Μπήκα στα 70…Ε!...και; Μία απόπειρα απολογισμού της ζωής μας

*Αφιέρωμα στην Παγκόσμια Ημέρα Ηλικιωμένων (1η Οκτωβρίου).
Open Image Modal
Sadness illustration. Male portrait. Vertical composition
VolodymyrKozin via Getty Images

«Έφερα τη ζωή μου ως εδώ / Στο σημάδι ετούτο που παλεύει / Πού να πηγαίνει ένας άνθρωπος / Που να δεν είναι άλλο από άνθρωπος / Α, Ζωή / Παιδιού που γίνεται άντρας / Έφερα τη ζωή μου ως εδώ / Χαρακιά πικρή στην άμμο που θα σβήσει»

 

(Ελύτης).

Πώς μπορεί να αισθάνεται κάποιος που αισίως άνοιξε την πόρτα μιας νέας δεκαετίας της ζωής του (60-70-80); Η πολιτική ορθότητα μάς υποχρεώνει να βρούμε τον πιο ανώδυνο όρο για να αποδώσουμε με ακρίβεια την ηλικία κάποιου, χωρίς αυτό να δημιουργεί ενδεχομένως προβλήματα σε όσους βρίσκονται στην ίδια ηλικία και αρνούνται να την δημοσιοποιήσουν ή να την καταστήσουν δημόσιο ανάγνωσμα. 

Άλλοι την είπαν ώριμη ηλικία, άλλοι την είπαν Τρίτη Ηλικία και άλλοι την θεωρούν ως τον τελευταίο ή προτελευταίο γύρο για τον τερματισμό μετά από ένα αγώνα αντοχής. Την πραγματικότητα μπορείς να την αποδώσεις με διαφορετικό τρόπο, αλλά δεν μπορείς να την αλλάξεις. Οι λέξεις αποκαλύπτουν, αλλά και αποκρύπτουν πολλές φορές μία αλήθεια. Σε όλα τα παραπάνω διλήμματα ο Mario de Andrade δίνει την πιο καθαρή απάντηση –πρόταση για το πώς μπορεί κάποιος να φανερώσει κάτι χωρίς να μπει σε λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να πληγώσουν κάποιους:

“Μέτρησα τα χρόνια μου και συνειδητοποίησα, / ότι μου υπολείπεται λιγότερος χρόνος ζωής απ’ / ό,τι έχω ζήσει έως τώρα…/…Σκοπός μου είναι να φτάσω ως το τέλος / ικανοποιημένος και σε ειρήνη με τη συνείδησή μου / και τους αγαπημένους μου.”

Η Ζωή σαν καταιγίδα

Ποιο υπόλοιπο προκύπτει από την πρόσθεση και την αφαίρεση όσων ζήσαμε; Ποια γεγονότα, εμπειρίες ή βιώματα θα μπορούσαν να προσδιορίσουν το θετικό ή αρνητικό πρόσημο της ζωής μας; Πώς μπορεί, όμως, να ερμηνεύεις τη ζωή σαν μία αριθμητική πράξη; Κι αυτό γιατί ο χρόνος κυλάει γρήγορα αλλά και βασανιστικά αργά για κάποιους άλλους.

«Ο χρόνος είναι γρήγορος ίσκιος πουλιών / Τα μάτια μου ορθάνοιχτα μέσ’ στις εικόνες του / Γλυκιά περιπέτεια Γλυκιά / Η Ζωή».

Ακόμη και ο Ποιητής αδυνατεί να καταλήξει σε μία θέση για το περιεχόμενο και το νόημα της Ζωής μας. Τελικά είναι μία περιπέτεια ή παρόλα αυτά εξακολουθεί να είναι γλυκιά;

“Και όταν η καταιγίδα τελειώσει, δεν θα θυμάσαι καν πώς κατάφερες να επιβιώσεις. Δεν θα είσαι καν σίγουρος ότι έχει τελειώσει . Αλλά ένα πράγμα είναι σίγουρο: Όταν βγεις από την καταιγίδα, δεν θα είσαι ο ίδιος άνθρωπος με αυτόν που μπήκε. Και αυτό είναι το νόημα της καταιγίδας…”(Haruki Myrakami).

