Η παράδοξη λογική του απρόβλεπτου κακού

Θα μπορέσει «το κακό που μας βρήκε» να μην γίνει η ταφόπλακα της ελπίδας μας, αλλά η ματωμένη βάση μιας αλλαγής;
|
Open Image Modal
NurPhoto via Getty Images

Μέρες μετά την καταστροφική εμφάνιση των σεισμών Τουρκίας- Συρίας, κάποιοι ανασύρονται ζωντανοί μετά από ατέλειωτες ημέρες θαμμένοι κάτω από τα συντρίμμια των πολυκατοικιών. Την ματιά μου έκλεψαν οι αυθόρμητες απορίες των διασωθέντων παιδιών: «θα πάω αύριο σχολείο;», «βρήκατε τον μπαμπά μου;»! 

Στην ψυχοθεραπεία του πένθους των παιδιών πρωτοσχολικής ηλικίας «δουλεύουμε» με το βλέμμα που έχει προσηλωθεί στο «κακό», στην απώλεια, στο πρόσωπο που έχει αποχωρήσει από το σπίτι, από την χώρα, από την σχέση. «Όσο κοιτάζουμε στο Μέρος που δίνει λίγα, έχουμε στραμμένη την πλάτη μας στο Μέρος που δίνει τα πολλά» λέει το μαύρο πουλί στο βατραχάκι που πενθεί, στο θεραπευτικό παραμύθι της Margot Sanderland για την δυσκολία επανένταξης στην καθημερινή ζωή, των παιδιών με επιπλεγμένο πένθος. 

Στην ομαδική ανάλυση έχουμε διαρκή σχέση με το «Μέρος» που συμβαίνουν τα πράγματα. Προσπαθούμε να παρατηρούμε τι συμβαίνει στο χώρο. Στο χώρο μεταξύ μας, στο χώρο έξω από εμάς, στο χώρο μεταξύ της ομάδας και της κοινωνίας, στο χώρο έξω ή μετά από αυτό που παρατηρούμε. Από εκεί έρχεται το παράδοξο, το αναπάντεχο, το απρόβλεπτο. 

Ο λαός λέει «μας ήρθε από εκεί που δεν το περιμέναμε». Συνήθως από εκεί που δεν περιμέναμε λέμε ότι μας ήρθε το ΚΑΚΟ. Σε αυτήν την αίσθηση προσπαθεί να αντιδράσει και ο λιγότερο ή περισσότερο ελεγκτικός χαρακτήρας της λογικής μας. «Να έχεις το νου σου»! «Να έχεις τα μάτια σου δεκατέσσερα»! Πολλοί (όλο και περισσότεροι) καταλήγουμε σε μια διαδικασία ατελείωτων ελεγκτικών σκέψεων, «Ψυχαναγκαζόμαστε» με την ασφάλεια, λαμβάνουμε τα μέτρα μας, θυμώνουμε με τα μικρόβια και τους «ανεύθυνους» και «χαλαρούς» ανθρώπους, οργανωνόμαστε, στρατικοποιούμαστε, χτίζουμε τοίχους και στρατό. 

Συνήθως από εκεί που δεν βλέπουμε θα έρθει αυτό που δεν χωράει σε ό,τι θεωρούμε δικό μας, εαυτό μας, χαρακτηριστικό της ομάδας που ανήκουμε. Γι αυτό και συνήθως είναι το κακό που θα έρθει απρόβλεπτα. Γιατί δεν χωράει στην εξιδανικευμένη εικόνα μας, στην ιδέα καθαρότητας και τελειότητας της καταγωγής μας, στην φαντασιωσική μας πραγματικότητα που επεκτείνεται και στην εικόνα που διατηρούμε για τον κόσμο που μας περιβάλλει, η πιθανότητα να είμαστε φθαρτοί, τρωτοί, ευάλωτοι, υπεύθυνοι και για πράγματα που δεν έχουν δόξα και «γκλαμουριά», συνυπεύθυνοι στο κακό που γεννάμε και μας βρίσκει. 

