«Δεν γεννιέσαι γυναίκα, γίνεσαι»

H χειραφέτηση της γυναίκας δεν σημαίνει αλλαγή όρων κυριαρχίας αλλά υπέρβασή τους.
Open Image Modal
.
Getty

«Η κοινωνική πρόοδος μετριέται με τη θέση της γυναίκαςστην κοινωνία…»

(Μαρξ) 

Κάθε «Παγκόσμια Ημέρα» μάς παρακινεί άλλοτε να εμπλουτίζουμε τη μνήμη μας με στοιχεία και γεγονότα που μάς διαφεύγουν και άλλοτε να αναστοχαστούμε για τα δική μας στάση απέναντι στο αντικείμενο του εορτασμού. 

Η Παγκόσμια Ημέρα Γυναίκας δίνει την ευκαιρία σε όλους να αναζητήσουν σε ποιο βαθμό οι σχέσεις των δύο φύλων καθόρισαν τόσο την πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού όσο και το περιεχόμενό του.

Αυτό βεβαιώνεται από τη διαπίστωση πως ο άνθρωπος από τις πρώτες στιγμές εμφάνισής του στη γη συνειδητοποίησε δύο πραγματικότητες – που είναι παράλληλα και αλήθειες – που έμελλε να προσδιορίσουν καταλυτικά τόσο την ψυχολογία του όσο και την γενικότερη συμπεριφορά και βιοθεωρία. 

Οι δύο αλήθειες

Η πρώτη αλήθεια σχετίζεται με την συνειδητοποίηση της «περατότητάς» του ως βιολογικού όντος. Αναγνώρισε, δηλαδή, και αποδέχτηκε την αναγκαιότητα του θανάτου. Μία αναγκαιότητα που ακόμη δεν μπόρεσε να «υπερβεί», αν και η επιστήμη του έδωσε πολλά εργαλεία και «όπλα».

Η δεύτερη αλήθεια είναι αυτή της διαπίστωσης των διαφορών ανάμεσα στα δύο φύλα. Διαφορές που αισθητοποιούνται τόσο σε επίπεδο ανατομικό όσο και σε ψυχολογικό.

Η αποδοχή της δεύτερης αλήθειας στάθηκε η αιτία για την γέννηση και διάδοση θεωριών που σχετίζονται με το ρόλο και τη θέση των δύο φύλων στην κοινωνική ζωή.

Σε τελευταία ανάλυση η αναγνώριση και αποδοχής της διαφοράς των δύο φύλων συνέβαλε σημαντικά στην οριοθέτηση των ρόλων τους στην κοινωνική και οικονομική ζωή.

Σε ένα άλλο επίπεδο καθόρισε και τους τρόπους και τα πρότυπα συγκρότησης και ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας και του πολιτισμού γενικότερα σε όλες του τις εκφάνσεις.

Μία από τις πολλές συνέπειες της αναγνώρισης και αποδοχής της ανατομικής διαφοράς ήταν και η προβολή της θεωρίας περί ανωτερότητας του ανδρικού φύλου έναντι του γυναικείου.

Έκτοτε η ανθρώπινη ιστορία και ο πολιτισμός βάδισαν πάνω στον αγώνα κυριαρχίας του ενός φύλου. Μία περιδιάβαση στις θέσεις που διατυπώθηκαν στην πορεία του χρόνου σχετικά με τη φύση της γυναίκας θα μάς βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα τα κοινωνικά στερεότυπα που υποβίβασαν το γυναικείο φύλο.

Η μητριαρχία ως ιστορικός χρόνος αποτελεί διάλειμμα στο καθεστώς της πατριαρχίας. 

Ο Αριστοτέλης, ο Σοφοκλής και ο Παύλος για τη γυναίκα

Οι εκάστοτε αντιλήψεις για τη φύση και το ρόλο του θηλυκού στην οικογένεια, στην κοινωνική ζωή και στη φυσική εξέλιξη καθόρισαν και το στερεότυπο της γυναίκας.

Πρώτος ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» του περιέγραψε τη φύση του θηλυκού με μία θέση ήκιστα κολακευτική γι’ αυτό και το φεμινιστικό κίνημα:

«Φύσει μεν ουν διώρισται το θήλυ και το δούλον… εν δε τοις βαρβάροις το θήλυ και το δούλον την αυτήν έχει τάξιν».

Ο Φιλόσοφος της Λογικής, δηλαδή, θεωρούσε πως το θηλυκό και ο δούλος βρίσκονται στην ίδια θέση και η φύση καθορίζει το ρόλο τους. Η απόλυτη ταύτιση των δύο αυτών είναι πιο εμφανής στους «βαρβάρους», αφού αυτοί δεν χαρακτηρίζονταν από την ικανότητα να σκεφτούν λογικά, να αυτοκυριαρχούνται και να νιώθουν ελεύθεροι…

Την κατωτερότητα της γυναίκας έναντι του άνδρα διακήρυξε και ο Σοφοκλής στην τραγωδία του «Αντιγόνη» όταν δια στόματος Ισμήνης προβάλλει την άποψη πως:

«Αλλ’ εννοείν χρη τούτ’ μεν γυναίχ’ ότι έφυμεν, ως προς άνδρας ου μαχουμένα…».

Η παραπάνω θέση δεν εμπεριέχει μόνο μία διαπίστωση (βιολογική ανωτερότητα του άνδρα) αλλά κι έναν προτρεπτικό τόνο για τη θέση – συμπεριφορά των γυναικών απέναντι στους άνδρες (δεν πρέπει – μπορούμε να πολεμάμε τους άνδρες).

