Ο σύγχρονος τρόπος ζωής χαρακτηρίζεται από την εκτεταμένη ψηφιοποίηση πολλών πτυχών της προσωπικής και κοινωνικής μας ζωής. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ψηφιοποίηση του φλερτ και της σεξουαλικότητας, καθώς η ανταλλαγή σεξουαλικών μηνυμάτων ή εικόνων μέσω ηλεκτρονικών μέσων έχει αναδειχθεί σε μια σύγχρονη μορφή σεξουαλικής έκφρασης, η οποία γνωρίζει ραγδαία εξάπλωση, ιδίως μεταξύ των νέων ενηλίκων.

Στο πλαίσιο αυτών των ψηφιακών σεξουαλικών αλληλεπιδράσεων, ωστόσο, μπορεί να εκδηλωθούν ποικίλες προβληματικές κοινωνικές δυναμικές. Μία από τις σοβαρότερες συνέπειες είναι η μη συναινετική διαρροή σεξουαλικού υλικού, φαινόμενο που συχνά περιγράφεται με τον όρο «εκδικητική πορνογραφία» (revenge porn).

Advertisement
Advertisement

Στο παρόν άρθρο θα παρουσιαστεί το νομικό πλαίσιο που διέπει το αδίκημα αυτό στην Ελλάδα και θα αναλυθούν οι κοινωνιολογικές οπτικές που συμβάλλουν στην κατανόηση του φαινομένου. Παρότι έχει ασκηθεί κριτική στον όρο «εκδικητική πορνογραφία», καθώς ο όρος «πορνογραφία» θεωρείται παραπλανητικός, δεδομένου ότι απουσιάζει η συναίνεση, βασικό στοιχείο της πορνογραφικής πρακτικής,, επιλέγεται η χρήση του στο παρόν κείμενο, καθώς παραμένει ευρέως διαδεδομένος τόσο στη δημόσια σφαίρα όσο και στη νομική ορολογία.

Το νομοθετικό πλαίσιο στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα, η εκδικητική πορνογραφία αναγνωρίστηκε ως αυτόνομο ποινικό αδίκημα με τον Νόμο 4855/2021, ο οποίος τροποποίησε τον Ποινικό Κώδικα και εισήγαγε το άρθρο 346 ΠΚ, υπό τον τίτλο «Μη συναινετική πορνογραφία». Η θέσπιση του άρθρου αποτέλεσε απάντηση στην αυξανόμενη δημοσιότητα περιστατικών διαρροής προσωπικού σεξουαλικού υλικού στο διαδίκτυο – γνωστών ως revenge porn -φ, τα οποία ανέδειξαν την ανάγκη για στοχευμένη νομική προστασία. Σύμφωνα με τη διάταξη, όποιος, χωρίς τη συναίνεση του εικονιζόμενου προσώπου, καταγράφει, διανέμει, προβάλλει ή καθιστά προσιτό σε τρίτους οπτικοακουστικό υλικό γενετήσιου χαρακτήρα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή.

Σε περίπτωση που η πράξη τελείται με σκοπό εκδίκησης ή κερδοσκοπίας, ή εάν το θύμα είναι ανήλικο, η ποινή αυστηροποιείται και μπορεί να φτάσει έως δέκα έτη κάθειρξης. Παράλληλα, η νομοθεσία προβλέπει την άμεση αφαίρεση του παράνομου υλικού από τις διαδικτυακές πλατφόρμες, καθώς και την προστασία της ανωνυμίας και των προσωπικών δεδομένων του θύματος.

Με τον τρόπο αυτό, το ελληνικό δίκαιο αναγνωρίζει ρητά ότι η μη συναινετική διανομή σεξουαλικού υλικού συνιστά σοβαρή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας και της ιδιωτικής ζωής, προσεγγίζοντάς την ως μορφή σεξουαλικής και ψηφιακής κακοποίησης.

Η λειτουργία του “διασυρμού” και η κουλτούρα ενοχοποίησης του θύματος

Προκειμένου να κατανοήσουμε τις αιτίες του φαινομένου, είναι σημαντικό να εξετάσουμε τη λειτουργία της συγκεκριμένης συμπεριφοράς. Το βασικό στοιχείο στο οποίο επιτίθεται ο δράστης, ο οποίος διαρρέει υλικό εις βάρος ενός θύματος, είναι η κοινωνική υπόληψη. Τα θύματα εκδικητικής πορνογραφίας συχνά βιώνουν πλήγμα στην αξιοπρέπειά τους, στην εικόνα που έχουν οι σημαντικοί άλλοι για αυτά, καθώς και στον αντιλαμβανόμενο έλεγχο πάνω στο σώμα τους (Franklin, 2014). Οι συνέπειες αυτές προκύπτουν από δύο παράγοντες:

Αφενός, η εκδικητική πορνογραφία υπονομεύει την αίσθηση του ατόμου ότι ασκεί αποκλειστικό έλεγχο επί του σώματός του. Παρά την απουσία φυσικής επαφής ή άμεσης επίθεσης, η μη συναινετική χρήση του σώματος ως αντικειμένου θεάματος για τρίτους συνιστά μορφή κακοποίησης και παραβίασης, δημιουργώντας έντονο αίσθημα αδυναμίας και παραβίασης της προσωπικής αυτονομίας. Αφετέρου, σημαντικό ρόλο παίζουν πολιτισμικά δεδομένα, σύμφωνα με τα οποία παραδοσιακά η γυναικεία σεξουαλικότητα θεωρείται απαγορευμένη ή ένδειξη αδύναμης ηθικής και αυτοελέγχου. Ως αποτέλεσμα, τα θύματα ενδέχεται να κατηγορηθούν έμμεσα για σεξουαλική ασυδοσία ή προκλητική συμπεριφορά (Franklin, 2014).

Advertisement

Σύμφωνα με τις παραδοσιακές κοινωνικές αντιλήψεις, γυναίκες που εκδηλώνουν έντονη ή απελευθερωμένη σεξουαλικότητα συχνά στιγματίζονται ως αντικοινωνικές ή ηθικά αποκλίνουσες (Clayton & Trafimow, 2007). Για τον λόγο αυτό, πολλές γυναίκες τείνουν να υποβαθμίζουν ή να αποκρύπτουν τον αριθμό των σεξουαλικών συντρόφων τους, προκειμένου να αποφύγουν αρνητική αξιολόγηση. Αντίθετα, οι άνδρες συχνά υπερτονίζουν τις σεξουαλικές τους εμπειρίες, αντανακλώντας κοινωνικές προσδοκίες σχετικά με την ανδρική σεξουαλικότητα και την ανάγκη να προβάλλονται ως επιθυμητοί ή έμπειροι (Muehlenhard & Cook, 1988).

Το φαινόμενο αυτό αντικατοπτρίζει τη θεωρία του σεξουαλικού διπλού προτύπου, σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες κρίνονται αυστηρότερα από τους άνδρες για παρόμοιες σεξουαλικές συμπεριφορές (Milhausen & Herold, 1999). Το πρότυπο αυτό έχει εξελιχθεί σε πιο «υπό όρους» μορφή, όπου στους άνδρες επιτρέπεται κοινωνικά η σεξουαλική ελευθερία, ενώ στις γυναίκες η αποδοχή της σεξουαλικής δραστηριότητας περιορίζεται κυρίως σε σταθερές σχέσεις. Ως εκ τούτου, άτομα που υιοθετούν παραδοσιακές αντιλήψεις σχετικά με τη σεξουαλική συμπεριφορά τείνουν να εκφράζουν αυστηρότερες κρίσεις απέναντι σε γυναίκες θύματα εκδικητικής πορνογραφίας.

Η επίρριψη ευθύνης στο θύμα είναι ένα ακόμη φαινόμενο ευρέως τεκμηριωμένο στη βιβλιογραφία, όπου οι παρατηρητές θεωρούν τα ίδια τα θύματα υπεύθυνα για τα εγκλήματα που υπέστησαν (Grubb & Turner, 2012; Whatley, 1996). Παράλληλα, συνδέεται με το θεμελιώδες σφάλμα απόδοσης, δηλαδή την τάση να αποδίδεται η συμπεριφορά σε χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και όχι σε περιστασιακούς ή εξωτερικούς παράγοντες (Tetlock, 1985). Στην περίπτωση της εκδικητικής πορνογραφίας, οι θεατές των διαρρευσμένων εικόνων συχνά επικεντρώνονται σε υποτιθέμενα λάθη του θύματος («δεν έπρεπε να βγάλει φωτογραφία», «είναι προκλητικό/ή») αντί στις συνθήκες υπό τις οποίες δημιουργήθηκε και διανεμήθηκε το υλικό. Η εσφαλμένη αυτή απόδοση ευθύνης ενισχύει κοινωνικά στερεότυπα και προκαταλήψεις, δημιουργώντας περιβάλλον στο οποίο το θύμα στοχοποιείται και στιγματίζεται.

Advertisement

Τέλος, η προσδοκία κοινωνικού διασυρμού λειτουργεί και ως κίνητρο για τον δράστη, ο οποίος μέσω της διαρροής επιδιώκει τον έλεγχο του θύματος, αξιοποιώντας κοινωνικές προκαταλήψεις για να ενισχύσει την επίδραση της πράξης του.