Δεν γνωρίζω αν η ζωή είναι μία καταιγίδα. Ίσως για κάποιους ή και για τους περισσότερους η ζωή να είναι μία πάλη με την ορμή του ανέμου και της βροχής που συνθέτουν τον πυρήνα μιας καταιγίδας. Την πραγματικότητα της ζωής την αποδέχεσαι και προσπαθείς να επιβιώσεις με όσες δυνάμεις σε προίκισαν οι γονείς σου, όταν για πρώτη φορά το πρώτο κλάμα της γέννησής σου σήμανε και την αρχή της ζωής σου.

Αυτό το κλάμα δεν ήταν μία έκφραση του πόνου, αλλά το πρώτο glorious-δοξαστικό της ζωής μας. Οι φουρτούνες και οι καταιγίδες που ακολουθούν απλώς δοκιμάζουν τις αντοχές μας και την αποφασιστικότητά μας να επιπλεύσουμε σε ένα περιβάλλον που άλλοι σχεδίασαν. Στις φουρτούνες και τις καταιγίδες άλλοι είναι νικητές κι άλλοι ηττημένοι.

Η Καθαρτήρια Στιγμή

Έρχεται, όμως, μία στιγμή που όλοι μας μπορούμε και πρέπει να κάνουμε έναν απολογισμό όσων πετύχαμε, όσων δεν μπορέσαμε να πραγματώσουμε και ίσως κάποιων άλλων που αν και πολύ επιθυμήσαμε δεν τολμήσαμε να τα κατακτήσουμε. Αυτή η στιγμή του απολογισμού είναι μία “καθαρτήρια στιγμή”, αφού μέσα από αυτήν αναδύεται η αυτογνωσία μας.

Η καταιγίδα της ζωής ίσως να μάς βοήθησε να είμαστε πιο ειλικρινείς, περισσότερο αληθινοί αλλά και αυστηροί με την εικόνα του εαυτού μας που τόσα χρόνια με κόπο ή και με ατεχνία φιλοτεχνήσαμε. Ο Ηράκλειτος το είχε πει από παλιά: ”Εδιζησάμην εμεωτόν” (Ερεύνησα τον εαυτό μου),όπως και ο Βιττγκενστάιν “ Όλο ξεχνάμε να κατεβούμε στο βυθό. Δεν βάζουμε τα ερωτηματικά μας αρκετά βαθιά”.

Αλήθεια, ποια μπορεί να είναι η κατάλληλη ώρα του μεγάλου απολογισμού; Ποιος και πώς μπορεί να ορίσει την διαδικασία αυτού του απολογισμού της ζωής μας; Σίγουρα αναγκαία προϋπόθεση για έναν τέτοιο απολογισμό είναι η παρέλευση κάποιου αναγκαίου χρόνου.

Όταν, όμως, πάλι προσπαθείς να ορίσεις τον αναγκαίο χρόνο θα βρεθείς σε αμηχανία, γιατί ο χρόνος πέραν της σχετικότητάς του ενέχει και το στοιχείο του ολετήρα (καταστροφέα).Πρέπει να βιαστείς στον απολογισμό, γιατί ίσως να μην προλάβεις να αξιολογήσεις τα ευρήματά του. Ευρήματα που μπορούν να σε απογοητεύσουν, να σε ενθουσιάσουν, να σε πληγώσουν ή και να σε δυναμώσουν για το υπόλοιπο της ζωής σου.

Η όλη διαδικασία του απολογισμού ίσως να επωάζει κι ένα κλίμα μελαγχολίας, αφού το παρελθόν είναι μακρύ, το μέλλον μικρό και απροσδιόριστο και το παρόν στιγμιαίο, στο βαθμό που κάθε του στιγμή προσθέτει χρόνο στο παρελθόν και ταυτόχρονα αφαιρεί κάτι από το μικρό έτσι κι αλλιώς μέλλον μας.

Πώς μπορώ να με ιστορήσω;

Έστω ξεπερνάς τα μεθοδολογικά προβλήματα του απολογισμού της ζωής σου. Έστω ότι έχεις την διαύγεια και την θέληση να θυμηθείς και να καταγράψεις όσα σημαντικά ή ασήμαντα σημάδεψαν την πορεία σου μέχρι τώρα. Τώρα που οι κύκλοι της ζωής μας μικραίνουν πόση δύναμη και πόση ειλικρίνεια χρειάζονται για μία εξιστόρηση και έναν απολογισμό; Έστω, έστω…

Μένει κάτι, όμως, που δρα ανασταλτικά στην καταγραφή και ανάδειξη όλων εκείνων των στιγμών που χρωμάτισαν έντονα την πορεία μας ως τώρα. Κι αυτό δεν είναι άλλο από τον φόβο μήπως τα ευρήματα αυτά του απολογισμού μας δεν ενδιαφέρουν κανέναν ή δεν θα συγκινήσουν κανέναν, αφού λίγο πολύ όλοι έχουμε ένα κοινό πεδίο ζωής.

