Στο διεθνές περιβάλλον, η παρατεταμένη ρωσο-ουκρανική σύγκρουση, ο στρατηγικός ανταγωνισμός ΗΠΑ–Κίνας και η αυξημένη αυτονομία μεγάλων περιφερειακών δρώντων (π.χ. εντός BRICS+) αναδιατάσσουν το σύστημα. Η ΕΕ αντιμετωπίζει «μάχη αφηγήσεων» στον Παγκόσμιο Νότο, όπου η αξιοπιστία της κρίνεται από τη συνέπεια μεταξύ αξιών και πρακτικών (κυρώσεις, χρέος, κλίμα, σύγκρουση στη Γάζα, μετανάστευση). Χωρίς αναβάθμιση της πολιτικής της προς τον Νότο—με επενδύσεις, καθεστώτα πρόσβασης στην αγορά και θεσμικό διάλογο—η Ένωση κινδυνεύει να παγιώσει την εικόνα «περιφερειακού παίκτη» σε έναν πολυπολικό κόσμο .
Σε αυτό το V.U.C.A. (Volatility, Uncertainty, Complexity, Ambiguity γεωπολιτικό σκηνικό, η ΕΕ εισέρχεται σε φάση ανοιχτής «ασφαλειοποίησης» (securitisation) της πολιτικής της: από την εσωτερική αγορά και την πράσινη μετάβαση μετατοπίζεται σε ζητήματα άμυνας, οικονομικής/τεχνολογικής ασφάλειας και ανθεκτικότητας κρίσιμων αλυσίδων αξίας. Η Επιτροπή έχει ήδη θέσει τον βηματισμό: η Ευρωπαϊκή Αμυντική Βιομηχανική Στρατηγική (EDIS) εγκαινιάζει μια μόνιμη βιομηχανική λογική για άμυνα (EDIP, ASAP, EDIRPA, EDF), ενώ προωθείται συστηματικός έλεγχος των επενδυτικών κενών και της προόδου ανά εξάμηνο, σηματοδοτώντας διαρκή πολιτικοποίηση του τομέα σε επίπεδο Ένωσης. Παράλληλα, με τη Λευκή Βίβλο για την Ευρωπαϊκή Άμυνα και σχέδια όπως το ReArm Europe/Readiness 2030 και το νέο χρηματοδοτικό εργαλείο SAFE (Security Action for Europe), επιδιώκεται η κινητοποίηση άνω των 800 δισ. ευρώ μέσω κρατικών, ενωσιακών και ιδιωτικών επενδύσεων έως το 2030, ενισχύοντας το συντονισμό, τη συμπαραγωγή και τη στρατηγική αυτονομία στον αμυντικό τομέα της ΕΕ
Αυτές οι κατευθύνσεις προετοιμάζουν ένα SOTEU 2025 εμφατικά «ασφαλείας-πρώτα», όπου οι μετρήσιμοι στόχοι άμυνας και η διακυβέρνησή τους θα βρεθούν στον πυρήνα του αφηγήματος. Η ομιλία της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το State of the Union (Σεπτέμβριος 2025) αναμένεται να σηματοδοτήσει μια σαφή μετατόπιση της ευρωπαϊκής πολιτικής προτεραιότητας: η έμφαση απομακρύνεται από το περιβάλλον και την κοινωνική συνοχή και επικεντρώνεται στην άμυνα και στην ασφάλεια
Το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ) 2028–2034
Στο επίκεντρο της νέας στρατηγικής βρίσκεται η διαπραγμάτευση για το ΠΔΠ 2028–2034. Είναι σημαντικό να καταστεί σαφές πως το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο (ΠΔΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι κάτι περισσότερο από ένας προϋπολογισμός: δεν καθορίζει μόνο τις πολιτικές προτεραιότητες της ΕΕ, αλλά και το επίπεδο φιλοδοξίας της να καταστεί ένας πραγματικά παγκόσμιος παράγοντας.