Συνοψίζοντας, η προσδοκία κοινωνικού διασυρμού λειτουργεί και ως κίνητρο για τον δράστη, ο οποίος μέσω της διαρροής επιδιώκει τον έλεγχο του θύματος. Η κοινωνική κουλτούρα που ενοχοποιεί τη σεξουαλική συμπεριφορά των γυναικών επιστρατεύεται από τον δράστη, καθώς οι κοινωνικές αντιλήψεις οδηγούν στην αντίληψη ότι «ταπεινώνεται» η γυναίκα, ενώ ο ίδιος παραμένει ατιμώρητος και αόρατος ως κακοποιητής. Με αυτόν τον τρόπο, η πράξη ενισχύεται από τα κοινωνικά στερεότυπα και τις προκαταλήψεις, πολλαπλασιάζοντας τις αρνητικές συνέπειες για το θύμα.

Ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις στο θύμα

Παραπάνω αναφέραμε ότι η εμπειρία της διακίνησης οπτικοακουστικού υλικό χωρίς την συναίνεση του ατόμου αποτελεί μια μορφή κακοποίησης που πρέπει να αντιμετωπίζεται τόσο σοβαρά όσο και άλλες μορφές σεξουαλικής επίθεσης. Τα θύματα εκδικητικής πορνογραφίας βιώνουν σοβαρές και πολυδιάστατες συνέπειες, οι οποίες παρουσιάζουν αξιοσημείωτες ομοιότητες με τις ψυχολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις του βιασμού. Έρευνες έχουν δείξει ότι τα άτομα που υφίστανται μη συναινετική διανομή σεξουαλικού υλικού αναφέρουν έντονο άγχος, ντροπή, ενοχή, κατάθλιψη, κοινωνική απόσυρση και αυτοκαταστροφικές σκέψεις (Powell & Henry, 2017· Bates, 2017).

Advertisement

Η απώλεια ελέγχου πάνω στο σώμα και στη σεξουαλική εικόνα τους προκαλεί τραυματικό βίωμα παραβίασης της ιδιωτικότητας, το οποίο πολλοί ερευνητές περιγράφουν ως μορφή «ψηφιακού ή εικονικού βιασμού» (McGlynn, Rackley & Houghton, 2017). Παρόμοια με τα θύματα βιασμού, τα θύματα εκδικητικής πορνογραφίας συχνά αντιμετωπίζουν δευτερογενή θυματοποίηση από το κοινωνικό περιβάλλον, μέσα από σχόλια που αμφισβητούν τη συμπεριφορά ή τις επιλογές τους, οδηγώντας σε εσωτερίκευση της ευθύνης και αυτοενοχοποίηση (Grubb & Turner, 2012). Η συνεχής αναπαραγωγή και διάδοση του υλικού στο διαδίκτυο εντείνει το αίσθημα αδυναμίας και επαναλαμβανόμενου τραύματος, καθώς η έκθεση δεν είναι χρονικά περιορισμένη – το θύμα «ξαναβιάζεται» κάθε φορά που το περιεχόμενο επανεμφανίζεται ή διαμοιράζεται (Citron & Franks, 2014). Συνολικά, η εκδικητική πορνογραφία, αν και διαφέρει νομικά από τον βιασμό, συγκλίνει σε ψυχολογικό και κοινωνικό επίπεδο ως προς τη φύση του τραύματος: πρόκειται και στις δύο περιπτώσεις για εμπειρία παραβίασης της συναίνεσης, απώλειας ελέγχου και προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας του ατόμου.

