Μια νέα μελέτη υποδηλώνει με προσοχή ότι μπορεί να είναι δυνατόν να ανιχνεύονται τα σημάδια κινδύνου Αλτσχάιμερ ακόμη και νωρίτερα από ό,τι θεωρούνταν προηγουμένως δυνατό, δηλαδή στη δεκαετία των 20 ή 30 ετών.
«Ένας νεκρός νευρώνας είναι ένας νευρώνας που χάθηκε για πάντα», εξηγεί η Λίλιαν Καλντερόν, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Μοντάνα στο Τμήμα Βιοϊατρικών και Φαρμακευτικών Επιστημών.
Οι επιστήμονες έχουν κάνει άλματα για την ακριβή και ταχύτερη διάγνωση της νόσου Αλτσχάιμερ. Άλλωστε, τη δεκαετία του 2000 η νόσος μπορούσε να διαγνωστεί μόλις πριν από τον θάνατο. Τώρα είναι γενικά αποδεκτό ότι οι εγκέφαλοι εμφανίζουν σημάδια της νόσου Αλτσχάιμερ δεκαετίες πριν από την εμφάνιση των συμπτωμάτων, ένα χρονοδιάγραμμα το οποίο πάει την έρευνα ακόμη πιο πίσω.
Γιατί είναι τόσο δύσκολο να γίνει η διάγνωση σε «νεότερα» μυαλά
Σήμερα, η διάγνωση και η ανίχνευση του κινδύνου εξαρτάται συνήθως από την ανεύρεση ενός βασικού βιοδείκτη, όπως οι νευροϊνιδιακές συμφύσεις «tau» και οι πλάκες αμυλοειδούς Β’. Αυτό από μόνο του δεν εγγυάται ότι ένα άτομο θα εμφανίσει συμπτώματα, οπότε οι κλινικοί γιατροί αναζητούν επίσης στοιχεία γνωστικής έκπτωσης. Ορισμένες τυπικές αξιολογήσεις -για παράδειγμα, το να ανακαλέσει ένα άτομο λέξεις από μια λίστα- μπορούν να μετρήσουν τα επίπεδα της γνώσης.
Επειδή η νόσος Αλτσχάιμερ εκδηλώνεται κυρίως σε άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω, υπάρχει ιστορικά σκεπτικισμός στον τομέα σχετικά με τη μέτρηση της γνωστικής λειτουργίας νωρίτερα στη ζωή. Με λίγα λόγια, ως άτομα δεν καταφεύγουμε σε τέτοιου είδους πρακτικές διότι πιστεύουμε πως ακόμη δεν διατρέχουμε κάπιο κίνδυνο.
Τα ευρήματα αποκάλυψαν πρώιμα σημάδια γνωστικής έκπτωσης από την ηλικία των 24 ετών και ορισμένους βιολογικούς δείκτες κινδύνου νευροεκφυλισμού μεταξύ των ατόμων στα 30 τους χρόνια.
Η ομάδα των ερευνητών διαπίστωσε επίσης ότι οι υψηλότερες βαθμολογίες κινδύνου συνδέονταν με χαμηλότερες γνωστικές βαθμολογίες ήδη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας των 20, δηλαδή πολύ νωρίτερα από τη μέση ηλικία.
Οι περιορισμοί της έρευνας
Εν τω μεταξύ, «ορισμένοι από τους βιοδείκτες που βρέθηκαν δεν αφορούν αποκλειστικά τη νόσο Αλτσχάιμερ», λέει η Σάρον Σα, καθηγήτρια νευρολογίας και επικεφαλής του Τμήματος Διαταραχών Μνήμης του Πανεπιστημίου Στάνφορντ.
Η Σα επισημαίνει ότι η μελέτη μέτρησε το «ολικό tau» αντί του φωσφορυλιωμένου tau. ενώ το ολικό tau μπορεί να είναι δείκτης νευροεκφυλισμού, η αυξανόμενη έρευνα βρίσκει ότι το φωσφορυλιωμένο tau είναι αυτό που «προειδοποιεί» και δείχνει τα πρώτα σημάδια της νόσου.
Παρ′ όλα αυτά, λέει, «θεωρώ ότι δεδομένα της έρευνας μπορούν να αποτελέσουν παράγοντες κινδύνου για μελλοντική γνωστική έκπτωση ή κίνδυνο καρδιαγγειακής και αγγειακής γνωστικής δυσλειτουργίας».
«Η συλλογή των δεδομένων είναι επίσης εντυπωσιακή», προσθέτει η Σα. Η διεξαγωγή αυτών των μελετών είναι δύσκολη επειδή η απόκτηση επιβεβαιωτικών δεδομένων είναι δαπανηρή και διαρκεί δεκαετίες. «Είναι δύσκολο να παρακολουθήσεις κάποιον από τα 20 μέχρι τα 60 ή τα 80 του χρόνια για να δεις πότε θα διαγνωσθεί με τη νόσο», επισημαίνει.
Πώς θα συνεχιστούν οι μελέτες για το Αλτσχάιμερ
Η έγκαιρη ανίχνευση μπορεί να ενδυναμώσει τους ανθρώπους. Όσοι διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο μπορούν να αρχίσουν να αλλάζουν τον τρόπο ζωής τους, ενώ ορισμένες υγιεινές παρεμβάσεις μπορούν να αποτρέψουν ή να επιβραδύνουν έως και το 40% των περιπτώσεων άνοιας.
Το 2023, οι ερευνητές δημοσίευσαν μία μελέτη που υποδηλώνει προσεκτικά ότι τα μάτια παρέχουν δυνατότητες για την έγκαιρη πρόβλεψη του κινδύνου εμφάνισης της νόσου Αλτσχάιμερ. Μια άλλη μελέτη του 2024 που δημοσιεύθηκε στο Nature Aging, έδειξε ότι ένα εκπαιδευμένο από την τεχνητή νοημοσύνη μοντέλο μπορούσε να προβλέψει τη νόσο Αλτσχάιμερ επτά χρόνια πριν από την εμφάνιση των συμπτωμάτων και εντόπισε εκπληκτικά μοτίβα και παράγοντες κινδύνου.
Το μοντέλο επίσης, υπέδειξε ότι η οστεοπόρωση μπορεί να αποτελεί παράγοντα κινδύνου για τη νόσο Αλτσχάιμερ για τις γυναίκες.
Τελικά, ερευνητικοί δρόμοι όπως αυτοί μπορεί σύντομα να είναι σε θέση να βοηθήσουν τους επιστήμονες να αναπτύξουν ένα πιο ουσιαστικό μοντέλο για την πρόβλεψη της πρώιμης νόσου Αλτσχάιμερ.
Με πληροφορίες από The National Geographic.