Με προτεινόμενο ύψος 2 τρισεκατομμυρίων ευρώ, που αντιστοιχεί στο 1,26% του ΑΕΠ της ΕΕ, το νέο πλαίσιο σηματοδοτεί μια άνευ προηγουμένου φιλοδοξία αλλά και μια βαθιά πολιτική πρόκληση για τα κράτη-μέλη, ιδίως για τους καθαρούς συνεισφέροντες. Η προτεραιοποίηση της στρατηγικής αυτονομίας, της άμυνας και της ανταγωνιστικότητας συνυπάρχει με τις κλασικές αξίες της Ένωσης, όπως τα παγκόσμια δημόσια αγαθά (φτώχεια, ανθρώπινα δικαιώματα, βιώσιμη ανάπτυξη).
Ειδικό βάρος αποκτά ο προϋπολογισμός για την Εξωτερική Δράση (€200 δισ.), ο οποίος ενισχύει την παγκόσμια παρουσία της Ένωσης αλλά προκαλεί και κριτική. ΜΚΟ και αναλυτές προειδοποιούν για τον κίνδυνο «ανταλλαγής» μακροπρόθεσμων αναπτυξιακών στόχων με βραχυπρόθεσμες γεωπολιτικές στοχεύσεις, ιδιαίτερα στο πεδίο της μετανάστευσης και της ασφάλειας.
Εθνικοποίηση ή πολυεπίπεδη διακυβέρνηση;
Η πρόταση της Επιτροπής για «National & Regional Partnership Plans» επιχειρεί τη συγχώνευση κονδυλίων (συνοχής, αγροτικής ανάπτυξης, μετανάστευσης) σε ενιαία εθνικά σχέδια. Ενώ αυτό υπόσχεται ευελιξία και απλούστευση, αναδύονται σοβαροί κίνδυνοι αποδυνάμωσης της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης. Η εμπειρία του Ταμείου Ανάκαμψης έδειξε ότι η κεντρική διαχείριση από τα κράτη-μέλη συχνά απέκλεισε τις τοπικές και περιφερειακές αρχές, οδηγώντας σε ετεροβαρή κατανομή πόρων. Η Επιτροπή των Περιφερειών αντιδρά έντονα, ζητώντας θεσμικές εγγυήσεις για τη συμμετοχή των περιφερειών, τη διατήρηση αυτόνομων προγραμμάτων και τη διαφάνεια μέσω μηχανισμών παρακολούθησης.
Η πολιτική συνοχής δεν είναι απλώς εργαλείο οικονομικής αναδιανομής· αποτελεί κεντρικό στοιχείο της ευρωπαϊκής ταυτότητας και προϋπόθεση για την κοινωνική και εδαφική συνοχή. Η υποβάθμισή της θα έθετε σε κίνδυνο το ίδιο το αίσθημα συμμετοχής των πολιτών στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Δημοσιονομικές προκλήσεις και ίδιοι πόροι
Η αποπληρωμή του NextGenerationEU από το 2028 θα δεσμεύσει έως και 17% των ετήσιων δαπανών του νέου ΠΔΠ, περιορίζοντας τα διαθέσιμα κονδύλια για άλλες πολιτικές. Οι νέες προτάσεις ιδίων πόρων (φόροι εκπομπών, μηχανισμός προσαρμογής στα σύνορα) κινούνται προς την κατεύθυνση της δημοσιονομικής αυτονομίας, αλλά αν εφαρμοστούν άκαμπτα, ενδέχεται να επιβαρύνουν δυσανάλογα παραδοσιακούς άξονες, όπως η αγροτική πολιτική και η συνοχή. Έτσι, εγείρεται το δίλημμα ανάμεσα σε μία περισσότερο συγκεντρωτική δημοσιονομική αρχιτεκτονική και στην προστασία της εθνικής και τοπικής αυτονομίας.
Ανάμεσα στην Ανάπτυξη και τη γεωπολιτική
Το NDICI–Global Europe υπήρξε έως σήμερα το βασικό χρηματοδοτικό εργαλείο της εξωτερικής δράσης της ΕΕ, με συνολικό προϋπολογισμό €79,5 δισ. για την περίοδο 2021–2027. Στο νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (2028–2034) προγραμματίζεται σημαντική ενίσχυσή του, που ενδέχεται να αγγίξει τα €200 δισ., ενοποιώντας σχεδόν όλους τους επιμέρους μηχανισμούς που αφορούν τη γειτονία, την αναπτυξιακή συνεργασία, την ανθρωπιστική βοήθεια και τη διεύρυνση.