Τα κίνητρα του δράστη

Τα κίνητρα των δραστών εκδικητικής πορνογραφίας ποικίλλουν, ωστόσο συχνά προκύπτουν από την ανάγκη άσκησης ελέγχου, την επιθυμία για εκδίκηση και την επίδειξη ισχύος απέναντι στο θύμα. Η διαρροή προσωπικού σεξουαλικού υλικού χρησιμοποιείται ως εργαλείο εξουσίας και ταπείνωσης, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου η σχέση έχει λήξει με συναισθηματική ένταση ή απόρριψη (Powell & Henry, 2017). Κεντρικό ρόλο παίζουν τα παραδοσιακά έμφυλα στερεότυπα, σύμφωνα με τα οποία η γυναικεία σεξουαλικότητα θεωρείται κτήμα προς έλεγχο, και η δημόσια έκθεση λειτουργεί ως μηχανισμός τιμωρίας για την «ανυπακοή» ή την ανεξαρτησία των γυναικών (McGlynn, Rackley & Houghton, 2017). Παράλληλα, έρευνες υποδεικνύουν ότι κάποιοι δράστες δρουν από ναρκισσιστικά ή αντικοινωνικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας, αναζητώντας επιβεβαίωση μέσω της ταπείνωσης του άλλου ή της διαδικτυακής προσοχής (Bothamley & Tully, 2018). Επιπλέον, σε περιπτώσεις όπου το υλικό δημοσιεύεται χωρίς προσωπικό κίνητρο εκδίκησης (π.χ. σε κοινότητες διαμοιρασμού εικόνων), τα κίνητρα συνδέονται με την αντικειμενοποίηση και εμπορευματοποίηση του σώματος, καθώς και με την κουλτούρα της διαδικτυακής ανωνυμίας που μειώνει την ενσυναίσθηση και την αίσθηση ευθύνης (Henry & Flynn, 2019). Συνολικά, η εκδικητική πορνογραφία δεν προκύπτει απλώς από θυμό ή παρόρμηση, αλλά εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο έμφυλης ανισότητας, ψηφιακής εξουσίας και κοινωνικών στάσεων που νομιμοποιούν την παραβίαση της ιδιωτικότητας και τη σεξουαλική ταπείνωση των θυμάτων.

Θύτης, θύμα, και οι υπόλοιποι; Αθώοι;

Η εκδικητική πορνογραφία δεν είναι απλώς ζήτημα δράστη και θύματος· η κοινωνία συνολικά συμμετέχει στην αναπαραγωγή και τη νομιμοποίηση αυτού του φαινομένου. Κάθε φορά που, από περιέργεια ή διασκέδαση, παρακολουθούμε ή διαμοιράζουμε μη συναινετικό υλικό, γινόμαστε, έστω έμμεσα, μέρος της διαδικασίας παραβίασης. Το γεγονός ότι δεν δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι το υλικό δεν μας καθιστά αμέτοχους: με τη συμπεριφορά μας ενισχύουμε την κοινωνική αποδοχή της παραβίασης και ενδυναμώνουμε τον δράστη. Χωρίς θεατή δεν υπάρχει έγκλημα. Άρα, είμαστε καθοριστικό μέρος αυτής της αλυσίδας.

Advertisement

Παράλληλα, καθημερινές πρακτικές που θεωρούνται «αθώες» ή «αστείες» — όπως η επίδειξη φωτογραφιών γυναικών σε φίλους χωρίς τη συγκατάθεσή τους — μπορούν να θεωρηθούν μικρογραφίες της εκδικητικής πορνογραφίας. Τέτοιες ενέργειες, συχνότερα από άνδρες, αντικατοπτρίζουν τη βαθιά ριζωμένη κουλτούρα έμφυλων ανισοτήτων και την έλλειψη σεβασμού στην αυτονομία και την ιδιωτικότητα των άλλων.

Advertisement

Συνεπώς, η κοινωνική ευθύνη δεν περιορίζεται στον δράστη. Ο καθένας από εμάς καλείται να αναστοχαστεί τη στάση του απέναντι στην ψηφιακή έκθεση της σεξουαλικότητας και να συνειδητοποιήσει ότι η «παθητική συμμετοχή» ή η αμέλεια μπορούν να γίνουν μέρος του προβλήματος. Η πρόληψη της εκδικητικής πορνογραφίας απαιτεί συλλογική δράση, ενσυναίσθηση και υπευθυνότητα: η προστασία της αξιοπρέπειας και της ιδιωτικής ζωής δεν είναι μόνο νομικό ζήτημα, αλλά κοινωνικό καθήκον που αφορά όλους μας.

Βιβλιογραφία

Bates, S. (2017). Revenge porn and mental health: A qualitative analysis of the mental health effects of revenge porn on female survivors. Feminist Criminology, 12(3), 274–289.

Advertisement

Bothamley, S., & Tully, R. J. (2018). “Revenge pornography”: The influence of perpetrator personality traits. Journal of Sexual Aggression, 24(2), 1–16.

Citron, D. K., & Franks, M. A. (2014). Criminalizing revenge porn. Wake Forest Law Review, 49, 345–391.

Grubb, A., & Turner, E. (2012). Attribution of blame in rape cases: A review of the impact of rape myth acceptance, gender role conformity and substance use on victim blaming. Aggression and Violent Behavior, 17(5), 443–452.

Henry, N., & Flynn, A. (2019). Image-based sexual abuse: Online distribution channels and offenders. Computers in Human Behavior, 97, 67–76.

McGlynn, C., Rackley, E., & Houghton, R. (2017). Beyond “revenge porn”: The continuum of image-based sexual abuse. Feminist Legal Studies, 25(1), 25–46.

Powell, A., & Henry, N. (2017). Sexual violence in a digital age. Palgrave Macmillan.