Η νίκη του 34χρονου πρώην ράπερ και μουσουλμάνου βουλευτή, Ζόχραν Μαμντάνι, στη δημαρχία της Νέας Υόρκης παρουσιάζεται από τους υποστηρικτές του ως «συμβολική» νίκη της αλλαγής. Ωστόσο, πέρα από τα μεγάλα λόγια και τα επικοινωνιακά σόου, η πραγματικότητα που ξεδιπλώνεται μπροστά στην πόλη μοιάζει με μια σειρά σοβαρών και άμεσα διαχειρίσιμων προβλημάτων, φορολογικά, διοικητικά και πολιτικά, τα οποία ο νέος δήμαρχος δεν φαίνεται να έχει απαντήσει με ρεαλισμό.

Πρώτον, το πρόγραμμα του Μαμντάνι είναι ακριβό και, στην παρούσα μορφή του, μάλλον ανέφικτο. Υποσχέσεις για δωρεάν λεωφορεία, πάγωμα ενοικίων, γενναίες αυξήσεις μισθών και μεγάλα προγράμματα κοινωνικής παροχής απαιτούν δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, αριθμοί που δεν καλύπτονται από τις προτεινόμενες φόρμες εισοδήματος χωρίς σημαντική κρατική έγκριση και χωρίς ριζικό επανασχεδιασμό του προϋπολογισμού της πόλης. Πολλά από αυτά τα μέτρα απαιτούν νομοθεσία και πόρους σε κρατικό ή ομοσπονδιακό επίπεδο, όπου το πεδίο σύγκρουσης είναι ήδη σκληρό. 

Advertisement
Advertisement

Δεύτερον, ο Ζόχραν Μαμντάνι δεν διαθέτει την αποδεδειγμένη διοικητική εμπειρία για να διαχειριστεί μια πόλη-μηχανή όπως η Νέα Υόρκη. Η διοίκηση μίας τέτοιας μητρόπολης απαιτεί όχι μόνον πολιτικό όραμα αλλά και τεχνοκρατική ικανότητα, έμπειρη γραφειοκρατία και σχέση εμπιστοσύνης με χρηματοπιστωτικούς φορείς και επενδυτές. Οι ανησυχίες της Wall Street και των δημοσιονομικών κύκλων για την «ανταγωνιστικότητα» της πόλης δεν είναι ιδεοληψία, έχουν πρακτική επίπτωση επενδύσεων και φορολογικών εσόδων. Αν επιχειρηθεί ⟮και επιβληθεί⟯ ένα ριζικό πακέτο φόρων χωρίς απολύτως σαφή και δεσμευτικά μέτρα στήριξης, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος «εξόδου» επιχειρήσεων και κεφαλαίων. 

Τρίτον, η πολιτική πόλωση που συνοδεύει την εκλογή δεν είναι θεωρητικό πρόβλημα· δημιουργεί λειτουργικά ρήγματα. Απειλές από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ να «κόψει» ομοσπονδιακή χρηματοδότηση, δημόσιες αντιπαραθέσεις και έντονες εκστρατείες δυσφήμισης σημαίνουν ότι η δημοτική διοίκηση θα εισέλθει άμεσα σε εθνικό πεδίο αντιπαράθεσης, πεδίο όπου οι πόροι, οι δικαστικές διαμάχες και οι πολιτικές ρεβανσισμού μπορούν να παραλύσουν έργα και προγράμματα. Το ανώτατο επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης δεν βοηθά την καθημερινή λειτουργία της πόλης. 

Τέταρτον, η εκμετάλλευση συμβολισμών και ταυτοτήτων στην προεκλογική ρητορική αντικατέστησε, εν μέρει, την απαιτούμενη λογική της διακυβέρνησης. Η ανάδειξη «πρώτου» ή «συμβολικού» στοιχείου μπορεί να κινητοποιεί, αλλά δεν υποκαθιστά σχέδιο υλοποίησης, κοστολόγηση και συγκροτημένο πρόγραμμα διαχείρισης κρίσεων· στοιχεία που λείπουν ή παρουσιάζονται αποσπασματικά στην επίσημη ατζέντα. Η πολιτική πρακτική απαιτεί μετρήσιμα σχέδια, χρονοδιαγράμματα και εναλλακτικά σενάρια – όχι μόνο συνθήματα. 

Πέμπτον, οι διεθνείς και ενδοκοινοτικές εντάσεις που αναφύονται από δηλώσεις για το Ισραήλ–Παλαιστίνη ή άλλες εξωτερικές πολιτικές θέσεις μπορούν να δηλητηριάσουν το κοινωνικό κλίμα της πόλης. Η Νέα Υόρκη φιλοξενεί ισχυρές και ενεργές κοινότητες με αντικρουόμενα συμφέροντα· ο δημάρχος που προκαλεί ή διχάζει σε τέτοια ζητήματα ρισκάρει την κοινωνική συνοχή και την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης.

Τέλος, η πρώτη εικόνα που θα μείνει, αν οι εξαγγελίες αποδειχθούν ανεκπλήρωτες ή η πόλη εισέλθει σε οικονομική πίεση, δεν θα είναι «ιστορική νίκη», αλλά πολιτικό παραδειγματικό παράδειγμα αποτυχίας. Σε πολιτικό επίπεδο, αυτό θα αποδυναμώσει όχι μόνο τον ίδιο, αλλά και τις ομάδες που τον ανέδειξαν  με αποτέλεσμα επιστροφή σε συντηρητικότερες πολιτικές επιλογές και αύξηση κοινωνικής δυσπιστίας.

Η εκλογή του Ζόχραν Μαμντάνι είναι, λοιπόν, λιγότερο μια «νίκη της διαφορετικότητας» και περισσότερο μια δοκιμασία ρεαλισμού.

Αν οι υποσχέσεις δεν κοστολογηθούν και δεν υλοποιηθούν, ο λογαριασμός θα το πληρώσει η πόλη και πολιτικά, ο ίδιος θα μείνει ως παράδειγμα μιας ανέφικτης και πολωτικής πολιτικής.