Φθάνει η αλμύρα της θάλασσας μέχρι την κουπαστή;

Εδώ παρατίθεται η πρώτη εκδοχή: Η πρώτη εκδοχή απ’ τη πλευρά της κουπαστής που βλέπει προς τον Νότο
Open Image Modal
.
Από το προσωπικό αρχείο του κ. Μιχάλη Κονιόρδου

Ό,τι δεν τόλμησα να εξομολογηθώ στον ψυχαναλυτή μου: Εδώ παρατίθεται η πρώτη εκδοχή:

Η πρώτη εκδοχή απ’ τη πλευρά της κουπαστής που βλέπει προς τον Νότο: 

Σε μια συνέντευξη στην «Ελευθεροτυπία» που είχε δώσει κάποτε, είκοσι χρόνια πάνω κάτω πριν, στην ερώτηση που του είχαν κάνει «Τι αγαπάτε περισσότερο;», μονομιάς απάντησε «Την κόρη μου. Και ό,τι περιέχει η λέξη ταξίδι και η λέξη θάλασσα.»

Ό,τι κι αν διηγούταν, ξεκινούσε με εικόνες και αφηγήσεις από κάποιο ταξίδι ή κατέληγε εκεί.

Κι αν τύχαινε και η αφήγηση γύρω από κάποιο ταξίδι να περιλαμβάνει κι ό,τι περιέχει η λέξη «θάλασσα», εκεί πια χανόταν η αίσθηση του χρόνου.

Και η αντοχή των συνευρισκομένων, επίσης.

Ήταν σχεδόν σίγουρος πως την αγάπη του για την θάλασσα την κληρονόμησε από τον πατέρα του.

Ο Στρατής. Ο Στρατής ο θαλασσινός, όπως τον είχε «ζωγραφίσει» μέσα μου. Στράτος στην καθομιλουμένη, στα επίσημα έγγραφα Ευστράτιος.

Είχαμε δυσκολευτεί να επικοινωνήσουμε στα νεανικά μου χρόνια, παρότι σίγουρα κάποια κατάφερε να μου τα «περάσει», ανάμεσά τους και την υποδειγματική, εξαιρετική επί χάρτου διδασκαλία του για το πως κουμαντάρουμε ένα μονοθέσιο ιστιοπλοϊκό σκάφος, ήταν στα νιάτα του ιστιοπλόος περιωπής, στην κατηγορία «Γλάρος», δεν υπάρχει πια.

Είχαμε δυσκολευτεί να επικοινωνήσουμε, ίσως γιατί ύψωνα πάντα ένα τοίχο αντίδρασης και σιωπής κι ήταν σαν να έπεφτε ανάμεσα μας μια σκιά, η σκιά της πεταλούδας, τον είχα κι από φόβο είναι αλήθεια, καθώς η ολημερίς ενασχόλησή του με την δουλειά δεν του άφηνε μεγάλο χρονικό περιθώριο να «εξοικειωθεί», με τον γιό του, αν και το προσπάθησε ανεπιτυχώς όπως χρόνια μετά είχε εκμυστηρευθεί στην μάνα μου.

Είχαμε δυσκολευτεί να επικοινωνήσουμε και είχαμε διαφωνήσει πολλές φορές παλιά, με εκνεύριζε πολύ που, αν και ήμουνα μεγάλος πιά, αδυνατούσα να ολοκληρώσω το πορτραίτο του. Όταν το βρήκα, ήταν πια στα απόμαχα χρόνια της ζωής του. Το έγραψα πολλά βράδια σε χαρτιά διάφορα, ήταν σαν την λύση ενός προβλήματος που σε τυραννάει χρόνια. Ο πατέρας μου, ο Στράτος, είχε μια ιδεολογία, την οικογένεια κι ένα μόνο πάθος, την αξιοπρέπεια. Αυτός ήταν ο πατέρας μου, όλα αυτά τα βρήκα πολύ αργά, όμως τα βρήκα, αυτός ήταν ο πατέρας μου.

