[1] Γράφει ο Διονύσης Τσιριγώτης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, Διεθνών Σχέσεων & Διπλωματίας. Τμήμα Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πανεπιστημίου Πειραιώς. 

Τον Ιούνιο του 2025, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέβαλε στην Ελλάδα πρόστιμο ύψους 392,2 εκατομμυρίων ευρώ, συνοδευόμενο από την οριστική περικοπή 5% των μελλοντικών αγροτικών ενισχύσεων. Η απόφαση αυτή βασίστηκε σε «συστηματικές παρατυπίες» που διαπιστώθηκαν στις πληρωμές του ΟΠΕΚΕΠΕ κατά την περίοδο 2016–2022. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία (EPPO) άσκησε ποινικές διώξεις σε δεκάδες κτηνοτρόφους και κάλεσε σε απολογία πρώην κυβερνητικούς αξιωματούχους. Αν και η υπόθεση δεν συνοδεύεται από ανθρώπινα θύματα, όπως άλλες τραγωδίες που στιγμάτισαν τη συλλογική μνήμη, το θεσμικό της βάρος είναι εξίσου βαρύνουσας σημασίας, καθώς φέρνει στην επιφάνεια ένα χρόνιο έλλειμμα λογοδοσίας και αξιοπιστίας του ελληνικού κράτους.

Advertisement
Advertisement

Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν αποτελεί μια αποκομμένη περίπτωση διοικητικής παθογένειας, αλλά αναδεικνύει τον μηχανισμό μέσω του οποίου το κράτος συχνά ιδιοποιείται από κομματικά και πελατειακά δίκτυα. Μέσα από απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες και διοικητικά έγγραφα που είδαν το φως της δημοσιότητας, αποκαλύφθηκε ένα καλά εδραιωμένο κύκλωμα εξυπηρετήσεων, στο οποίο εμπλέκονταν υπουργοί, κομματικά στελέχη και ωφελούμενοι. Το κύκλωμα αυτό λειτούργησε ως εργαλείο αμοιβαίας στήριξης και συναλλαγής, υπονομεύοντας κάθε έννοια θεσμικής ακεραιότητας και δημοσίου συμφέροντος.

Οι ευθύνες που αποδίδονται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αγγίζουν ακόμα και τα ανώτατα κυβερνητικά κλιμάκια, γεγονός που εντείνει την αίσθηση μιας βαθιά ριζωμένης κρίσης λογοδοσίας. Πριν ακόμη ολοκληρωθεί η επίσημη επεξεργασία της δικογραφίας από τη Βουλή, ο δημόσιος διάλογος είχε ήδη κατακλυστεί από διαρροές, πολιτικούς υπαινιγμούς και εντυπωσιοθηρικές αναφορές. Είναι ενδεικτικό ότι τηλεοπτικά ρεπορτάζ παρουσίασαν αυτούσια την έκθεση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, όπου καταγράφονται με λεπτομέρεια ψευδείς δηλώσεις βοσκοτόπων, καταστρατηγήσεις κανονισμών και συστηματική κατάχρηση κοινοτικών πόρων.

Η αντίδραση της κυβέρνησης περιορίστηκε κυρίως σε εξαγγελίες οργανωτικού χαρακτήρα, όπως η προγραμματισμένη συγχώνευση του ΟΠΕΚΕΠΕ με την ΑΑΔΕ και η ανάθεση ελέγχων σε εξωτερικούς φορείς. Ωστόσο, οι παρεμβάσεις αυτές στερούνταν συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος ή δεσμευτικού πλαισίου υλοποίησης, δίνοντας την αίσθηση πως πρόκειται περισσότερο για κινήσεις επικοινωνιακής διαχείρισης παρά για ουσιαστικά μέτρα θεσμικής αποκατάστασης. Κι αυτό γιατί η ρίζα του προβλήματος δεν εντοπίζεται απλώς στη διοικητική δυσλειτουργία, αλλά σε μια βαθύτερη ιστορική συνθήκη.

Από την εποχή της Οθωμανικής διοίκησης και της Βαυαροκρατίας μέχρι τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους και τις μεταπολεμικές του μεταμορφώσεις, το κράτος δεν οικοδομήθηκε ως θεσμική εγγύηση της δημόσιας ζωής, αλλά ως μέσο άσκησης και ανταμοιβής της εξουσίας. Η καθιέρωση της καθολικής ψηφοφορίας το 1844 εγκαινίασε ένα σύστημα πελατειακών εξαρτήσεων, το οποίο απέκτησε θεσμική μονιμότητα. Στο πλαίσιο αυτό, η νομιμότητα συχνά υποκαταστάθηκε από κομματική διαμεσολάβηση και η δημόσια διοίκηση εξελίχθηκε σε υβρίδιο εξυπηρετήσεων, παρά σε μηχανισμό εφαρμογής καθολικών κανόνων.

