Τα κουτσομάνικα, η αψιθιά και τα ονείρατα της Φωτεινής

«Ούτε τα αρραβωνιασμένα ζευγάρια δεν άφηναν μοναχά τους, ακόμη και στο σαλόνι του σπιτιού ήταν πάντα με παρέα», θα μας πει με νόημα η Φωτεινή, αφού και η ίδια παντρεύτηκε με προξενιό, όσο για τους κρυφούς έρωτες, αυτοί εάν ήταν αμοιβαίοι, συνήθως οδηγούσαν τους επίδοξους γαμπρούς να «κλέβουν» τις μελλοντικές νύφες. Μα δεν έλειψαν και ορισμένες τραγικές περιπτώσεις που έσπρωξαν ακόμη και στην αυτοκτονία απελπισμένα νεαρά κορίτσια, ενώ κάποια από τα απορριπτέα παλικαράκια, συνήθως εκείνα που δεν είχαν προίκα, έγιναν οι πιο πικροί αιώνιοι μετανάστες.

Εκεί λοιπόν που μοιάζει σα να μαλώσαμε, να τα σπάσαμε με το παρελθόν κι όταν τύχει να συναντήσουμε κάτι περασμένο και ξεκούρδιστο, ας πούμε ένα ταλαιπωρημένο γεροντάκι, τότε κοιτάμε αμήχανα την ώρα, σα να βιαζόμαστε, γιατί θαρρούμε πως όλα τα γνωρίζουμε και διαρκώς είμαστε απόντες.

Σα να ψάχνουμε για ξένα σύμπαντα, τους άλλους πιο φιλόξενους χωροχρόνους, ενώ αναζητάμε τους πιο όμορφους εαυτούς μας με οδηγό τη ματαιότητα.

Τότε ένα πισωγύρισμα είναι αρκετό, να τόσο δα μικρό, σαν από κείνα τα περίφημα flashback του κινηματογράφου, μια τέτοια λίγο τυχαία αναδρομή είναι αρκετή, έτσι αμφιβάλλουμε λίγο παραπάνω για όλα κείνα τα δεδομένα, που κατακλύζουν και δυναστεύουν τόσο άγρια ακόμη και τις πιο μικρές στιγμές μας.

Τα όνειρα και οι ιστορίες της Φωτεινής του Τζίμη μοιάζουν με το πιο παράξενο γιατρικό, το βάλσαμο που έρχεται με φόρα από το παρελθόν!

Άραγε τα ονείρατα να είναι τα μηνύματα που δείχνουν προς το μέλλον; Ή μήπως τα προκαλεί ένα τρομερό μπλέξιμο ενός άγνωστου ζώου, του ασυνείδητου εαυτού μας;

Η Φωτεινή πάντως έχει διαλέξει το δρόμο της!

Αρκεί να τα θυμάται στο ξύπνημα και το πιο σημαντικό να ξεμπλέξει τα σημάδια τους.

Εκείνη άρχισε να πιστεύει σε αυτά από τότε που είδε τον πατέρα της να γιατρεύεται με ένα όνειρο του! Το κορούλι ήταν τεσσάρων, όταν ο γονιός της στα ξαφνικά μαράζωνε μέσα στη σιωπή, φίλοι και συγγενείς έλεγαν πως δεν πήγαινε καλά και αν τον άφηναν μονάχο, έτσι ανήμπορος, στα σίγουρα «κάπου θα έπεφτε και θα τον έτρωγαν οι Κοράκοι», μα ετούτα τα λόγια σα να χαράχθηκαν στη ψυχή της. Μέχρι που μέσα στον ύπνο του, φώναξε, πως τρύπωσε μια άγνωστη, που έλεγε πως ήταν η Αγία Κυριακή!

Αυτό ήταν αρκετό, ο πατέρας της Φωτεινής σηκώθηκε, προσευχήθηκε, άναψε και ένα κερί στη χάρη Της κι έτσι θεραπεύτηκε με μιας! Από τότε εκείνη ήξερε ποιο είναι το καλό της, στα δύσκολα πρώτα εμπιστευόταν τη διαίσθηση και την ενόραση της ψυχής της.

Μαζί με τον κόσμο των ονείρων έμαθε να εκτιμά και όλα εκείνα που προσφέρει απλόχερα η μάνα φύση. Υπήρχαν βέβαια και κάποιοι περαστικοί ξένοι που βοήθησαν, εκείνοι μπορεί να ήταν κατακτητές, ντυμένοι με στρατιωτικές στολές, όμως όταν έδειχναν το ροσμαρί, το κάρδαμο, ακόμη και τα ταπεινά γαϊδουράγκαθα, έλεγαν πως είναι γιατρικά και δεν είναι σωστό να τα ξεριζώνουμε, έφτανε να μάθουμε τη χρησιμότητα τους!

