Το σπίτι του ήταν γεμάτο ταρανδάκια, αγγελάκια και Άγιους Βασίληδες. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν υπερβολικά φορτωμένο. Του φαινόταν πως έγερνε και φοβόταν πως ξαφνικά θα πέσει κάτω.
«Αυτή η ροπή σου στην καταστροφολογία έχει στ΄αλήθεια φθείρει τη ζωή μου», του είπε η γυναίκα του, όταν της το ανέφερε.
Και κάποιες οικογενειακές φίλες τον αποκάλεσαν «αφόρητο γκρινιάρη των Χριστουγέννων», όταν είπε ότι στις γιορτές καταναλώνουμε τόσα μελομακάρονα, επειδή η ζωή μας τις υπόλοιπες μέρες είναι μάλλον πικρή.
Οι εννιάχρονες δίδυμες κόρες του ακόμη δεν του είχαν συγχωρέσει το γεγονός ότι στην τρυφερή ηλικία των τεσσάρων τους αποκάλυψε ότι δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης. Άφηναν επιδεικτικά κάθε Παραμονή Πρωτοχρονιάς μπισκότα και γάλα κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο για το κόκκινο ανύπαρκτο ον. Η πεθερά του δεν δίσταζε να πει σε όποιον συναντούσε στον δρόμο ότι «ο μπαμπάς τους μάλλον τραυμάτισε τα παιδιά με αυτήν την πρόωρη αποκάλυψη».
Τα Χριστούγεννα ήταν γι’ αυτόν ένας εφιάλτης. Όλοι του υπενθύμιζαν πόσο μίζερος είναι. Εκείνος απλώς έβρισκε αφάνταστα βαρετή αυτήν την υπερβολική φασαρία. Πίστευε πως η ανθρωπότητα είχε πολύ πιο σημαντικά πράγματα να κάνει, πως τα Χριστούγεννα ήταν μια καταναλωτική διάσπαση και ότι μετά τις γιορτές όλοι τελικά ένιωθαν χάλια. Ο κυνισμός του βάθαινε χρόνο με τον χρόνο και βίωνε μια μοναξιά που πλέον του ήταν αφόρητη.
Δύο εβδομάδες πριν τα Χριστούγεννα περπατούσε ένα απόγευμα βιαστικά, γιατί μαύρα σύννεφα είχαν μαζευτεί και θα έπιανε βροχή. Μα ξαφνικά, το βλέμμα του έπεσε σε έναν ηλικιωμένο άνδρα. Ήταν αδύνατος και ξανθός, μάλλον από κάποια άλλη χώρα. Ακουμπούσε σε έναν τεράστιο σκύλο, που ήταν δίπλα του. Για κάποιο λόγο, του θύμισε τον πατέρα του.
Ένα βρώμικο, χάρτινο ποτήρι μπροστά στον άντρα ήταν σχεδόν άδειο. Οι περαστικοί περνούσαν κρατώντας κοκκινοπράσινες σακούλες και με το κουρασμένο βλέμμα των εορταστικών αγορών. Από ένα εμπορικό κέντρο λίγο παραδίπλα ακουγόταν ένα σαξόφωνο.
Και τότε άρχισε να ψιχαλίζει. Κοίταξε ακόμη μια φορά τον άντρα, ήταν παραιτημένος μέσα σε μια ανείπωτη θλίψη, μα ταυτόχρονα ο σκύλος έδειχνε να είναι μεγάλη παρηγοριά. Κοίταξε ύστερα τα μαύρα σύννεφα. Χωρίς να το σκεφτεί μπήκε στο πρώτο κατάστημα που βρήκε και αγόρασε μια ομπρέλα. Ήταν ασπρόμαυρη και πουά. Γύρισε πίσω και του την έδωσε.
Ο ηλικιωμένος είπε «ευχαριστώ» με αδύναμη φωνή και με τρεμάμενο χέρι έπιασε το δώρο με λαχτάρα. Εκείνος δεν είπε τίποτα, γιατί ήταν από τους άντρες αυτούς που οι συγκινήσεις τους κάνουν να χάνουν εντελώς τα λόγια τους.