Αρχικός στόχος του NDICI ήταν η προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης, η εξάλειψη της φτώχειας, η στήριξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η συμβολή στην εφαρμογή των SDGs και της Συμφωνίας των Παρισίων. Ωστόσο, οι εξελίξεις των τελευταίων ετών καταδεικνύουν μια σταδιακή «εργαλειοποίηση» της αναπτυξιακής πολιτικής. Η έμφαση μετατοπίζεται από τη στήριξη της κοινωνικής ανάπτυξης στη διαχείριση μεταναστευτικών ροών και στην εξυπηρέτηση άμεσων γεωπολιτικών επιδιώξεων της Ένωσης. Η χρηματοδότηση συνδέεται ολοένα και συχνότερα με τη συνεργασία τρίτων χωρών σε ζητήματα επιστροφών μεταναστών και ελέγχου συνόρων. Το αποτέλεσμα είναι η αποδυνάμωση της τοπικής ιδιοκτησίας και η αντικατάσταση του αφηγήματος της αλληλεγγύης από μια περισσότερο «συναλλακτική» λογική, η οποία περιορίζει την αξιοπιστία της ΕΕ ως παγκόσμιου παράγοντα αξιών.
Η νέα αρχιτεκτονική: ενίσχυση ή αποδυνάμωση;
Η μελλοντική μεταρρύθμιση υπόσχεται βελτίωση της συνοχής, ταχύτερη διάθεση πόρων και μεγαλύτερη ευελιξία, στοιχεία κρίσιμα σε συνθήκες διαδοχικών κρίσεων όπως η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία. Ωστόσο, η συγκέντρωση σχεδόν όλων των κονδυλίων σε ένα «mega-instrument» δημιουργεί κινδύνους. Μόλις το 1% του προϋπολογισμού κατευθύνεται σε καθαρά ανθρωπιστική βοήθεια, ενώ οι παγκόσμιες ανάγκες αυξάνονται δραματικά. Η πίεση για «ring-fencing» των κονδυλίων έκτακτης ανάγκης και η απαίτηση για ισχυρότερους μηχανισμούς διαφάνειας και λογοδοσίας είναι αναγκαίες, αλλά δεν αρκούν από μόνες τους για να εξασφαλίσουν την προτεραιότητα σε κοινωνικές πολιτικές όπως η υγεία, η εκπαίδευση και η ανθρώπινη ανάπτυξη. Η κατάργηση δεσμευτικών στόχων δαπανών ενέχει τον κίνδυνο περιθωριοποίησης αυτών των τομέων έναντι βραχυπρόθεσμων στρατηγικών επιδιώξεων.
Η ευρωπαϊκή συμβολή υπό αμφισβήτηση
Η νέα ενοποιημένη λογική υπέρ της ευελιξίας και της ταχείας ανταπόκρισης ενδέχεται να ενισχύσει τη λειτουργικότητα του μηχανισμού, αλλά χωρίς σαφείς εγγυήσεις κινδυνεύει να διαβρώσει τη συνοχή της ευρωπαϊκής αναπτυξιακής πολιτικής. Η ολοένα στενότερη σύνδεση της βοήθειας με την εξωτερική πολιτική διευκολύνει βραχυπρόθεσμα γεωπολιτικά οφέλη, αλλά θολώνει τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην αναπτυξιακή συνεργασία και στη στρατηγική ισχύ, με μακροπρόθεσμο κόστος για την εικόνα της ΕΕ ως πρωταθλητή της βιώσιμης ανάπτυξης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η ανάλυση καθίσταται πιο ανησυχητική αν ληφθεί υπόψη ότι η επίσημη αναπτυξιακή βοήθεια (ODA) των 27 κρατών μελών συνεχίζει να μειώνεται και παραμένει πολύ κάτω από τις διεθνείς δεσμεύσεις που επαναβεβαιώθηκαν στην 4η Διεθνή Διάσκεψη για τη Χρηματοδότηση της Ανάπτυξης (FFD4) στη Σεβίλλη (30 Ιουνίου έως τις 3 Ιουλίου 2025). Υπό αυτές τις συνθήκες, η ανθρωπιστική βοήθεια της ΕΕ βρίσκεται σε νέες περιπέτειες, με τον κίνδυνο να θυσιαστεί ο αναπτυξιακός της χαρακτήρας στο βωμό της στρατηγικής ευελιξίας.
