Η κόντρα ανάμεσα στον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον αγροτικό κόσμο δεν είναι πια απλώς μια διαφωνία για μέτρα στήριξης. Με δεδομένα τα χρόνια αιτήματα των απλήρωτων – μέσα σ’ όλα – αγροτών, κτηνοτρόφων και μελισσουργών, είναι μια σύγκρουση αφήγησης, ευθύνης και πολιτικής τακτικής. Και όσο οι λέξεις βαραίνουν, τόσο μεγαλώνει ο κίνδυνος να μετατραπεί η πίεση των μπλόκων σε κοινωνικό «εμφύλιο» απρόβλεπτης έντασης.
Χθες Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025, ο πρωθυπουργός ανέβασε τους τόνους. Υποστήριξε ότι τα μπλόκα «στρέφονται εναντίον άλλων κοινωνικών ομάδων», ότι «υπονομεύουν» τα αιτήματα των αγροτών και ότι όποιος αρνείται τον διάλογο «αναλαμβάνει μεγάλο βάρος απέναντι στην υπόλοιπη κοινωνία». Αυτό δεν ήταν απλώς μια προτροπή για συνεννόηση, ήταν μια ευθεία μετατόπιση της συζήτησης από το τί ζητούν οι αγρότες, στο ποιος φταίει για την ταλαιπωρία.
Εδώ ακριβώς πατάει αυτό που πολλοί περιγράφουν ως κοινωνικό αυτοματισμό. Η κυβερνητική προσπάθεια να στηθεί ένα δίπολο «εργαζόμενοι και μετακινούμενοι πολίτες» απέναντι σε «αγρότες που κλείνουν δρόμους». Το αφήγημα μοιάζει απλό, σχεδόν αυτονόητο, αλλά είναι βαθιά πολιτικό. Γιατί όσο η κοινωνία κατευθύνεται κυβερνητικά/επικοινωνιακά και με τη βοήθεια «πρόθυμων» ΜΜΕ στο να συζητά αν «έχουν δικαίωμα» να πιέζουν, λιγότερο συζητά αν έχουν λόγο να πιέζουν.
Οι αγρότες, από την πλευρά τους, επιχειρούν να σπάσουν ένα δεύτερο, πιο ύπουλο ρήγμα. Τη διάσπαση που επιχειρεί η κυβέρνηση στο εσωτερικό του κινήματος. Απαντώντας στο κυριακάτικο μήνυμα του Κυριάκου Μητσοτάκη, ξεκαθάρισαν ότι δεν πρόκειται για καπρίτσιο «ενός μπλόκου», αλλά για συλλογική απόφαση που ελήφθη σε πανελλαδική σύσκεψη στη Νίκαια, με τη συμμετοχή 57 μπλόκων. Το μήνυμα είναι διπλό: «Δεν είμαστε μειοψηφία» και «δεν θα μας κόψετε σε κομμάτια».
Κι έρχεται η κυβερνητική «γραμμή ευθύνης» να κλειδώσει το πλαίσιο. Ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Κώστας Τσιάρας, δήλωσε ότι επιμένει στην πρόσκληση για διάλογο, αλλά «προφανώς [οι αγρότες] αναλαμβάνουν και την ευθύνη της δικής τους επιλογής». Μια φράση που, για τους αγρότες, ακούγεται λιγότερο ως πρόσκληση και περισσότερο ως προειδοποίηση. Δηλαδή ότι «από εδώ και πέρα, εσείς θα χρεωθείτε τη ζημιά».
Το ερώτημα είναι αν η κυβέρνηση θέλει πραγματικά να κερδίσει τον διάλογο ή να κερδίσει την κοινή γνώμη εναντίον των αγροτών. Γιατί όταν η πολιτική μετατρέπεται σε παιχνίδι «ποιος θα χρεωθεί τον θυμό», το κόστος δεν το πληρώνει μόνο ο πρωτογενής τομέας. Το πληρώνει η ίδια η κοινωνική συνοχή. Πλην, όμως, η κυβέρνηση σκοπίμως ξεχνά κάτι πολύ βασικό. Ότι η ίδια δεν έχει την συγκατάθεση της κοινωνίας, όπως αποδεικνύεται συνεχώς δημοσκοπικά. Μιά κοινωνία η οποία σε τεράστιο ποσοστό δείχνει μια εντυπωσιακή συνοχή επιστρατεύοντας θυμό, αγανάκτηση, αποδοκιμασία, απέναντι σε μια κυβέρνηση που έχει φορτώσει ανελέητη ακρίβεια στις περισσότερες οικογένειες και ένα αβέβαιο μέλλον που οδηγεί σε κλειστά ρολά μεσαίων και μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Και δεν είναι μόνον η ακρίβεια αν αναλογιστούμε Τέμπη, ΟΠΕΚΕΠΕ, υποκλοπές, κουκουλώματα σκανδάλων, δεκάδες χιλιάδες πλειστηριασμούς, εγκληματικότητα, νομοθετική μανία για αφαίμαξη και καταστροφή περιουσιών γης και άλλες παραμέτρους της καθημερινής ειδησεογραφίας.
Προσοχή, λοιπόν. Πόσο μάλλον στην παρούσα φάση, ο κοινωνικός αυτοματισμός είναι επικίνδυνος… Και το πιθανότερο είναι να γυρίσει μπούμερανγκ σε εκείνους που τον σχεδιάζουν και τον εφαρμόζουν…