Μία ζωή, που ακόμη δεν έχουμε αποδεχτεί ως θέση αν είναι περισσότερο Φως ή Σκιά. Ακόμη, ακόμη σε ποιον θα είναι χρήσιμη αυτή η εξομολόγηση και η καταβύθισή μας στο παρελθόν για να ανασύρουμε πράγματα που δεν μπορούμε να αλλάξουμε; Πεσιμιστές δεν είμαστε, αλλά ούτε και νιώθουμε πως είμαστε οι μοναδικοί και οι απόλυτοι κυρίαρχοι του αγώνα της ζωής μας. Μία ματαιοδοξία ίσως να υπολανθάνει σε αυτόν τον απολογισμό. Μία ματαιοδοξία που μπορεί να μην φανεί χρήσιμη σε κανέναν, αλλά δεν θα βλάψει και κανέναν.

Σύντροφός μου και συνεπιβάτης σε αυτήν την απόπειρα του απολογισμού θα είναι κάποιες σκέψεις του Πορτογάλου ποιητή Φερνάντο Πεσσόα:

“Τι μπορεί δηλαδή να εξομολογηθεί κανείς που να αξίζει τον κόπο ή που να είναι χρήσιμο; Αυτό που μάς έχει συμβεί, είτε συνέβη σε όλον τον κόσμο, είτε μόνον σε εμάς. Στην πρώτη περίπτωση δεν έχουμε τίποτε καινούργιο να πούμε, στη δεύτερη περίπτωση δεν μπορεί να το καταλάβει. Αν γράφω αυτά που αισθάνομαι, είναι για να καταλαγιάσω τον πυρετό των αισθήσεών μου…”.

Ποιος ορίζει το χρόνο Γέννησης και Θανάτου μας;

Αφετηριακό σημείο του απολογισμού της ζωής μας μπορεί να είναι μία βασική μου παραδοχή και διαπίστωση. Ο άνθρωπος αδυνατεί να επιλέξει τον χρόνο γέννησής του. Ίσως είναι το μοναδικό στοιχείο που μάς υπερβαίνει και μάς ετεροπροσδιορίζει σε απόλυτο βαθμό. Τους γονείς μας και τον χρόνο γέννησής μας αδυνατούμε να τα καθορίσουμε ως πραγματικότητα.

Ίσως είναι και τα μοναδικά στοιχεία στα οποία επιβάλλεται η απόλυτη προσαρμογή και συμμόρφωση, γιατί αντικειμενικά δεν επιδέχονται καμία αμφισβήτηση και αλλαγή.

Ο Θάνατος, ως αναγκαίο συμβάν της λειτουργίας της φύσης, μπορεί να συνιστά μία οδυνηρή πραγματικότητα - αν και περί αυτού διαφωνεί ο Επίκουρος - ωστόσο μπορούμε ως γεγονός να τον επιταχύνουμε χρονικά ή και να τον επιβραδύνουμε εν μέρει. Ο τρόπος που οργανώνουμε την ζωή μας (βιολογικά, ψυχικά, πνευματικά…) ίσως να καθορίζει εν μέρει και τα βιολογικά μας όρια. Άρα ως ένα βαθμό μπορούμε να ρυθμίσουμε κάποια στοιχεία μας στην πάλη με το αδυσώπητο τέλος μας.

Με αυτές τις αναγκαίες παραδοχές για τον χρόνο γέννησής μας και του θανάτου μας εύκολα μπορούμε να παρομοιάσουμε την ζωή μας με ένα πανδοχείο, σύμφωνα και με μία παρόμοια παραδοχή του συνεπιβάτη αυτού του απολογισμού της ζωής μου, του Πεσόα:

“Η ζωή για μένα είναι ένα πανδοχείο όπου πρέπει να σταθώ μέχρις ότου έρθει η ταχυδρομική άμαξα για την άβυσσο. Δεν ξέρω που θα με πάει γιατί δεν ξέρω τίποτα… Για όλους μας θα πέσει η νύχτα και η άμαξα θα φτάσει…”.

