περικοπής δαπανών από τους πολίτες.
Συνακόλουθα παρατηρείται ότι ο πληθωρισμός της Ελλάδος κατά την περίοδο 1972-1975 εκτινάχθηκε από το 4,3% το 1972 σε 15,4% το 1973 και από εκεί στο 26,6% το 1974 για να μειωθεί μετά στο 13,6% το 1975. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι λόγοι αύξησης του πληθωρισμού για αυτό το χρονικό διάστημα είναι πολιτικοί και γεωπολιτικοί που έχουν να κάνουν με τα γεγονότα της μεταπολιτευτικής Ελλάδος και την πτώση της δικτατορίας και την εθνική τραγωδία της Κύπρου.
Ακόμα, ενδιαφέρον παρουσιάζει και η περίοδος από το 1980-1990 όπου ο πληθωρισμός το 1980 ήταν 24,7% και το 1990 το ποσοστό του ήταν στο 20,4% ενώ αξίζει να αναφερθεί ότι στο μεσοδιάστημα αυτής της δεκαετίας σημειώθηκε και ιστορικό χαμηλό για τον τότε πληθωρισμό της Ελλάδος μετά από συνεχή αυξανόμενη τάση του πληθωρισμού το 1988 που μειώθηκε στο 13,5%.
Σημαντική μείωση του πληθωρισμού επιτεύχθηκε και από το 2010-2015 όπου το 2010 ο πληθωρισμός ήταν στο 4,7% και το 2015 εμφανίστηκε ο πληθωρισμός με αρνητικό πρόσημο και ιστορικό χαμηλό στο -1,7% για πολλά χρόνια μετά το 1962. Εν κατακλείδι, παρατηρείται στο σύνολό του ο ελληνικός πληθωρισμός κατά την περίοδο της δραχμής ότι ήταν σχετικά πιο ευάλωτος στις διεθνείς αλλαγές και κρίσεις ενώ στην περίοδο του ευρώ σταθεροποιήθηκε και μειώθηκε σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.
Παράλληλα, ο εισαγόμενος πληθωρισμός και στην περίοδο της δραχμής και του ευρώ παραμένει και προκαλεί στην ελληνική οικονομία σημαντικές πληθωριστικές πιέσεις.
Γενικότερα, η ύπαρξη είτε υψηλού είτε χαμηλού πληθωρισμού προκαλεί σημαντικές διακυμάνσεις στις τιμές των προϊόντων, στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών ενώ προκαλούνται και αλλαγές στις φορολογικές υποχρεώσεις των πολιτών, τις επενδύσεις, τα επιτόκια και τον εξωτερικό δανεισμό και φυσικά στην ανεργία. Είναι ένα φαινόμενο ο πληθωρισμός πολυπαραγοντικό και διαμορφώνεται τόσο από διεθνείς κρίσεις όσο και από οικονομικούς παράγοντες.
Τέλος, σημειώνεται ότι ο πληθωρισμός εμφανίζεται με διαφορετικές μορφές ανάλογα με την ένταση, την συχνότητα και την αλληλεξάρτηση των οικονομικών συνθηκών που επικρατούν καθώς και τις γεωπολιτικές καταστάσεις που υπάρχουν. Μερικές από αυτές τις μορφές που εμφανίζεται ο πληθωρισμός είναι ως πληθωρισμός ζήτησης, πληθωρισμός κόστους, εισαγόμενος πληθωρισμός, κατευθυνόμενος πληθωρισμός, πληθωρισμός αδράνειας, εμφανής πληθωρισμός και αφανής πληθωρισμός.
[1] https://data.worldbank.org/indicator/FP.CPI.TOTL.ZG?locations=GR , πηγή Παγκόσμια Τράπεζα, προσπέλαση 22/4/2025