Κατάθλιψη, άγχος και θυμό εμφανίζει το 47 και 80% των εργαζομένων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα στην Ελλάδα αντίστοιχα, σύμφωνα με έρευνα της ΕΥ Ελλάδος, της Hellas EAP και του Εργαστηρίου Πειραματικής Ψυχολογίας του Τμήματος Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Όπως έδειξε η έρευνα, οι έλληνες δυσκολεύονται στην καθημερινότητά τους με την ψυχική τους υγεία και την ευεξία να τους απασχολεί ιδιαίτερα καθώς αντιλαμβάνονται ότι βιώνουν καταστάσεις που αδυνατούν να αντιμετωπίσουν.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε μεταξύ 22 Μαΐου και 20 Ιουνίου 2025, σε 4.457 εργαζόμενους όλων των ηλικιών, από μικρούς και μεγάλους οργανισμούς του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα.
Όπως διαπιστώθηκε, το 44% των συμμετεχόντων (από 35% το 2021) αισθάνονται μελαγχολία, το 47% (από 35% το 2021) απαισιοδοξία για το μέλλον, ενώ το 4% (από 2% το 2023) έχουν σκεφτεί έντονα να δώσουν τέλος στη ζωή τους.
Αυξημένα παρουσιάζονται και τα συμπτώματα που σχετίζονται με το άγχος: Σε ποσοστό 80% των ερωτώμενων (από 75% το 2023) αισθάνονται νευρικότητα ή εσωτερική ταραχή, 50% (από 44% δύο χρόνια πριν) βρίσκονται σε υπερένταση, ενώ 13% (από 10%) βιώνουν κρίσεις πανικού.
Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και τα συμπτώματα θυμού: Σε ποσοστό 80% (από 75% το 2023) αισθάνονται εκνευρισμό, 32% (από 28%) έχουν ξεσπάσματα θυμού που δεν μπορούν να ελέγξουν, και 14% (από 10%) έχουν την επιθυμία ή να χτυπήσουν ή να τραυματίσουν ή να βλάψουν κάποιον.
Μικτά είναι τα ευρήματα ως προς τα συμπτώματα μοναξιάς: Το ποσοστό όσων αισθάνονται μοναξιά εμφανίζεται μειωμένο στο 35%, από 46% το 2023. Η σχετική βελτίωση αυτού του δείκτη θα μπορούσε να αποδοθεί στην αυξημένη φυσική παρουσία στο γραφείο, καθώς το ποσοστό των ερωτηθέντων του δείγματος που εργάζονταν διά ζώσης έφτασε στο 61%, από 52% το 2023 και 30% το 2021. Ωστόσο, 25%, από 19% το 2023, αισθάνονται ότι τους λείπει μόα συντροφιά, και 21%, από 14%, ότι νιώθουν απομονωμένοι.
Γυναίκες και νέοι οι πιο ευάλωτοι
Αυτά τα προβλήματα οδηγούν σε αυξημένα φαινόμενα σωματοποίησης, δηλαδή έκφρασης των ψυχολογικών ή συναισθηματικών προβλημάτων ως σωματικών συμπτωμάτων, όπως η κεφαλαλγία κατά το έντονο στρες. Συνολικά, 47% των συμμετεχόντων εμφάνισαν αδυναμία και ζαλάδα (από 41% το 2023), 24% (από 19%) έχουν ναυτία ή στομαχικές διαταραχές, και 33% (από 28%) αισθάνονται αδυναμία σε διάφορα μέρη του σώματος.
Σημειώνεται ότι οι γυναίκες και οι νεότεροι ηλικιακά εργαζόμενοι εξακολουθούν, όπως και στις δύο προηγούμενες έρευνες, να είναι πιο επιβαρυμένοι. Συγχρόνως, οι εργαζόμενοι σε μεγάλες εταιρείες (με περισσότερους από 700 εργαζόμενους) έχουν στατιστικά σημαντικά καλύτερες τιμές σε όλες τις μεταβλητές, με τους ελεύθερους επαγγελματίες να έχουν τις καλύτερες σε όλες τις μεταβλητές.
Τέλος, οι εργαζόμενοι σε διοικητικές θέσεις έχουν στατιστικά σημαντικά χαμηλότερες τιμές άγχους, κατάθλιψης, σωματοποίησης, θυμού και μοναξιάς από τους υπόλοιπους εργαζόμενους.
Ο αντίκτυπος της βεβαρημένης ψυχολογίας στην εργασιακή ποιότητα ζωής και γενικότερα στην ευεξία (wellbeing) των εργαζόμενων είναι εμφανής. Μόλις το 48% (από 52% το 2023) δηλώνουν ότι μπορούν να διαχειριστούν τα επίπεδα του στρες που έχουν, ενώ 66% (από 64%) αισθάνονται ότι το στρες από την εργασία τους επηρεάζει την προσωπική ζωή τους. Επιπλέον, 55% αισθάνονται ότι βιώνουν επαγγελματική εξουθένωση (burnout).