Δεν τολμώ να ψελλίσω τη λέξη «Τέμπη», δεν τολμώ να πλησιάσω στα παπούτσια των γονιών που χάσανε τα παιδιά τους στο σιδηροδρομικό δυστύχημα της προηγούμενης εβδομάδας. Μπορώ σαν θεραπευτής να παρατηρήσω την αυθόρμητη και φυσική διαντίδρασή μου με το γεγονός του τι ακούω και τι βλέπω στο πλαίσιο της θεραπείας και στο πλαίσιο της εκτός θεραπείας ζωής μου.  

Και να η δική μου χρονογραμμή: 

Βράδυ Τσικνοπέμπτης 2023 στο Λονδίνο συμφωνούμε με την κόρη μου να πάρει το τρένο της Τρίτης 7 Μαρτίου, ένα γρήγορο Intercity, από Αθήνα για Θεσσαλονίκη, αφού πετάξει στην Αθήνα από Λονδίνο.  

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2023 επιστρέφοντας νύχτα στο ψιλόβροχο, αναστοχάζομαι τους σεισμούς της Τουρκίας και αναρωτιέμαι αν ισχύει η θεωρία της κοινής «μήτρας» (matrix) της ομαδικής ανάλυσης του Foulkes, που μοιάζει να εξηγεί (προφανώς όχι μόνο σε ένα γεωλογικό επίπεδο) την εμπειρία των κοινών τραγωδιών δυο τόσο αντίθετων (σε κάποια στοιχεία τους) λαών, της Τουρκίας και της Ελλάδος και πως θα ήταν η επανάληψη της εμπειρίας των σεισμών του 1999, που οδήγησε στη λεγόμενη «ελληνοτουρκική διπλωματία των σεισμών», όταν δηλαδή η τραγωδία στη μία χώρα, ακολουθήθηκε από μια αντίστοιχη εμπειρία στην άλλη. 

Πρωί Τετάρτης 1 Μαρτίου 2023, ανοίγοντας το κινητό και πριν την έναρξη της εργασιακής ημέρας, κατακλύζεται από μηνύματα σχετικά με την νέα τραγωδία. Δυο συρμοί, μετωπική σύγκρουση, έξω από τα (αναθεματισμένα από τόσους γονείς) Τέμπη.  

Κατακλύζομαι από την ανάγκη να επιβεβαιώσω πως η κόρη μου δεν ταξιδεύει. Μια παράλογη ανάγκη, αφού δεν επρόκειτο να ταξιδέψει για περίπου μια βδομάδα ακόμα. Μια ανάγκη που ωστόσο εξηγείται απόλυτα στην απόλυτη οδύνη του χαμού, χρόνος και τόπος σχετικοποιούνται, αφού σημαντική γίνεται η πληροφορία από μια άλλη «σφαίρα» ή περιοχή της ύπαρξης, αυτής του ενδοψυχικού δεσμού και των συναισθηματικών συνδέσεων με τα αγαπημένα μας πρόσωπα.  

Το ίδιο πρωί σε συνεδρία, μια θεραπευόμενη στην ίδια δεκαετία ζωής με εμένα, προσέρχεται με εμφανή τα σημάδια ενός επιχείλιου έρπη, που μόλις έχει αναδυθεί. Ένα χρόνο πριν, 25 Ιανουαρίου 2022, ο δικός της γιος- φοιτητής, είχε επιβιώσει της εμπειρίας ακινητοποίησης του αντίστοιχου τρένου Αθήνα - Θεσσαλονίκη στα χιόνια και στη συνέχεια βίωσε την (μικρότερη τότε) σύγκρουση της ακινητοποιημένης αμαξοστοιχίας με την επερχόμενη για «διάσωση», και τον τραυματισμό 9 συνεπιβατών! Αρκούσε το άκουσμα της είδησης και η μετατραυματική εμπειρία της μητέρας, χάνοντας χρόνο και τόπο, γίνεται μια δυσφορική εμπειρία οξείας αντίδρασης πένθους. Ο γιος της είναι σήμερα στην Αθήνα γερός αλλά η ίδια πενθεί στην πολυθρόνα της θεραπείας, έχοντας για πάντα μέσα της τον βιωμένο χώρο της αίσθησης απώλειας του παιδιού.  