Η πρώτη επίσημη διακήρυξη για την ισότητα του αρσενικού με το θηλυκό έγινε από τον Παύλο, με το εμβληματικό:

«Ουκ ένι άρσεν και θήλυ∙ πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού».

Ωστόσο σε άλλες επιστολές του ο Παύλος συμβουλεύει τις γυναίκες να υποτάσσωνται στους άνδρες τους «Οι γυναίκες να υποτάσσωνται στους άνδρες τους, όπως στον Κύριο», (Εφεσ., Ε’, 22). Η ανδροκρατία κρατούσε ακόμη γερά. 

Η γυναίκα γίνεται

Ωστόσο η πρώτη ερμηνεία για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία δόθηκε από την Σιμόν ντε Μποβουάρ με λίγες λέξεις, που αποτυπώνουν όμως μία ολόκληρη αλήθεια. Όσο κι αν φαίνεται αιρετική στοχεύει στον πυρήνα του θέματος.

«Δεν γεννιέσαι γυναίκα, γίνεσαι…».

Η μητέρα του φεμινισμού είδε καθαρά πως οι ανατομικές διαφορές των δύο φύλων χρησιμοποιήθηκαν για να δικαιολογήσουν την ανισότητα και την υποταγή της γυναίκας.

Η θέση «Η γυναίκα δεν γεννιέται, γίνεται» πέραν από τη λεκτική της υπερβολή αποτυπώνει μια πραγματικότητα που εξηγεί και την υποβάθμιση του γυναικείου φύλου.

Η άποψη «Η γυναίκα δεν γεννιέται» δεν αναιρεί τους βιολογικούς νόμους ούτε παραβλέπει τις ανατομικές διαφορές των δύο φύλων. Απλούστατα ορίζει με άλλον τρόπο το περιεχόμενο της έννοιας «γυναίκα» και ό,τι αυτή περιλαμβάνει.

Με την έννοια, δηλαδή, «γυναίκα» η Σιμόν ντε Μποβουάρ υπονοεί το σύνολο των κοινωνικών, ψυχοσυναισθηματικών και ηθικών γνωρισμάτων που χαρακτηρίζουν το συγκεκριμένο πλάσμα της φύσης. Εξάλλου η γυναίκα όπως και ο άνδρας δεν χαρακτηρίζονται μόνο από τη βιολογική τους υπόσταση αλλά και από τις άλλες (πνευματική, κοινωνική…). 

Στη συγκεκριμένη, δηλαδή, θέση η συγγραφέας προβάλλει τον καταλυτικό ρόλο της κοινωνίας στη διαμόρφωση της ψυχοδομής και συμπεριφοράς της γυναίκας.

Οι διαμορφωμένες αξίες, συμπεριφορές και ηθική για τη γυναίκα υιοθετούνται από το κοινωνικό σώμα και με έναν εξουσιαστικό τρόπο επιβάλλονται στην ηθική του γυναικείου φύλου.

Κάθε γυναίκα προσαρμόζει την ηθική της και την κοινωνική της συμπεριφορά σύμφωνα με τα αντίστοιχα κοινωνικά στερεότυπα και προκαταλήψεις.

Τα στερεότυπα αυτά επικάθηνται στη συνείδηση των μελών της κοινωνίας και τα περιχαρακώνουν σε σταθερές αντιλήψεις για το ρόλο της γυναίκας στην οικογενειακή, κοινωνική, πολιτική και οικονομική ζωή.

Ο κοινωνικός έλεγχος που ασκείται δρα περιοριστικά στην ελευθερία των γυναικών και διαμορφώνει στο απόλυτο κάθε πτυχή της κοινωνικής τους συμπεριφοράς.

Έτσι λοιπόν η θέση της Σιμόν ντε Μποβουάρ δικαιώνει την άποψη πως η γυναικεία παρουσία δεν είναι κάτι αυτοφυές και αποκλειστικά προϊόν βιολογικών λειτουργιών αλλά προϊόν της επικρατούσας κοινωνικής ηθικής και πολιτιστικών προτύπων.

Η εξίσωση των δύο φύλων δεν είναι θέμα νομικό αλλά αποτέλεσμα μιας βαθύτερης εσωτερικής συνειδητοποίησης της γυναικείας φύσης και των δυνατοτήτων της.

Η ελευθερία και η ισότητα δεν υπόκεινται σε ποσοτικές μετρήσεις και γι’ αυτό η χειραφέτηση της γυναίκας δεν σημαίνει αλλαγή όρων κυριαρχίας αλλά υπέρβασή τους.

Η προτροπή του Κ. Παλαμά προς τις γυναίκες είναι πάντα επίκαιρη: 

«Γυναίκα, αν θες αντρίκεια να δουλέψεις/ για τον ξεσκλαβωμό σου,

δεν σε φτάνει/ να κάψης, να σκορπίσεις, να ξοδέψης/ το χρυσάφι,

τη σμύρνα, το λιβάνι/ στο νέο βωμό. Μέσα σου πρώτα κάψε/

το τριπλό ξόανο που τους δούλους κάνει,/

Συνήθεια, Κέρδος, Πρόληψη.

Και σκάψε,/ και του παλιού καιρού τα παραμύθια,/

κι ας είναι όμορφα, μια για πάντα θάψε».