Την εβδομάδα που μας πέρασε, η εκλογή του Ζόχραν Μαμντάνι συγκέντρωσε παγκόσμιο ενδιαφέρον. Ούτως η άλλως η πόλη που έχει ταυτιστεί όσο καμία άλλη με την παγκοσμιοποίηση διατηρεί υψηλή συμβολική αξία και για την πολιτική, με αντίκτυπο που υπερβαίνει τις ΗΠΑ. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για έναν ανεξάρτητο υποψήφιο, σοσιαλιστή, με κινηματικό προφίλ (το 10% των ψηφοφόρων του ενεργοποιήθηκαν ως εθελοντές βάσης για την εκλογή του), στήριξη από την αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών, ο οποίος στο ρεύμα των “πολιτικών της ταυτότητας” και της ιδεολογίας της αφύπνισης δεν διστάζει να διεκδικήσει την δική του, ισλαμική ταυτότητα.
Πολλοί μίλησαν για ανατροπή. Από πολλές πλευρές, όμως, ο Μαμντάνι είναι ακριβώς ό,τι είναι σήμερα και η Νέα Υόρκη. Απηχεί πιστότερα από οποιονδήποτε άλλον ορισμένα από τα νεότευκτα, αλλά παγιωμένα πια χαρακτηριστικά της.
Η σύνθεση του εκλογικού σώματος που τον ανέδειξε στον δημαρχιακό θώκο έχει ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο μεγάλη αναλυτική αξία. Ένας υποψήφιος που υποστηρίχθηκε από τους μορφωμένους, τα νοικοκυριά δίχως παιδιά, τα εισοδήματα 30.000-200.000, κατηγορίες δηλαδή στις οποίες εντάσσεται από την μια πλευρά το πολυπολιτισμικό πλήθος των υπαλλήλων και των μικροεπιχειρηματιών στις υπηρεσίες, και συνάμα τα κοσμοπολίτικα μεσαία, και μεσαία προς ανώτερα στρώματα. Είχε ρεύμα περισσότερο στις μειονότητες, ενώ από τις πλειοψηφίες που απέσπασε σε αυτές, η οριακότερη ήταν στους ισπανόφωνους. Στους λευκούς άνδρες έχασε. Όπως έχασε και στους Προτεστάντες, τους Καθολικούς, και τους Εβραίους –δηλαδή στην ραχοκοκαλιά εκείνου που κάποτε υπήρξε η Αμερική. Ισχυρές πλειοψηφίες κατέγραψε σε όσους εγκαταστάθηκαν στην πόλη τα τελευταία 20 χρόνια –η πλειοψηφία, πια, του εκλογικού σώματος. Έχασε, σε όσους γεννήθηκαν στην Νέα Υόρκη και οι οποίοι αντιπροσωπεύουν πια το 47% του εκλογικού σώματος. Υποστηρίχθηκε επίσης, από τους ενοικιαστές, όχι όμως από τους ιδιοκτήτες. Από εκείνους που δηλώνουν φιλελεύθεροι ριζοσπάστες, όχι από τους μετριοπαθείς και τους συντηρητικούς.
Αυτό εν πολλοίς είναι και το σημερινό πρόσωπο μιας Νέας Υόρκης που έχει χάσει την συνέχεια, και ο πληθυσμός της έχει σε μεγάλο βαθμό υποκατασταθεί μιας και οι παλιές λαϊκές τάξεις την έχουν εγκαταλείψει λόγω υπέρογκου κόστους διαβίωσης, αποβιομηχάνισης, εκτόξευσης της στέγασης. Που είναι μια πόλη “δίχως παιδιά”. Πoυ βιώνει και τα τελευταία χρόνια μια έξοδο και μια οικονομική δυστοκία (μισό εκατομμύριο την εγκατέλειψε μεταξύ 2020-2023), καθώς η οικονομική γεωγραφία των ΗΠΑ αλλάζει, και τα κέντρα του οικονομικού και δημογραφικού δυναμισμού μετατοπίζονται από την ΝΥ ή το Λος Άντζελες, στις Πολιτείες του Νότου (τη λεγόμενη “ζώνη του Ήλιου” –Τέξας, Αριζόνα, Τζόρτζια, Βόρεια και Νότια Καρολίνα, Μαϊάμι) και τις δυναμικά ανερχόμενες “πόλεις του 1 εκατομμυρίου”.