Ακολουθούν τις ερχόμενες ημέρες αλλεπάλληλες συζητήσεις, τηλεφωνήματα, θεραπευτικές συνεδρίες ποτισμένες στον πόνο, την οργή, την απόγνωση, την ερώτηση συμπαράστασης στον γνωστό και τον συγγενή που έχει χάσει τον δικό του άνθρωπο. Στα εφηβάκια επιστρέφει ο αυτοκτονικός ιδεασμός και στους γονείς η ένταση, ο έλεγχος και η βιαιότητα των κινήσεων και των αντιπαραθέσεων. 

Την Παρασκευή 3 Μαρτίου 2023 ωστόσο, στην ομαδική θεραπεία των εφήβων, η συζήτηση κυριαρχείται από τον θάνατο και την οργή. Ακριβώς από έξω ο απόηχος της πορείας διαμαρτυρίας στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, έχει βοηθήσει στην καθυστερημένη προσέλευση κάποιων παιδιών από την ομάδα. Μια κοπέλα περιγράφει την ένταση και τη σχετικότητα της εμπειρίας της, καθώς διασχίζει την πορεία και διαπιστώνει μια ομάδα «κουκουλοφόρων» να σπάζουν τη τζαμαρία ενός καταστήματος ρούχων. Στη συζήτηση που ακολουθεί η επιθετικότητα θα ερμηνευτεί από τους εφήβους ως η επίθεση σε αυτό που μας ενοχλεί και η σπασμένη βιτρίνα αξιοποιείται ως η επίθεση στο καθρέφτισμα του «άσχημου» εαυτού μας και όχι στον «άλλον» ή στους άλλους. 

Μην αντέχοντας την ασχήμια του θανάτου και μην αντέχοντας την ασχήμια του εαυτού μας, επαναστατούμε εναντίον όλων όσων δεν είμαστε εμείς. Οι μηχανοδηγοί στους σταθμάρχες, οι σταθμάρχες στις τεχνολογικές ασφαλιστικές δικλείδες, η εταιρία των συρμών στην εταιρία των υποδομών, το υπουργείο υγείας στις εταιρίες των σιδηροδρόμων, οι κυβερνητικοί πολιτικοί στον ανθρώπινο παράγοντα και οι άνθρωποι και η κοινωνία στους πολιτικούς.

Δεν περιλαμβάνω στον κύκλο αυτό την απόγνωση των γονέων που πενθούν. Δεν αντιστοιχεί να μπούνε μαζί μας σε αυτόν τον διάλογο τώρα. Ανήκουν και στα θύματα της τραγωδίας και στους επιζήσαντες και μαζί τους ξεκινάει ένας Γολγοθάς επεξεργασίας του ακατανόητου. Το κείμενο αυτό είναι μια κατάθεση στον διάλογο και την επεξεργασία να βρεθεί νόημα σε κάτι τόσο τραγικό, που ωστόσο μοιάζει να απασχολεί σε διαφορετικές μορφές συχνά την πατρίδα μας. 

Δεν θα υπάρξει ούτε μοίρα στροφής προς κάτι άλλο, αν η στροφή δεν επιτευχθεί συνολικά. Τα καλώδια ηλεκτροδότησης συρμών και συστημάτων, μπορούν να τοποθετούνται και να κλέβονται, τα συστήματα ασφαλείας να εκσυγχρονίζονται και να τοποθετούνται αλλά το προσωπικό να μην εκπαιδεύεται, τεράστια ποσά δημοσίου χρήματος να διασπαθίζονται ατιμώρητα, νέες παραγγελίες και νέες εκπαιδεύσεις και η τραγωδία απλώς, ως σύμπτωμα, να μετακυλίεται, από τον αέρα στη γη και από τα τρένα στη θάλασσα και από τις μεταφορές στην υγεία και από την υγεία στην εκπαίδευση.

