Η κυβέρνηση και με τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης Κώστα Τσιάρα, επιχειρεί να μεταφέρει το βάρος της ευθύνης για την κλιμάκωση των αγροτικών κινητοποιήσεων στους ίδιους τους αγρότες, όπου τα μπλόκα περιγράφονται ως πρακτικές που «στρέφονται εναντίον άλλων κοινωνικών ομάδων» και «υπονομεύουν» τα αιτήματα των κινητοποιήσεων. Υπενθυμίζεται ότι αυτή τη στρατηγική είχε «εγκαινιάσει» χθες Σάββατο από το βήμα της Βουλής ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης.
Το πολιτικό θερμόμετρο ανέβηκε ακόμα περισσότερο επειδή η πρόσκληση για συνάντηση στο Μέγαρο Μαξίμου έχει συγκεκριμένο ορίζοντα: αύριο, Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2025. Ωστόσο, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, οι αγρότες απάντησαν με ένα καθαρό «όχι» στον διάλογο “χωρίς προϋποθέσεις”, στέλνοντας λίστα αιτημάτων και διαμηνύοντας ότι θα συζητήσουν όταν υπάρξει ανταπόκριση σε αυτά.
Πριν το κυριακάτικο μήνυμα του πρωθυπουργού, ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Κώστας Τσιάρας μλώντας στο Mega το πρωί της Κυριακής (14/12), επανέλαβε την πρόσκληση για διάλογο αλλά έβαλε και σαφές πολιτικό πλαίσιο: Αν οι αγρότες απορρίψουν τη συνάντηση στο Μαξίμου, «θα πρέπει να αναλάβουν και τη δική τους ευθύνη» για την επιλογή τους.
Ο υπουργός στάθηκε και σε επιμέρους αιτήματα – με πρώτο το πετρέλαιο – λέγοντας ότι υπάρχουν δυσλειτουργίες στη διαδικασία επιστροφής του ειδικού φόρου κατανάλωσης και λάθη στους υπολογισμούς ποσοτήτων ανά καλλιέργεια, για τα οποία, όπως ανέφερε, θα δοθεί δυνατότητα διορθώσεων ώστε «οι αγρότες να πάρουν τα χρήματα που δικαιούνται».
Παράλληλα, στο κυβερνητικό αφήγημα παραμένει «κόκκινη γραμμή» το θέμα του ΟΠΕΚΕΠΕ και της ένταξής του στην ΑΑΔΕ, το οποίο παρουσιάζεται ως αδιαπραγμάτευτη επιλογή «εξυγίανσης».
Στη HuffPost, η ανάγνωση είναι πιο πολιτική: Ότι η κυβέρνηση πετάει το γάντι στους αγρότες και “παίζει” το χαρτί του κοινωνικού αυτοματισμού, δείχνοντας τα μπλόκα ως πρόβλημα για την υπόλοιπη κοινωνία. Το ερώτημα πλέον μεταφέρεται στο τι θα γίνει αύριο στο Μαξίμου. Αν θα υπάρξει έστω και την ύστατη ώρα αντιπροσωπεία ή αν η σύγκρουση θα κλιμακωθεί στους δρόμους, με τα μπλόκα να ενισχύονται και την κυβέρνηση να επιμένει πως ο διάλογος δεν μπορεί να γίνει «με όρους τελεσιγράφου».