Ένα από τα πιο άγρια φυτά της Καρπάθου, που η Φωτεινή γνωρίζει καλά τη χρησιμότητα του, είναι η Αψιθιά. Πρόκεται για ένα αρωματικό φυτό, γνωστό από την εποχή του Ιπποκράτη με το όνομα Αρτεμησία, ακόμη και στο Μεσαίωνα έλεγαν ότι έδιωχνε τα κακά πνεύματα!

«Τι να σου κάμουν και οι γιατροί, όσο καλοί και να είναι, δεν μπορούν να μπουν μέσα στην αρρώστια σου». Με αυτά τα λόγια η Φωτεινή αφήνει πίσω χημείες και ακαταλαβίστικες ιατρικές ριτσέτες, μα ποιος άραγε μπορεί να αρνηθεί μια τέτοια αλήθεια;

Θυμάται όταν πριν λίγα χρόνια ανέβηκε το ζάχαρο της, τότε πήγε σε κάποιο φιλότιμο γιατρό που τη γέμισε μικρά μπουκαλάκια και πικρά χαπάκια. Εκείνη διάλεξε να ακούσει το όνειρο της, προτίμησε τη συμβουλή μιας άγνωστης γυναίκας που έβλεπε στον ύπνο και εκείνη της της έδινε να πιει ρόφημα καμωμένο από τη Θάψιθα!

Η Φωτεινή γεννήθηκε έναν αιώνα πίσω, στις 17 Δεκέμβρη 1917, στον Λιμνιώνα του κάτω Αφιάρτη της Καρπάθου. Τρίτο από τα έξι παιδιά του Μιχάλη και της Μαρούκλας, ίσα που πήγε σε τρεις τάξεις του δημοτικού, βιαστικά την έβγαλαν από το σχολείο, γιατί τα κτήματα γύρευαν ιδρώτες, θέλαν πολλά χέρια και δεν περίσσευε ούτε ένα δαχτυλάκι. Μόνο σε ένα τους χωράφι θα έσπερναν 18 τενεκέδες σπόρους.

Μα τότε στο νησί καλλιεργούσαν ακόμη και τα βράχια! Δεν άφηναν ούτε μια ελιά να πεθαίνει στο χώμα, η γυναίκα δεν θα ξεχάσει πως οι μεγάλοι έδιναν από ένα ξεροτράχαλο πετρομάχι σε όλα μωρά κι ύστερα έκαναν διαγωνισμό, ποιο μικρό θα το γέμιζε πρώτο, με τις ελιές που ξέπεσαν στο χώμα, τρύπωσαν κάτω από τις πέτρες και έμειναν αμάζευτες!

Περιθώρια για φιλοσοφίες δεν υπήρχαν, δυο χρόνια έσπερναν σε κείνη την περιοχή πλάι στη θάλασσα και μετά άφηναν τα χώματα να ξεκουραστούν και ανέβαιναν ψηλά στο χωριό, όργωναν και θέριζαν όλο το βουνό και τους γκρεμούς του. Έφτανε δεν έφτανε ο κλήρος οι αρσενικοί κάναν και ένα φεγγάρι μετανάστες, παράνομοι ή νόμιμοι δεν είχε καμμιά σημασία στο βάθος του χρόνου παρά μονάχα η επιβίωση της φαμίλιας.

Εκείνος ο αγώνας έκαμε τους ανθρώπους σκληρούς και μετρημένους, έπρεπε διαρκώς να μάχονται για το παρόν, έτσι το μέλλον δεν χωρούσε στις προτεραιότητες και δεν γινόταν εμμονή.

Αυγή της Καρπάθου, φύλλο 357, 15-10-1935

Ενώ έχουν γραφτεί τόσα πολλά για τη Δωδεκανήσια γυναίκα, για το θάρρος και τον αγώνα της, ιστορίες γύρω από την ισότητα των φύλων και την απελευθέρωση των γυναικών σπάνια συναντάς.

Μια από τις λιγοστές πληροφορίες γράφεται το φθινόπωρο του 1935, στην εφημερίδα του Μ. Παπαμανώλη, «Αυγή της Καρπάθου»:

«Εισέδυσε και εδώ η μόδα της αμμουδιάς και των μπαιν-μιξτ (κοινή παραλία για άνδρες και γυναίκες). Πρώτη πλαζ θεωρείται επί του παρόντος η πλέον μοδέρνα η του Βρόντη.Εκεί παρατηρείται και μπαιν-μιξτ, είναι η μάλλον ελευθεριάζουσα και παρακάνουσα πλαζ, είναι λιγάκι ανήθικος εις ην μαζεύονται όλα τα Π και τα Φ και παν κακό συναπάντημα του ανδρικού φύλου. Έπειτα έρχεται η της Κυράς Παναγιάς. Είναι πλαζ νοικοκυρίστικη και σεμνή, μπαιν-μιξτ δεν επιτρέπονται εδώ. Είναι η ωραιότερη αμμουδιά της Καρπάθου. Συγκεντρώνει κατ΄ έτος την καλλιτέραν Καρπαθιακήν κοινωνίαν και την αριστοκρατοτέραν».