Το τροχαίο και η ανακοπή από τα ναρκωτικά να δίνει τη θέση του στον πυροβολισμό, το μαχαίρωμα στην οπαδική βία, το ξεκαθάρισμα λογαριασμών στην πολιτική αντιπαράθεση και η λαμογιά της πολιτικής στην προσπάθεια εξασφάλισης εγγράφων για την μετεγγραφή που δεν δικαιούται ένας «κανακάρης» μας.

Αυτό που ουσιαστικά αυτήν την φορά μπορεί κάτι να μετακινήσει δεν είναι ο «αδικαιολόγητος» και απρόσμενος θάνατος τόσων ανθρώπων που θα μπορούσε να έχει προληφθεί. Αυτό υπήρξε και στην τραγωδία στο «Μάτι» και αλλού. Αυτό που ουσιαστικά μπορεί να μας μετακινήσει είναι η ύπαρξη τόσων νέων επιζησάντων που δεν θα θέλουν και δεν θα μπορούν να «ξεχάσουν» την πάλη τους για τη ζωή και τις ιστορίες που γέννησαν και που μας εμπνέουν μέσα στην κόλαση της απελπισίας, ιστορίες που λένε ότι δεν λειτούργησαν οι νέοι ιδιωτικά, απαρνήθηκαν την ατομική τους σωτηρία και με αλληλοβοήθεια σχημάτισαν μια κοινότητα που πάλεψε να διασωθεί και να κερδίσει από τον θάνατο έστω άλλον έναν άνθρωπο διπλανό τους! 

Αυτή η συνεργασία και αυτή η αυτοθυσιαστική αλληλεγγύη λείπει ξεκάθαρα από την κουλτούρα της επίσημης πολιτικής μας εμπειρίας. Λειτουργεί στο μικροσύστημα πολλών υπηρεσιών και αναρίθμητοι συμπολίτες μας αυτοθυσιαστικά καταφέρνουν να λειτουργήσουν φορείς και υπηρεσίες που έχουν ατελείωτα προβλήματα και ανεπάρκειες. Χάνεται ωστόσο μόλις τα φώτα της δημοσιότητας ψάξουν για «περσόνες» και influencers της καθημερινής ζωής, για εκθαμβωτικό life style και «προσωπική επιτυχία» στην χώρα της αναξιοκρατίας. Αυτή η συνεργασία αποκαλύπτεται στον κίνδυνο πιο μαζικά, χάνεται στην σιωπή της ειρηνικής καθημερινότητας, χάνεται ωστόσο και στην υπομονή που αντιστοιχεί στις διαπροσωπικές σχέσεις, στις φιλίες και στον έρωτα. Τι συμβαίνει; Είμαστε οι Έλληνες αυτοκαταστροφικοί; 

Μιλώντας διαρκώς με συναδέλφους και συνεργάτες στο εξωτερικό αυτές τις ημέρες, τους επικοινωνώ δύο κεντρικές ιδέες για να κατανοήσουν πως άτομο και κοινωνία, πολίτης και πολιτεία, ιδιώτης και πολυεθνική εταιρεία, συνεργαζόμαστε στην πατρίδα Ελλάδα για να γεννήσουμε τις προϋποθέσεις για  καταστροφικές εμπειρίες. 

Υποψήφιοι Πασάδες: Παρά την παρέλευση σχεδόν ενός αιώνα από την απελευθέρωση από την οθωμανική αυτοκρατορία των σημερινών εδαφών της Ελλάδας, επιβιώνει η απωθημένη επιθυμία για την εξασφάλιση μιας παντοδύναμης αυτάρκειας και ασφάλειας, αυτή που στην φαντασίωση του Ραγιά, διέθεταν ο Πασάς και ο Κοτσάμπασης. Κρατάμε την επιθυμία μας στραμμένη στο υλικό, σε αυτό που γυαλίζει, σε αυτό που υπόσχεται ασφάλεια, ανεξάρτητα από την μοίρα των υπολοίπων, ανεξάρτητα από την μοίρα της ίδιας αυτής της χώρας που κατοικούμε.