Η πίεση που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι δεν προέρχεται μόνο από την εργασία τους: Σε ποσοστό 55% αισθάνονται έντονη ανησυχία και στρες σε σχέση με το μέλλον (γεωπολιτικές αναταραχές, κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις, κλιματική αλλαγή, κ.λπ.). Συγχρόνως, 37% αισθάνονται έντονη ανησυχία για την επίδραση που έχουν ή θα έχουν στην εργασία τους οι ψηφιακές τεχνολογίες, όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη (AI), η αυτοματοποίηση, κ.λπ. Την ίδια ώρα, ένας στους τρεις (32%) έχει βιώσει τα τελευταία δύο χρόνια κάποιας μορφής παρενόχληση (λεκτική, σεξουαλική, κ.λπ.) στον εργασιακό χώρο, και αυτό επηρεάζει την ψυχική υγεία του.
Παρά τα προβλήματα αυτά, 61% αισθάνονται ότι εύκολα προσαρμόζονται στις καθημερινές αλλαγές και διαχειρίζονται τις υποχρεώσεις τους αποτελεσματικά, ενώ 79% αισθάνονται ικανοί να παίρνουν αποφάσεις.
Κουρασμένοι από την Δευτέρα
Η ψυχολογική καταπόνηση των εργαζόμενων έχει αρνητικές επιπτώσεις και στην απόδοση/παραγωγικότητά τους: Ποσοσοτό 61%, από 53% το 2023, δηλώνουν ότι νιώθουν κουρασμένοι όταν ξεκινάει η ημέρα τους, και τέσσερις στους δέκα αισθάνονται συχνά ότι δεν μπορούν να συγκεντρωθούν στη δουλειά τους, ενώ μόλις 30% -από 37% πριν δύο χρόνια- αισθάνονται κινητοποιημένοι και χαρούμενοι στην εργασία τους.
Η ανταπόκριση των οργανισμών στην ψυχολογική πίεση που βιώνουν οι εργαζόμενοί τους δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των τελευταίων. Μόλις 21% πιστεύουν ότι ο οργανισμός στον οποίο εργάζονται φροντίζει για την ψυχική υγεία και ευεξία τους, 33% γνωρίζουν πού πρέπει να απευθυνθούν για να λάβουν υποστήριξη μέσα στον οργανισμό τους και 23% δηλώνουν ότι ο οργανισμός τους δίνει τη δυνατότητα σε όλους τους εργαζόμενους να μιλούν ανοιχτά για τα θέματα ψυχικής υγείας.
Και ενώ για τέσσερις στους πέντε (79%) είναι σημαντικό να είναι καλά εκπαιδευμένος ο προϊστάμενός τους, ώστε να μπορεί να τους υποστηρίξει σε πρώτο στάδιο σε θέματα ψυχικής υγείας, μόλις 28% δηλώνουν ότι ο προϊστάμενός τους επικοινωνεί συχνά μαζί τους για να δει πώς είναι, και μόλις 29% αισθάνονται άνετα να μιλούν στον προϊστάμενό τους για κάποιο θέμα ψυχικής υγείας που μπορεί να αντιμετωπίζουν (π.χ. στρες, άγχος, κ.λπ.).
Σε ερώτηση σχετικά με τις δράσεις που θα πρέπει να αναλάβουν οι οργανισμοί τους για τα ζητήματα ψυχικής υγείας και ευεξίας, οι απαντήσεις των συμμετεχόντων μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε τέσσερις κύριες κατηγορίες: 1) Ψυχική υγεία και ευεξία, 2) ανάπτυξη ηγεσίας και κουλτούρας, 3) εργασιακό περιβάλλον και αρμονία προσωπικής-επαγγελματικής ζωής και 4) ολοκληρωμένο πλαίσιο υποστήριξης ηγεσίας και ευημερίας προσωπικού.
Συγκεκριμένα, όσον αφορά τις δράσεις που συγκέντρωσαν τις περισσότερες απαντήσεις, 48% ανέφεραν την καταλληλότερη επιλογή προϊσταμένων, 47% ζητούν εκπαιδεύσεις των στελεχών στη φροντίδα της ψυχικής ευεξίας των εργαζόμενων και εκπαιδεύσεις σε θέματα διαχείρισης στρες και αυτοφροντίδας, 46% καλλιέργεια κουλτούρας σεβασμού του χρόνου μέσα από νέους τρόπους εργασίας (θεσμοθέτηση κανόνων διεξαγωγής συναντήσεων ή συνεργασίας, ανθρωποκεντρικές διαδικασίες με την υποστήριξη της τεχνολογίας, περιορισμός της γραφειοκρατίας) και 42% την παρουσία ψυχολόγου στον χώρο εργασίας.
Η έρευνα επιβεβαιώνει ότι η μεγάλη πλειονότητα των εργαζόμενων αντιμετωπίζουν θετικά την απομακρυσμένη εργασία. Σχεδόν εννέα στους δέκα (88%, όπως και το 2023) θεωρούν σημαντικό να τους δίνει η δουλειά τους τη δυνατότητα να εργάζονται από απόσταση, ενώ 60% δηλώνουν πιο αποτελεσματικοί ενώ εργάζονται από απόσταση. Συγχρόνως, το ποσοστό όσων αισθάνονται αυξημένο στρες όταν εργάζονται εξ αποστάσεως έχει μειωθεί στο 8%, από 10% το 2023 και 23% την περίοδο της πανδημίας, το 2021. Ωστόσο, διαπιστώνεται μία ανησυχία για τον αντίκτυπο της τηλεργασίας στην επαγγελματική εξέλιξή τους, καθώς μόνο 45% αισθάνονται σιγουριά ότι μπορούν να εξελιχθούν στην καριέρα τους ενώ εργάζονται απομακρυσμένα.