H ασφάλεια και η άμυνα
H ασφάλεια και η άμυνα έχουν μετατραπεί σε έναν όλο και πιο στρατηγικό τομέα, με 14,9 δισεκατομμύρια ευρώ στο τρέχον ΠΔΠ και με τη χρηματοδότηση της άμυνας να είναι πλέον ορατά ενσωματωμένη στον προϋπολογισμό της ΕΕ. Ενώ η αύξηση των δαπανών για την άμυνα θεωρείται ζωτικής σημασίας για τη διαφύλαξη των αξιών, της ειρήνης και της ασφάλειας της ΕΕ, υπάρχει συζήτηση σχετικά με τον αντίκτυπό της στις ευρύτερες προσπάθειες οικοδόμησης της ειρήνης και ανάπτυξης.
Η αυξημένη χρηματοδότηση αντικατοπτρίζει τη στρατηγική στροφή της ΕΕ από έναν κατεξοχήν «κανονιστικό δρώντα» (normative power) σε μια Ένωση που επιδιώκει να καταστεί στρατηγικός δρων (strategic actor) σε ένα ασταθές διεθνές περιβάλλον. Η ένταξη της άμυνας στον προϋπολογισμό δημιουργεί τις βάσεις για μια πιθανή «Ευρωπαϊκή Αμυντική Ένωση» (European Defence Union), με ικανότητες όχι μόνο αμυντικές αλλά και ανθρωπιστικές, ειρηνευτικές και σταθεροποιητικές εκτός ευρωπαϊκών συνόρων. Η προοπτική αυτή συνδέεται με την ανάγκη στρατηγικής αυτονομίας, ιδίως μετά το Brexit και την αβεβαιότητα στις διατλαντικές σχέσεις.
Βασικές ανησυχίες
Ωστόσο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και ευρύτεροι ακαδημαϊκοί και πολιτικοί κύκλοι εκφράζουν ανησυχία για τις πιθανές δημοσιονομικές μετατοπίσεις: η αύξηση κονδυλίων στην άμυνα ενδέχεται να αποδυναμώσει παραδοσιακούς πυλώνες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όπως η κοινωνική συνοχή, η περιβαλλοντική πολιτική και η αναπτυξιακή συνεργασία. Η λογική αυτή εγείρει ερωτήματα περί «ανταγωνιστικότητας πόρων» (resource trade-offs) ανάμεσα στην άμυνα και την ανάπτυξη, ιδιαίτερα σε ένα πλαίσιο όπου οι αναπτυξιακοί στόχοι της ΕΕ (βιωσιμότητα, SDGs, ειρήνη μέσω ανάπτυξης) παραμένουν κρίσιμοι για την εξωτερική πολιτική.
Η συζήτηση αγγίζει μια βαθύτερη παραδοξότητα: ενώ η ενίσχυση της άμυνας παρουσιάζεται ως αναγκαία για την προστασία της ειρήνης και της ασφάλειας, μπορεί παράλληλα να περιορίσει την ικανότητα της ΕΕ να επενδύσει σε μακροπρόθεσμες ειρηνευτικές και αναπτυξιακές δράσεις.
Ο κίνδυνος είναι ότι η ΕΕ θα μετατοπιστεί από την εικόνα της ως παγκόσμιου ειρηνοποιού (peacebuilder) σε έναν περισσότερο «κλασικό» δρώντα ασφαλείας, με όρους realpolitik. Αυτό μπορεί να ενισχύσει την επιχειρησιακή της ικανότητα, αλλά να αποδυναμώσει την ιδιαίτερη κανονιστική ταυτότητα που αποτέλεσε το κύριο γνώρισμα της ευρωπαϊκής διεθνούς παρουσίας.
Με λίγα λόγια, το θέμα ενσωματώνει μια στρατηγική αντίφαση: η ενίσχυση της άμυνας ως προϋπόθεση ειρήνης μπορεί να έρθει σε σύγκρουση με τις ίδιες τις πολιτικές που θεμελιώνουν τη βιώσιμη ειρήνη – την κοινωνική ανάπτυξη, την ανισότητα, την κλιματική σταθερότητα και τη συνεργασία με τρίτες χώρες.