Η κοινωνική συμμαχία που οδήγησε τον Μαμντάνι στον δημαρχιακό θώκο της Νέας Υόρκης, βρήκε κοινούς πολιτικά τόπους στην εναντίωση στον Τραμπισμό, στην καταγγελία του υπέρογκου κόστους διαβίωσης και στέγασης, αλλά και στο Παλαιστινιακό που σε όλη τη Δύση έχει μεταβληθεί σε εσωτερικό πολιτικό και πολιτιστικό πρόβλημα, και προτάσσεται ως μετωνυμία για την απόρριψη του λευκού, δυτικού πολιτισμού και την υποκατάστασή του από το χαρακτηριστικό πολυπολιτισμικό αμάλγαμα που ο ίδιος περιέγραψε στον λόγο του:
«Ευχαριστώ όσους η πολιτική της πόλης μας ξεχνά, αλλά έκαναν αυτό το κίνημα δικό τους: τους Υεμενίτες ιδιοκτήτες παντοπωλείων, τις Μεξικανές γιαγιάδες, τους ταξιτζήδες από τη Σενεγάλη, τις νοσοκόμες από το Ουζμπεκιστάν, τους μάγειρες από το Τρινιντάντ, τις θείες από την Αιθιοπία — ναι, τις θείες [ ] όπως λέμε στο Στάινγουεϊ: ana minkum wa alaikum (είμαι από εσάς και μαζί σας).»
Η σύμπραξη των άλλοτε ευκατάστατων τάξεων, άλλοτε βυθισμένων στην καταναλωτική αμεριμνησία και στα ήθη της αυτοπραγμάτωσης, με το πολυπολιτισμικό προλεταριάτο σηματοδοτεί την κρίση των πρώτων, μέσα σε ένα περιβάλλον αποπαγκοσμιοποίησης, τραμπισμού, εργασιακής πίεσης καθώς η έλευση της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ) θίγει πρώτα και κύρια τα δικά τους επαγγέλματα. (Ας μην ξεχνάμε ότι μέχρι σήμερα, η μεγαλύτερη κινητοποίηση για την απώλεια θέσεων εργασίας από την ΤΝ, έγινε από τους σεναριογράφους και όχι από τους απασχολούμενους στα χειρωνακτικά επαγγέλματα).
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στον ρόλο του Ισλάμ. Ο Ζόχραν Μαμντάνι είναι ισλαμιστής, και δεν το κρύβει. Απεναντίας, αρέσκεται να προβάλει την σχέση του με ριζοσπάστες ιμάμηδες της ΝΥ, φυσικά τον στηρίζουν ισλαμικά funds, και ο ίδιος με την σειρά του υποστηρίζει μια συγκεκριμένη γεωπολιτική –από κοινού με την δυναμική ισλαμοαριστεριστική τάση στους δημοκρατικούς σοσιαλιστές. Αυτή η γραμμή βλέπει γενοκτονία μόνον στην Παλαιστίνη, όχι στο Σουδάν, ονομάζει “ειρηνισμό” την αποδοχή των αιτιάσεων του ρωσικού επεκτατισμού, πιστεύει πως ο Ερντογάν είναι «ο Τσάβες της Ανατολικής Μεσογείου».
Φυσικά ο ισλαμισμός του Μαμντάνι είναι αριστερόστροφος και προτάσσει μια αυθεντική κοινωνική συμμαχία. Ούτως ή άλλως, η παγκόσμια πόλη είναι ιδανικό ενδιαίτημα για την ανάπτυξη του ισλαμισμού, καθώς το περιβάλλον της ταιριάζει με την ιδέα της οικουμενικής κοινότητας των πιστών, ενώ η θρησκευτικότητα λειτουργεί και ως συγκολλητική ουσία του εργαζόμενου πλήθους της τριτογενοποιημένης οικονομίας –όσων έχουν μουσουλμανικό υπόβαθρο, που δεν είναι και λίγοι. Μέσα από τον αντιδυτικισμό, εξ άλλου, χτίζονται και οι γέφυρες με την ιδεολογία της αφύπνισης, και τον πολιτισμικό ριζοσπαστισμό στα αριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος.
Επιπλέον των προηγουμένων, δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε και την διείσδυση του ισλαμισμού από την σκοπιά του κεφαλαίου και της γεωπολιτικής, που επιτυγχάνεται σε πόλεις όπως η Νέα Υόρκη και το Λονδίνο, με κτηματομεσιτικές επενδύσεις, χρηματοδοτήσεις σε πανεπιστήμια, και ένα ολόκληρο οικοσύστημα οργανώσεων λόμπι, ΜΚΟ, οργανισμών που δρουν μέσα στις κοινότητες των μουσουλμάνων μεταναστών.