Αυτή η πολιτειακή παράδοση διαμόρφωσε μια διοικητική κουλτούρα χαμηλής λογοδοσίας, όπου η διαφθορά δεν εμφανίζεται ως έκτακτη παρεκτροπή, αλλά ως αναμενόμενη συνέπεια της απουσίας θεσμικών αντίβαρων. Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, επομένως, δεν περιορίζεται σε τεχνικού τύπου παρατυπίες, αλλά εγγράφεται σε ένα ευρύτερο πλέγμα ανοχής και συγκάλυψης, το οποίο επιβαρύνει συλλογικά την κοινωνία, τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά. Το κόστος, άλλωστε, δεν το πληρώνουν οι υπεύθυνοι, αλλά το κοινωνικό σύνολο, μέσω προστίμων, απώλειας πόρων και διαρκούς υπονόμευσης της διεθνούς αξιοπιστίας της χώρας.

Απέναντι σε αυτήν την πραγματικότητα, οι απαντήσεις δεν μπορεί να περιορίζονται σε διαχειριστικές συγχωνεύσεις ή περιστασιακούς ελέγχους. Η ανάγκη για ουσιαστική θεσμική επανεκκίνηση είναι επιτακτική.

Advertisement

Απαιτείται, μεταξύ άλλων, η συνταγματική κατοχύρωση μηχανισμών λογοδοσίας, η ίδρυση ανεξάρτητης Αρχής Ακεραιότητας με πλήρη ψηφιακή πρόσβαση και δυνατότητα αυτόνομης παραπομπής υποθέσεων στη Δικαιοσύνη, καθώς και η σύνδεση της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης με δείκτες διαφάνειας και τεχνολογικής εποπτείας. Η αξιοποίηση γεωγραφικών πληροφοριακών συστημάτων για την παρακολούθηση αγροτικών ενισχύσεων και η εφαρμογή αυτοματοποιημένων ελέγχων σε κρίσιμες υποδομές αποτελούν βασικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.

Την ανάγκη για ουσιαστικό μετασχηματισμό υπενθυμίζει και η πρόσφατη επαναφορά στη δημοσιότητα της παλαιότερης συνέντευξης του Θεόδωρου Πάγκαλου στον Κωνσταντίνο Ζούλα, στην οποία ο πρώην υπουργός παραδεχόταν ότι κοινοτικά κονδύλια χρησιμοποιούνταν αυθαίρετα, χρηματοδοτώντας έργα παντελώς άσχετα με τον πρωτογενή τομέα. Η μαρτυρία αυτή αναδεικνύει την πλήρη απουσία εθνικής στρατηγικής και την εκκωφαντική αδυναμία καθοδήγησης των ευρωπαϊκών ενισχύσεων με κριτήριο το δημόσιο συμφέρον.

Η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ, εντέλει, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αναμενόμενη έκφραση ενός μοντέλου διακυβέρνησης που λειτουργεί χωρίς ηθικούς φραγμούς και θεσμικά αντίβαρα. Εάν το πολιτικό σύστημα δεν μεταβεί από τη λογική της διαχείρισης στη λογική της ακεραιότητας, η ιστορία θα επαναληφθεί — με άλλο όνομα, σε άλλο τομέα, αλλά με παρόμοια αποτελέσματα: φθορά των θεσμών, απώλεια πόρων, και βαθύτερη αποξένωση των πολιτών από την πολιτική διαδικασία.

Advertisement

Όπως επισήμαινε και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, «ο πολιτικός ανήρ έχει γνώμονα πάσης αυτού πράξεως το κοινόν συμφέρον». Χωρίς την αρχή αυτή, η δημοκρατία διολισθαίνει σε ένα διαρκές έλλειμμα νομιμοποίησης, που μακροπρόθεσμα κοστίζει όχι μόνο σε χρήμα, αλλά και σε κάτι πολυτιμότερο: στην εμπιστοσύνη των πολιτών ότι το κράτος μπορεί να λειτουργήσει υπέρ τους.

 

 

Advertisement

 

[1] Πηγή : https://www.imerazante.gr/2025/07/04/368703

 

Advertisement
Advertisement