Ακόμα κι αν δεν μπορούμε να φτάσουμε τον πακτωλό χρημάτων ενός εφοπλιστή ή ενός επιχειρηματία της νύχτας, τον ορεγόμαστε! Τον φθονούμε, τον ζηλεύουμε, τον ζηλοφθονούμε, αλλά κυρίως τον κατανοούμε. Καταλαβαίνουμε δηλαδή τον τρόπο ζωής που κάνουνε οι άνθρωποι που έχουνε δύναμη και εξουσία. Τον τρόπο αυτόν τον καταλαβαίνουμε και ως κοινωνία γι’ αυτό και τα κοινωνικά μας μέσα δικτύωσης, οι εκπομπές στην τηλεόραση και οι θέσεις υποψηφίων για θέσεις εξουσίας, συχνά γεμίζουν από ανθρώπους της έντονης, γυαλιστερής, ατομικιστικής ευμάρειας.

Η αμέσως επόμενη θέση ως προς αυτούς είναι η εξασφάλιση από αυτούς για εμάς (ή το παιδί μας) κάποιας θέσης, σιγουριάς, «σιγουράντζας» που λέμε λαϊκά, είτε στο Δημόσιο, είτε στον ιδιωτικό τομέα. Μιας θέσης υπαλλήλου ή προϊσταμένου. Ανεξάρτητα από το προσωπικό μας πάθος για την τέχνη και τα γράμματα, ανεξάρτητα από το αν αγαπάμε το αντικείμενο απασχόλησής μας! Αυτήν την «αδυναμία» του έλληνα εκμεταλλεύεται η κάθε εταιρεία και πολυεθνική που πριμοδοτώντας οικονομικά όποιον της εξασφαλίζει τα συμφέροντα της. 

Απουσία Λογοδοσίας (accountability): Μια δεύτερη ιδέα που έχει να κατανοηθεί, είναι αυτή της ανάληψης ατομικής ευθύνης. Εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν περισσότερο, γιατί υπεισερχόμαστε στο χώρο τον προσωπικό. Σε μια χώρα που η ιδέα του φιλότιμου αποτελεί αξία, δημιουργείται η βεβαιότητα ότι η εφαρμογή των κανόνων που απορρέουν από το ρόλο μας ή αντίστοιχα η παροχή των υπηρεσιών που απορρέουν από την επαγγελματική μας θέση, μοιάζει να είναι ζήτημα προσωπικής συνείδησης και ευθιξίας, παρά μία δεδομένη υποχρέωση που προκύπτει από κάποιο συμβόλαιο.

Αν και ψυχαναλυτικά αυτό μοιάζει με την δυσκολία εσωτερίκευσης του νόμου, δηλαδή την δυσκολία ένας άνθρωπος να «καταπιεί» τους όρους και τους κανόνες συνύπαρξης σε μια κοινωνία, πιστεύω πως πρέπει να διερευνηθούν κι άλλα ζητήματα που αφορούν τον πολιτισμό αλλά ακόμα και την θρησκεία μας. Θεωρώ πως λειτουργεί ένας παράδοξος συνδυασμός μιας φιλοσοφικής παράδοσης και μιας θρησκευτικής αξίας: ως ελληνικός τρόπος σκέψης έχουμε απεμπολήσει  την θανατική ποινή ως μια «βάρβαρη» τιμωρία ή συνέπεια σε ένα έγκλημα και κατά τη γνώμη μου ορθώς, ακόμα από τους αρχαίους χρόνους (γιατί η θανατική ποινή γεννάει εκδικητές και δεν κλείνει ο κύκλος της βίας), διατηρώντας την για ακραίες συνθήκες όπως σε αυτή του πολέμου.