Τι μέλει γενέσθαι, τώρα, από την επικράτηση αυτής της συμμαχίας στην Νέα Υόρκη;
Η πόλωση με τον Τραμπ θα ενταθεί, διότι εκεί οδηγεί η λογική των πραγμάτων, και η ατζέντα και των δύο πλευρών. Ο Τραμπ, χρησιμοποιώντας τον Μαμντάνι ως σκιάχτρο, επιδιώκει να παγιώσει το πολιτικό του προβάδισμα που διατηρεί σε κρίσιμα εκλογικά ακροατήρια αλλού –στους Ισπανόφωνους του Νότου, ή στο σώμα των μετριοπαθών που κρίνουν εκλογικά το αποτέλεσμα στις αμφισβητούμενες πολιτείες. Σαν αποτέλεσμα αυτών, όμως, θα ενισχυθούν οι κεντρόφυγες τάσεις: οι μπλε και οι κόκκινες πόλεις και πολιτείες θα ζουν σε ολοένα και πιο διαφορετικούς κόσμους, συγκρουσιακούς μεταξύ τους. Στις ΗΠΑ υπάρχει πλέον πρόβλημα ενότητας, πολιτικής, πολιτισμικής, και ο Μαμντάνι θα το παροξύνει.
Την ίδια στιγμή το οικονομικό/κοινωνικό πρόγραμμά του είναι εξαιρετικά δύσκολο να εφαρμοστεί, και είναι πολύ πιθανόν οι υποσχέσεις του για την βιώσιμη πόλη να μείνουν υποσχέσεις. Γιατί τα προβλήματα που οξύνουν την κοινωνική κρίση μέσα στην πόλη εξαρτώνται από πραγματικότητες τις οποίες η τοπική αυτοδιοίκηση δεν μπορεί να ελέγξει. Πώς θα ελεγχθεί το στεγαστικό, σε μια πόλη που η κτηματομεσιτική αγορά είναι άκρως διεθνοποιημένη, και αφορά στην ουσία τις παγκόσμιες ελίτ που βλέπουν τα ακίνητα εντός της ως σύμβολο κύρους και ισχύος; Πώς θα ενισχυθούν τα εισοδήματα, όταν η παγκόσμια οικονομία της πόλης περιστρέφεται γύρω από δραστηριότητες –όπως οι χρηματοπιστωτικές, ο τουρισμός, τα ΜΜΕ και η πολιτιστική βιομηχανία– που παροξύνουν την πόλωσή τους, ενώ ταυτοχρόνως η αποβιομηχάνιση έχει μπλοκάρει την κοινωνική κινητικότητα; Μπορεί όλα αυτά να τα αντιμετωπίσει ο Σοσιαλισμός των αριστερών του Δημοκρατικού Κόμματος, και το (μη) πρόγραμμά του που συνοψίζεται στο δίπτυχο «πολιτικές της ταυτότητας/ επιδόματα-αύξηση των κοινωνικών δαπανών»;
Από την άλλη βέβαια, ίσως τα προβλήματα της Νέας Υόρκης να είναι πολύ μεγάλα και δαιδαλώδη για να μπορούν να λυθούν άμεσα. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο να έχει υπάρξει και αυτή η μεγάλη πρόσφατη φυγή ανθρώπων και επιχειρήσεων. Όχι μόνο από την ΝΥ, αλλά και το Λος Άντζελες. Μια σειρά παραγόντων, και στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, μαρτυράει την επιστροφή και την ανάδειξη των πόλεων μεσαίας κλίμακας σαν λύση στην ενδόρρηξη της μητρόπολης. «Το μεσαίο είναι όμορφο», λοιπόν.
Υπό αυτήν αυτό το πρίσμα, μάλλον ο Μαμντάνι και η εκλογή του συνοψίζουν τα αδιέξοδα των μητροπόλεων, πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά. Όχι την υπέρβασή τους. Όσο για την κεντροαριστερά, ας μην πανηγυρίζουν στην Ευρώπη, για το αποτέλεσμα έκπληξη που θα αναποδογυρίσει υπέρ της το παιχνίδι. Το «νέο» του Μαμντάνι, είναι παλιό. Αυτή η ιδεολογικο-πολιτική συνταγή έχει δοκιμαστεί στην Ευρώπη. Τελευταία φορά τόσο εμφατικά στην Γαλλία του Φρανσουά Ολλάντ. Και ως προς την επιτυχία της συνταγής αυτής, έχει σημασία να αναλογιστούμε το που βρίσκεται σήμερα η Γαλλία.