Σύνδεση υγείας με άμυνα και ανθεκτικότητα
Η ενσωμάτωση της υγείας στις ευρύτερες ατζέντες άμυνας και προετοιμασίας για κρίσεις δεν είναι τυχαία· αναδείχθηκε μετά την πανδημία COVID-19, αλλά και λόγω ανησυχιών για βιολογικές απειλές και υβριδικούς κινδύνους. Η έμφαση σε ανθεκτικά συστήματα υγείας ως στοιχείο στρατηγικής ασφάλειας δείχνει ότι η υγεία αντιμετωπίζεται πλέον όχι μόνο ως κοινωνικό αγαθό, αλλά και ως παράγοντας γεωπολιτικής σταθερότητας. Έτσι, η επένδυση σε υποδομές, εμβόλια, και μηχανισμούς ταχείας απόκρισης συνδέεται άμεσα με την ασφάλεια των πολιτών της ΕΕ.
Κίνδυνος απομάκρυνσης από την παγκόσμια ισότητα στην υγεία
Ωστόσο, εδώ ανακύπτει το ίδιο διττό πρόβλημα που συναντήσαμε και στον τομέα της άμυνας. Η προτεραιοποίηση των συμφερόντων της ΕΕ ενδέχεται να μειώσει την έμφαση στη παγκόσμια υγειονομική ισότητα. Κατά την πανδημία είδαμε το φαινόμενο του vaccine nationalism, όπου τα κράτη-μέλη εξασφάλισαν προμήθειες εμβολίων σε βάρος των αναπτυσσόμενων χωρών. Αν αυτή η λογική παγιωθεί, η ΕΕ κινδυνεύει να υπονομεύσει την εικόνα της ως παγκόσμιου παρόχου κοινών αγαθών (global public goods provider) και να χάσει έδαφος σε σχέση με άλλους δρώντες, όπως η Κίνα, που χρησιμοποιούν την υγειονομική διπλωματία για την ενίσχυση της παγκόσμιας επιρροής τους.
Η στρατηγική αντίφαση
Το παράδοξο εδώ είναι ανάλογο με αυτό της άμυνας: ενώ η ενίσχυση των συστημάτων υγείας και η έρευνα θεωρούνται απαραίτητα για την προστασία της Ευρώπης, η υπερβολική εσωστρέφεια μπορεί να αποδυναμώσει την παγκόσμια αποστολή της ΕΕ να προάγει την ισότητα και την αλληλεγγύη στην υγεία. Η ισορροπία ανάμεσα σε μια «Ευρώπη που προστατεύει» (Europe that protects) και σε μια «Ευρώπη που μοιράζεται» (Europe that shares) παραμένει ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα της παγκόσμιας υγειονομικής διακυβέρνησης.
Οι διαπραγματεύσεις για το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΜΔΠ 2028–2034) διεξάγονται σε ένα συγκρουσιακό πλαίσιο, όπου η ΕΕ αναζητά ισορροπία ανάμεσα στην αυξανόμενη πίεση για χρηματοδότηση της άμυνας και της ασφάλειας και στη διατήρηση της Πράσινης Συμφωνίας, της κοινωνικής συνοχής και της διεθνούς αναπτυξιακής της δέσμευσης. Το διακύβευμα είναι η διαμόρφωση μιας νέας αφήγησης που θα ενώνει αξίες και συμφέροντα, με κεντρικό ρόλο στην τελική φάση των διαπραγματεύσεων να διαδραματίζει η ελληνική Προεδρία του 2027.
Η ανάγκη για ένα νέο ευρωπαϊκό αφήγημα
Το διακύβευμα για την ίδια την ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι διπλό. Από τη μία, η «στροφή στην ασφάλεια» υπόσχεται ταχύτερες αποφάσεις, κλίμακα και βιομηχανική δυναμική· από την άλλη, εγκυμονεί κινδύνους παραγκωνισμού της Πράσινης Συμφωνίας και της κοινωνικής πολιτικής, αλλά και διολίσθησης σε αμυντικό προστατευτισμό που θα υπονομεύσει την ανταγωνιστικότητα και τις συμμαχίες της ΕΕ.