Ο Στρατής ο θαλασσινός, λοιπόν, μου εμφύσησε την αγάπη για την θάλασσα, κι ίσως το βλέμμα που ονειρεύεται μόνιμα το ταξίδι.

Στην ίδια συνέντευξη, ρωτήθηκε: «Το μεγαλύτερο ελάττωμα σας;»

«Αναμφίβολα, ο ύπουλα επανεμφανιζόμενος ναρκισσισμός όταν ενίοτε «παίρνω τα πάνω μου», ίσως η αφηρημάδα, σίγουρα η συχνή αδυναμία συγκέντρωσης σε αυτό που μου διηγούνται οι άλλοι και τους κάνει να αισθάνονται ότι αδιαφορώ (πράγματι είναι αγενές), και πιθανόν το αυθόρμητα συνεχές πέταγμα του μυαλού στο «πέρα μακριά», απάντησε, «στο ταξίδι».

Ταξίδεψε από παιδί νοερά, μέσα από όνειρα κι ήταν σαν το μόνο που να λαχτάρησε ως λάφυρό του, να είναι μια θάλασσα να που να φτάνει ως τη σκάλα.

Ταξίδεψε σε μπόλικα μέρη, σε άλλα που ονειρεύτηκε από παιδί, σε άλλα προγραμματισμένα, σε άλλα αναπάντεχα, απρόσμενα.

Σε μερικά από δαύτα οι μικρές νοθείες, μεγάλωσαν με τον καιρό, ξεφύγανε, μερικές βγάλανε αγκάθια και δυσκολέψαν τον γυρισμό στην Ιθάκη, τον φθάσανε στο σημείο βρασμού που λένε και οι αγγλοσάξονες, στο σημείο λήψης αποφάσεων, το «Threshold», στο «όριο» μιας ανεπίστροφης, ανεπίτευκτης φυγής.

Μια αλληλουχία φυγών : το αγαπημένο του παιδικό παιχνίδι, το πιο αγαπημένο του από τα αντικείμενα που κάποτε έχασε, ο πρώτος του έρωτας, και εκείνη η αίσθηση φυγής που μαχαιρώνει καθώς, όλο το μυστικό ήταν στα μάτια τους, είτε αυτά ήταν, είναι της Γης είτε Αιγαιοπελαγίτικα.

Της Γης είτε Αιγαιοπελαγίτικα:

Αυτά που στο θαλασσινό ταξίδι της αναχώρησης ή της επιστροφής σε πλημμυρίζουν με την αισθαντική αρμύρα της θάλασσας και τ’ άρωμά της, με την αρμυρή δροσιά της θαλασσινής τους νύχτας καθώς σε ταξιδεύουν όλο τον δρόμο, από το αγρίμι ως τον άνθρωπο. 

Αυτά αναπολούσε στην κουπαστή, κι ήταν δίκαιο και όμορφο αυτά που έζησε, έτσι τόλμησε, έτσι μπόρεσε, έτσι επέτρεψε δηλαδή στον εαυτό του να σκεφτεί,, ήταν νέος τότε, ήταν ακόμα πολύ μικρός για να μπορεί να αποτιμήσει την Ιθάκη. 

″Ήταν ακόμα πολύ μικρός για να ξέρει ότι η μνήμη της καρδιάς εξαλείφει το κακό και μεγεθύνει το καλό και ότι χάρη σε αυτό το τεχνητό καταφέρνουμε να αντέξουμε το βάρος του παρελθόντος. Αλλά όταν στάθηκε στο κιγκλίδωμα του πλοίου... μόνο τότε κατάλαβε σε ποιο βαθμό ήταν εύκολο θύμα των φιλανθρωπικών εξαπατήσεων της νοσταλγίας. ”

 Φθάνει η αλμύρα της θάλασσας μέχρι την κουπαστή; 

***

Μιχάλης Κονιόρδος, αφυπηρετήσας καθηγητής Τμήματος Διοίκησης Τουρισμού στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής