Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ούτε στην Κοπεγχάγη , την άλλη εβδομάδα, θα μπορέσει να συναντηθεί με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Απλούστατα γιατί δεν θα πάει σε αυτή τη Σύνοδο ο Τούρκος Πρόεδρος. Όπως άλλη δουλειά είχε, πιο σημαντική, στη Νέα Υόρκη, εξου και ανέβαλε (για αναβολή μας έλεγαν στην αρχή, από την ελληνική αντιπροσωπεία) που τελικά ήταν καραμπινάτηματαίωση του ραντεβού με τον δικό μας. Και εδώ που τα λέμε, δεν έχει κανέναν απολύτως λόγο ο Ερντογάν δεν θέλει να βιάζεται να βρεθεί με το Μητσοτάκη. Δυστυχώς είναι καβάλα στ’ άλογο και περίπου (αν όχι ακριβώς) μπορεί και κάνει ό,τι θέλει στην περιοχή μας, αλλά και ευρύτερα. Όπου, τέλος πάντων, μπορεί να απλώσει τα πόδια του στον πλανήτη γη. Δεν του κακόπεσε, αντιθέτως μάλιστα, η θερμή συνάντηση που είχε στο Λευκό Οίκο με τον Ντόναλντ Τραμπ. Και ούτε χρειάστηκε να περιμένει στην ουρά για μία χειραψία και μία φωτογραφία στη δεξίωση που έδωσε ο Αμερικανός Πρόεδρος για τα 80 χρόνια ΟΗΕ. 

Το ζήτημα είναι τί κάνει η ελληνική Διπλωματία, με την εξωτερική της πολιτική, που καθορίζει το Μαξίμου. Αντιλαμβάνομαι ότι θέλει διακαώς ο Πρωθυπουργός να συναντήσει τον Τούρκο Πρόεδρο, τρέχουμε να κλείσουμε ένα ραντεβού, αλλά το ζήτημα είναι να καταφέρει τί ακριβώς. Κατά τα κοινώς λεγόμενα, ο άλλος δεν «χαμπαριάζει». Αλλά ασφαλώς, όπως μου ελέχθη από πηγή του υπουργείου Εξωτερικών, είναι σημαντικό να γίνονται τέτοιες συναντήσεις, ώστε να αποφευχθούν τα ενδεχόμενα μιας κρίσης που αν συμβεί, δεν θα είναι καθόλου καλό, μα καθόλου καλό και φαντάζομαι ότι ο καθένας το αντιλαμβάνεται. Αλλά πώς να γίνει μία τέτοια συνάντηση, όταν είναι εμφανές ότι δεν θέλει η άλλη πλευρά; Αγνοώ αν στο Μαξίμου ακούγεται από κάποιο ραδιοφωνάκι το γνωστό τραγούδι του Ξαρχάκου με την φωνή του Κόκοτα «ένα όνειρο απατηλό».

Advertisement
Advertisement

Και μιά σημαντική παρατήρηση: Ο Κυριάκος Μητσοτάκης από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ αναφέρθηκε στο casus belli. Το είχε πει και στην συνέντευξη Τύπου στην Θεσσαλονίκη. Δεν είναι εύλογη η απορία, από τη στιγμή που υφίσταται αυτή η πολεμοχαρής/απειλητική απόφαση της τουρκικής πλευράς, τότε γιατί να υπογράψουμε την Διακήρυξη των Αθηνών πριν από δύο χρόνια; Μήπως «πιέζουμε» μόνο στα λόγια και όχι σε πράξεις;