Χωρίς προσανατολισμό στην καινοτομία, διαλειτουργικότητα και ανοικτές αγορές, μια «κλειστή» αμυντική βιομηχανική στρατηγική μπορεί να καταστεί αντιπαραγωγική. Η ισορροπία θα κριθεί από το πώς το νέο ΠΔΠ 2028–2034 θα κλειδώσει (ring-fence) κοινωνικές/πράσινες ροές, ενώ θα βάζει σαφείς, μετρήσιμους στόχους για άμυνα και οικονομική ασφάλεια.
Η ενίσχυση της δημοκρατίας και του κοινοτικού κεκτημένου ως ανεξάρτητη, θεμελιώδης διάσταση του νέου ευρωπαϊκού αφηγήματος έχει καθοριστική σημασία. Η ΕΕ πρέπει να διατηρήσει και να εμβαθύνει το κράτος δικαίου, την αρχή της αντιπροσωπευτικής και συμμετοχικής δημοκρατίας, την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και τον σεβασμό στο κοινοτικό κεκτημένο—δηλαδή το σύνολο των κοινών αξιών, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που αποτελούν τον πυρήνα της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Ένα «ρεαλιστικό-ιδεαλιστικό» αφήγημα οφείλει να συνδέσει τέσσερις κρίσιμες διαστάσεις:
Αμυντική ικανότητα με τεχνολογική πρωτοπορία και ανοιχτές αλυσίδες αξίας για ανθεκτικότητα και καινοτομία.
Ενεργειακή απεξάρτηση με επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης που θα στηρίζει την οικονομική και στρατηγική αντοχή.
Εξωτερική πολιτική με νέο κοινωνικό συμβόλαιο με τον Παγκόσμιο Νότο, βασισμένο στη σχέση εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας.
Ενδυνάμωση της δημοκρατίας και του κοινοτικού κεκτημένου, με θεσμική διαφάνεια, δημοκρατική νομιμοποίηση, κράτος δικαίου και θεμελιώδεις ευρωπαϊκές αξίες· προϋποθέσεις για πολιτική σταθερότητα και βιώσιμη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Η ανάδειξη της δημοκρατίας και της τήρησης του κοινοτικού κεκτημένου λειτουργεί ως εγγυητής της νομιμοποίησης όλων των άλλων ευρωπαϊκών στόχων, εξασφαλίζοντας ότι η ενίσχυση της ασφάλειας και της στρατηγικής αυτονομίας θα γίνεται με σεβασμό στα δικαιώματα, τη συμμετοχή και την εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων πολιτών.
Η πολιτική ενοποίηση των κρατών-μελών παραμένει ζήτημα ύψιστης σημασίας, με θεμέλιο τη συγκρότηση μιας ενιαίας εξωτερικής πολιτικής και κοινής πολιτικής άμυνας. Ωστόσο, η έμφαση αποκλειστικά στην άμυνα και την ασφάλεια μέσω της ενίσχυσης της κοινής αμυντικής βιομηχανίας δεν επαρκεί ώστε να διασφαλίσει την πρόοδο προς την περαιτέρω ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Το πραγματικό διακύβευμα αφορά στην ειλικρινή πολιτική βούληση της Ένωσης και των ΚΜ της και στην ικανότητά τους να αναλάβουν τις απαραίτητες πρωτοβουλίες, εφόσον είναι θεσμικά και πολιτικά ώριμη να προχωρήσει στα επόμενα στάδια.
Ελληνική προεδρία και στρατηγικό momentum
Η χρονική σύμπτωση της τελικής έγκρισης του ΠΔΠ με την ελληνική Προεδρία του Συμβουλίου προσφέρει στρατηγικό momentum για την Ελλάδα. Η χώρα μπορεί να λειτουργήσει ως «γέφυρα» μεταξύ βόρειων και νότιων κρατών-μελών, αλλά και ως εγγυητής ότι η Πράσινη Συμφωνία και οι κοινωνικές πολιτικές δεν θα θυσιαστούν στον βωμό της στρατηγικής ευελιξίας. Παράλληλα, μπορεί να προωθήσει μια ευρωπαϊκή συζήτηση για πολυεπίπεδη διακυβέρνηση και ενίσχυση της πολιτικής συνοχής με επίκεντρο το ευρωπαϊκό κεκτημένο και τον Ευρωπαίο Πολίτη.