Ταυτόχρονα η συγχώρεση αποτελεί στην θρησκευτική μας παράδοση, την υπέρτατη αρετή και χαρακτηριστικό της αγαπητικής διδασκαλίας του Χριστού και επομένως των χριστιανών. Αν «βουτήξουμε» αυτές τις δυο «τάσεις» στο κοινωνικό βίωμα αιώνων, ότι δηλαδή το διοικητικό και νομικό «σύστημα» δεν νοιάζεται για τον άνθρωπο εξατομικευμένα, οδηγούν σε μια αλληλο-απενοχοποίηση ή ακριβώς αντίθετα σε μια ανομολόγητη αλληλο-ενοχή ότι «όλοι σε αυτήν την χώρα κλέβουμε». Τι ακριβώς κλέβουμε και τι ακριβώς δεν κάνουμε σύμφωνα με ό,τι προβλέπεται στην «χώρα της πατέντας», μένει θολό και δύσκολο, με αποτέλεσμα σε μια γενίκευση και αδιαφορία. Η σταδιακή απαξίωση αυτού του εργαζομένου που επιμένει «σε ό,τι προβλέπεται», η γενική υποκουλτούρα κριτικής σε όποιον ξεχωρίζει για την προσπάθεια (γνώση, εργατικότητα, ηθικές αξίες και αρχές) από τα μαθητικά ακόμα χρόνια και η αντίστοιχη επιβράβευση αυτού που είναι cool, έχει δηλαδή την ικανότητα εντυπωσιασμού ή κοινωνικής ή σεξουαλικής επιτυχίας, αυτό που συχνά στην ψυχανάλυση ονομάζουμε «ψευδής κοινωνικός εαυτός» ή προσωπείο, απομονώνει και περιθωριοποιεί συχνά τον υπεύθυνο και ευσυνείδητο εργαζόμενο μέσα σε μια υπηρεσία. 

Σε μια παράφραση της απορίας «Αλλάζει ο άνθρωπος;», μπορούμε να αναρωτηθούμε αν «αλλάζει η κοινωνία μας». Όπως αινιγματικά απαντά η Χάρις στον Χαράλαμπο (στη σειρά «Μαέστρο» του Παπακαλιάτη, επεισόδιο 7) «αν διαβάζεις και κανά βιβλίο μπορεί να αλλάξεις«, μια αναφορά στην υπαρξιακή θεώρηση της ζωής (βιβλίο «Αλλάζει ο άνθρωπος;» Δ. Καραγιάννη). Η αλλαγή αφορά την ανάληψη ευθύνης ελεύθερα για να υπερασπιστούμε με σεβασμό αυτό που υπηρετούμε. Αυτό αφορά και σχέσεις και ρόλους. Αυτή η δική μας επένδυση ουσιαστικά μας κάνει φορείς μιας διαφορετικής αλήθειας. Αλλοιώνει την δυνατότητα του κακού. Υπερβαίνει την ανάγκη ανακούφισης του «εδώ και τώρα» με πρόσκαιρα μέτρα και αρνείται την υποχώρηση και την έκπτωση στην πρόκληση και την απειλή της διαφθοράς. Αυτό το τελευταίο είναι συχνά αδύνατο σε ατομικό επίπεδο, χωρίς την συμμετοχή στην ομάδα, στην κοινότητα, στην αλληλοϋποστήριξη που νιώθουμε από αυτόν που μας αγαπά. 

Μια κοινωνία αρνείται τις απότομες και απόλυτες αλλαγές. Εμφανίζει αντιστάσεις. Χρειάζεται ωριμότητα και σοφία η υποστήριξη με υπομονή του απελπισμένου ανθρώπου, που πασχίζει να βρει λύση στο πρόβλημά του. Τα περισσότερα προβλήματα που δεν έχουν μία λύση, συχνά έχουν πολλές. Και προβλήματα που δεν λύνονται ή αφορούν αδιέξοδα ζητήματα της ύπαρξης, συχνά έχουμε πολλά που μπορούμε να κάνουμε για αυτά, κι ας μην λύνονται οριστικά.

Αν αντέξουμε σε βάθος χρόνου την σταθερή φροντίδα όσων έχουμε αναλάβει υπεύθυνα και όσο δημιουργούμε σχέσεις μέσα σε κοινότητες αλληλοβοήθειας και φροντίδας του άλλου, θα μπορέσει «το κακό που μας βρήκε» να μην γίνει η ταφόπλακα της ελπίδας μας, αλλά η ματωμένη βάση μιας αλλαγής.