Η Φωτεινή του Τζίμη έρχεται να προσθέσει νέα στοιχεία και θυμάται ότι οι γυναίκες του νησιού μέχρι τα μέσα του 1930 δεν επιτρεπόταν να δείχνουν τα μπράτσα τους, ούτε καν τους καρπούς των χεριών τους, ακόμη και στο κεφάλι φορούσαν τσεμπέρι και από το πρόσωπο τουλάχιστον τα μάτια ήταν ελεύθερα!

Τότε πρωτο-βγήκαν τα περίφημα «κουτσομάνικα», δηλαδή κοντά μανίκια, που δεν έφταναν μέχρι τους καρπούς των χεριών, επίσης ελευθερώθηκε ο γυναικείος λαιμός από το ρούχο που αναγκαστικά τον έκρυβε και τον έπνιγε.

Στο χωριό Πυλές είδε τέτοια πανωφόρια και πρωτάκουσε με καυστικές μαντινάδες την εξέλιξη της κοινωνίας!

Ήταν τότε δεκαπεντάχρονο κορίτσι, όταν είχαν πάρει σε εκείνο το χωριό τη γουρούνα τους για να ζευγαρώσει με έναν χοίρο και ένας ηλικωμένος, ο Μαλανδρής, δεν σταματούσε να στρώνει μαντινάδες για το «αδιάντροπο ξενόφερτο ντύσιμο των γυναικών», που είχαν πάρει «θάρρος και άρχισαν να κόβουν κομμάτια από τα ρούχα τους»!

«Όσες γυναίκες είναι εδώ και έχουν στα ξένα άντρα

Πρέπει να μη στολίζονται, να μη βαστούσι τσάντα...

...μα αυτές εκόψα το λαιμό και βγάζουν το μανίκι

και το βυζί τους φαίνεται και έχουν μεγαλίκι

φαίνεται η μασχάλη τους και το μισό μαστάρι

κι ο άντρας όσο το θωρρεί γυρεύει να μουντάρει

Αυτά τα μπράτσα πούχουμε δε τα χουμε κλεμμένα

Γιατί μας λέεις Μαλαντρή ναναι περιορισμένα;»!

Κι αν οι Καρπαθιές φόρεσαν τα κουτσομάνικα εξακολουθούσαν να είναι αυστηρά περιορισμένες και ο έρωτας ήταν απαγορευμένος και κρυμμένος βαθιά μέσα στις καρδιές τους.

«Ούτε τα αρραβωνιασμένα ζευγάρια δεν άφηναν μοναχά τους, ακόμη και στο σαλόνι του σπιτιού ήταν πάντα με παρέα», θα μας πει με νόημα η Φωτεινή, αφού και η ίδια παντρεύτηκε με προξενιό, όσο για τους κρυφούς έρωτες, αυτοί εάν ήταν αμοιβαίοι, συνήθως οδηγούσαν τους επίδοξους γαμπρούς να «κλέβουν» τις μελλοντικές νύφες. Μα δεν έλειψαν και ορισμένες τραγικές περιπτώσεις που έσπρωξαν ακόμη και στην αυτοκτονία απελπισμένα νεαρά κορίτσια, ενώ κάποια από τα απορριπτέα παλικαράκια, συνήθως εκείνα που δεν είχαν προίκα, έγιναν οι πιο πικροί αιώνιοι μετανάστες.

Ποιος να θυμάται τα τσεμπέρια και τα κουτσομάνικα ή τη βία του κληρονομικού δικαιώματος; ποιος να θυμάται ότι ακόμη και τα ζώα κάποτε τα έλεγαν «χτήματα»!

Εποχές πολύ πιο δύσκολες, μοιάζουν με έναν άλλο εντελώς ξενικό κόσμο, που όμως πέρασε και χάραξε τους δρόμους που σήμερα βαδίζουμε.

Καλύτερα ή χειρότερα;

Μύλος στο χωριό Σπόα

Απέμειναν τα συντρίμια του χρόνου να θυμίζουν κάτι από τα περασμένα κι εμείς να κρύβουμε τουλάχιστον έναν λόγο για να υπερασπιστούμε τη δική μας στιγμιαία αλήθεια, το πιο σπουδαίο είναι η δύναμη της ψυχής, η ενέργεια και το πάθος, να προχωρήσουν μπροστά και να εξελιχθούν.

Η Φωτεινή του Τζίμη (Δημήτρη έλεγαν τον άντρα της κι έτσι της έμεινε το όνομα του) επαναλαμβάνει τακτικά:

«Πουθενά δε συνάντησα κακούς ανθρώπους, μα κι αν υπήρχαν κάπου εγώ δεν θα τους κρίνω, εκείνοι κρατούσαν σφιχτά τα μυστικά τους, σίγουρα θα υπέφεραν περισσότερο».

Δημοφιλή