Η Ζωή σαν Αστραπή. Μια στιγμή, ένας αιώνας…

Δεν είναι λίγες οι φορές που ο καθένας μας ευελπιστεί να ζήσει περισσότερο και δεν θέλει να εγκλωβιστεί στη λογική του προσδόκιμου ορίου ηλικίας. Όσο κι αν η ζωή μάς κούρασε, δεν παύουμε να θέλουμε λίγο χρόνο ακόμη, αφού κάθε φορά έχουμε και μία σοβαρή αιτιολογία για να ζητούμε το κάτι παραπάνω από το χρόνο. Θέλουμε μία ευκαιρία ακόμη, μία παράταση.

Η Ζωή μας είναι μία Στιγμή στην αιωνιότητα του χρόνου. Πώς μπορούμε , όμως, αυτή τη στιγμή να την κάνουμε αιώνα; O Ελύτης με έναν ποιητικό και συνάμα προτρεπτικό τόνο μάς συμβουλεύει;

“Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου, άνθρωπε, / δώσε της διάρκεια, μπορείς! / Από τη μυρουδιά του χόρτου…/ να βγάλεις έναν αιώνα…/ Όλα μία στιγμή” («Ισόβια Στιγμή», από το ποίημα “Μαρία Νεφέλη”).

H ματαιοδοξία της αιώνιας ζωής

Όταν ακούω κάποιους να διεκδικούν, έστω και με την μορφή αστεϊσμού, μία αιώνια ζωή, σκέπτομαι τον εφιάλτη που θα ζούσαμε σε μία τέτοια προοπτική. Αν η εμπειρία μας από την πεπερασμένη ζωή μας είναι τραυματική λόγω της ατελούς μας φύσης (βία, εγκλήματα, πόλεμοι, φτώχεια, αρπακτικότητα, προσβολές, εγωισμοί…), τι θα ζούσαμε αν ήμασταν αθάνατοι; Η ζωή μας θα ήταν μία πλήξη και μία ατέλειωτη μονοτονία. Ο χρόνος θα είχε άλλο περιεχόμενο και άλλη σημασία για μάς. Κάθε τι αξίζει στη ζωή μας, όταν έχει το γνώρισμα του μοναδικού και του ανεπανάληπτου.

Η αξία της ζωής μας έγκειται στο στοιχείο ότι μάς δόθηκε άπαξ και σε καθημερινό επίπεδο είναι εκτεθειμένη σε πολλούς κινδύνους που όχι σπάνια είναι και μοιραίοι. Ο Πασκάλ Μερσιέ γράφει σχετικά με τα παραπάνω “Είναι ο θάνατος που δίνει στη στιγμή την ομορφιά και τη φρίκη της. Μόνο χάρη στο θάνατο είναι ο χρόνος ζωντανός χρόνος”.

Κάθε φορά που στροβιλίζουν στο μυαλό μου οι παραπάνω σκέψεις - και μην νομίσει κανείς πως είμαι οπαδός και λάτρης της θανατολογίας - ξαναδιαβάζω τις παρακάτω θέσεις του Πασκάλ Μερσιέ από το βιβλίο του “Νυχτερινό τρένο για τη Λισαβόνα”:

“Ποιος θέλει στα σοβαρά να είναι αθάνατος; Ποιος θέλει να ζήσει στ’ αλήθεια αιώνια; Πόσο άδεια, πόσο δίχως γεύση θα ήταν η ζωή μας αν ξέραμε: δεν έχει σημασία καμιά ό,τι κι αν συμβεί σήμερα, αυτό το μήνα, αυτό το χρόνο, αφού έρχονται αμέτρητες μέρες, μήνες, χρόνια δίχως τέλος. Κυριολεκτικά δίχως τέλος. Τι θα μετρούσε πραγματικά αν ήταν έτσι η ζωή μας;…”.

Ποιος και με ποια επιχειρήματα θα μπορούσε να διαφωνήσει με τις παραπάνω εκτιμήσεις του συγγραφέα, που σε κάποιο άλλο σημείο συμπυκνώνει την άποψή του για την ματαιοδοξία του ανθρώπου για αθανασία;

“Γιατί ένα είναι σίγουρο: Θα ήταν σκέτη κόλαση αυτός ο παράδεισος της αθανασίας”.