Ο γκρινιάρης των Χριστουγέννων απομακρύνθηκε βιαστικά και χάθηκε μέσα στο χάος της μεγαλούπολης, μα ξαφνικά άρχισε να βρέχει τόσο δυνατά που σχεδόν τρόμαξε. Άνοιξε την ομπρέλα του. Κάποιοι κεραυνοί έπεσαν στον νυχτερινό ουρανό σαν θεία τιμωρία. Τα ρούχα του, οι κάλτσες και τα εσώρουχά του βράχηκαν όλα. Οι δρόμοι πλημμύρισαν μέσα σε λίγα λεπτά. Έφτασε στο σπίτι του λίγο μετά συγκλονισμένος από δέος και ταπείνωση.
Και από εκείνο το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σκεφτόταν διαρκώς το χέρι του ηλικιωμένου, όταν έπαιρνε την ομπρέλα. Φανταζόταν ότι τον έπαιρνε στο σπίτι του, ότι του έδινε τα μπισκότα που προορίζονταν για τον Άγιο Βασίλη. Μια μέρα έψαξε στην ντουλάπα του να βρει ρούχα, που θα μπορούσε να του δώσει. Όταν ξαφνικά η γυναίκα του μπήκε μέσα και τον ρώτησε τι έκανε, αυτός έκλεισε την ντουλάπα με δύναμη και ήταν σαν να ξύπνησε από όνειρο. Αναρωτιόταν αν ο ηλικιωμένος είχε σπίτι και πώς βρήκε τον σκύλο. Έγραψε στο μυαλό του αμέτρητες ιστορίες, στις οποίες με κάποιον τρόπο κατάφερνε να τον βοηθήσει. Οι μόνες ώρες που ξεχνιόταν ήταν όταν δούλευε. Μα όταν τελείωνε τη δουλειά, βυθιζόταν πάλι σε αυτές τις εμμονικές σκέψεις.
Όταν μια νύχτα στις τρεις το πρωί έβρεξε πολύ ξανά, πετάχτηκε από το κρεβάτι κι άρχισε να βηματίζει στο σαλόνι.
«Φέτος είσαι χειρότερα από ποτέ. Καλύτερα να πάμε μια εκδρομή, γιατί δεν θα μπορέσω να σε αντέξω αλλιώς», του είπε η σύζυγος και άλλαξε πλευρό.
Εκείνος ένιωθε τύψεις για την ασήμαντη ομπρέλα που είχε χαρίσει στον πονεμένο άνθρωπο. Ήταν κάτι τόσο λίγο, τόσο μικρό. Ίσως όμως σε μια λιγότερο δυνατή βροχή να τον βοηθούσε, σκεφτόταν και ανακουφιζόταν για λίγο μα μετά πάλι ένιωθε αγωνία βαθιά, σαν να του έσκιζαν το στομάχι.
Ήρθε η ημέρα των Χριστουγέννων και πήγαν το βράδυ στον αδερφό της γυναίκας του. Οι οικοδεσπότες και οι καλεσμένοι πέρασαν δέκα λεπτά ανταλλάσσοντας δώρα. Περιτυλίγματα σκίζονταν και σακούλες στοιβάζονταν στο πάτωμα, είχαν μέσα ό,τι μπορούσε να φανταστεί κανείς, ημερολόγια και κάλτσες, ξυπνητήρια και βιβλία, ρούχα κάθε είδους, παιδικά τουβλάκια και σούπερ ήρωες που συναρμολογούνταν.
Το τραπέζι ήταν γεμάτο φαγητά, αναψυκτικά και ποτά, με χαρτοπετσέτες που έγραφαν «χρόνια πολλά» και αναμμένα κεριά. Εκείνος καθόταν σε μια απόμερη πολυθρόνα με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, με τα μάτια καρφωμένα στα φωτάκια του χριστουγεννιάτικου δέντρου σαν υπνωτισμένος. Ήταν εκεί και δεν ήταν, όπως άλλωστε κάθε χρόνο.
Όμως τώρα σκεφτόταν ξανά και ξανά την πουά ομπρέλα, το τρεμάμενο χέρι, το «ευχαριστώ» που τρεμόσβηνε, τη στοργή του σκύλου.
Ήταν εκείνα τα Χριστούγεννα που ξαφνικά ένιωσε πως τόσα χρόνια ζούσε με κοιμισμένη συνείδηση. Ήταν εκείνα τα Χριστούγεννα που άρχισε να υποψιάζεται τι σημαίνει στ’ αλήθεια να κάνει κανείς ένα δώρο.