Τελικά τι είναι η Ζωή;

Τελικά πόσο πρέπει να ζούμε για να απαντήσουμε στο ερώτημα “Τι είναι η Ζωή”; Πόσο δίκαιο είχε ο Πεσόα που διακήρυξε πως η ζωή κινείται ανάμεσα στο θαυμαστικό και στο ερωτηματικό;

“Η ζωή είναι ο δισταγμός ανάμεσα στο θαυμαστικό και το ερωτηματικό. Σε περίπτωση αμφιβολίας υπάρχει και η τελεία”.

Σημασία, όμως, έχει ποιος, πότε και πώς θα βάλει την τελεία. Οι τροχοί της άμαξας δεν ακούγονται καθαρά, αλλά όλοι υποψιαζόμαστε από μία ηλικία και πέρα πως πλησιάζει. Κι ενώ αυτή πλησιάζει κανείς δεν παραιτείται, ούτε αφήνεται εύκολα στο κάλεσμα του αμαξηλάτη. Ελπίζει και προσδοκά το λίγο χρόνο ακόμη.

Όλοι πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως τελικά η ζωή συνιστά ένα αναπάντητο ερώτημα τόσο ως προς το περιεχόμενο και το νόημά της, όσο και ως προς τη στάση μας απέναντι στον πεπερασμένο χαρακτήρα της. Το πολυεπίπεδο και πολυσύνθετο του χαρακτήρα της μας υποχρεώνει να αναγνωρίζουμε την αρχή και το τέλος κάθε σταδίου από το οποίο είμαστε υποχρεωμένοι να περάσουμε. Είναι λανθασμένη η εμμονή μας να θέλουμε να ζούμε με τις αναμνήσεις του παρελθόντος και να χάνουμε την έκπληξη του μέλλοντος. Σίγουρα το παρελθόν μάς βαραίνει, αλλά δεν πρέπει και να μάς γονατίσει στις βεβαιότητές του.

“Πάντα πρέπει να ξέρουμε πότε κάποιο στάδιο φτάνει στο τέλος του. Αν επιμείνουμε να παραμείνουμε εκεί περισσότερο από όσο χρειάζεται, θα χάσουμε τη χαρά και το νόημα των άλλων σταδίων, τα οποία πρέπει να ζήσουμε… Να κλείνουμε κύκλους, πόρτες, να γυρίζουμε σελίδα, να ολοκληρώνουμε κεφάλαια… Αυτό που έχει σημασία είναι να αφήνουμε στο παρελθόν τις στιγμές της ζωής μας που πέρασαν… Αυτά που πέρασαν δεν θα ξαναγυρίσουν”.

Οι παραπάνω θέσεις του Πάολο Κοέλιο αποτυπώνουν με καθαρότητα τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπός θα πρέπει να χειρίζεται το παρελθόν του, αλλά και την αξία των νέων εμπειριών και βιωμάτων που μάς χαρίζει το κάθε στάδιο χωριστά. Κι αυτό γιατί η ζωή δεν είναι μόνον οι αναμνήσεις του παρελθόντος, ούτε η φθορά του παρόντος, αλλά και η αγωνία και προσμονή του μέλλοντος. Μία υπόγεια διαδρομή συνδέει αφανώς και τα τρία αυτά στάδια της ζωής μας. Η ζωή μας είναι ένα άθροισμα και μία «έλλειψη» ταυτόχρονα. Αυτήν την έλλειψη πασχίζουμε, αιώνες τώρα, να κατανοήσουμε και να την υπερβούμε. Η έλλειψη τελικά είναι και το ύψιστο προνόμιό μας…

Μπορεί ο παραπάνω απολογισμός να συνιστά μία μορφή αυτοεξομολόγησης, αλλά κανένα κείμενο δεν μπορεί να αποκρυπτογραφήσει τις μυστικές στοές της ζωής μας. Ο Καβαφικός λόγος, έστω κι αν αφορμάται από άλλη αιτία, αποδίδει με ενάργεια την αδυναμία όλων μας να γνωρίσουμε στο βάθος τον άλλο, όσο κι αν βρίσκεται πολύ κοντά μας:

“ Απ’ όσα έκαμα κι απ’ όσα είπα / να μη ζητήσουνε να βρουν ποιος ήμουν. / Οι πιο απαρατήρητές μου πράξεις / και τα γραψίματά μου τα πιο σκεπασμένα-/ από εκεί μονάχα θα με νιώσουν. / Αλλά ίσως δεν αξίζει να καταβληθεί / τόση φροντίς και τόσος κόπος να με μάθουν.”