Πόλεις γεμάτες τουρίστες που περπατούν ο ένας δίπλα στον άλλον, παραλίες όπου δεν φαίνεται η άμμος από τις πετσέτες και τις ομπρέλες, επισκέπτες που συλλαμβάνονται για ανάρμοστη συμπεριφορά εικόνες που θυμίζουν τη Βαρκελώνη ή τη Βενετία. Πλέον, όμως, αυτές οι σκηνές εκτυλίσσονται και στην Ασία, όπου η ραγδαία τουριστική ανάπτυξη απειλεί να αλλοιώσει τη ζωή των κατοίκων και να καταστρέψει τα φυσικά τοπία που έκαναν διάσημους αυτούς τους προορισμούς.
Από τα ιερά μνημεία του Κιότο και τους ορυζώνες του Μπαλί μέχρι τους κόλπους του Βιετνάμ και τις παραλίες της Ταϊλάνδης, η μαζική άφιξη επισκεπτών έχει αρχίσει να φθείρει τόσο την ποιότητα ζωής των κατοίκων όσο και τα ίδια τα αξιοθέατα. Ο αναλυτής ταξιδιωτικών τάσεων Γκάρι Μπάουερμαν, με έδρα την Κουάλα Λουμπούρ, εξηγεί στο CNN: «Το Μπαλί είναι σίγουρα ένα από τα παραδείγματα. Θα έλεγα επίσης το Κιότο στην Ιαπωνία και πιθανώς το Πουκέτ στην Ταϊλάνδη».
«Όλοι πηγαίνουν στα ίδια μέρη»
Η Ασία δεν υποφέρει από έλλειψη χώρου· πρόκειται για μια ήπειρο τεράστιας γεωγραφικής και πολιτιστικής ποικιλομορφίας, με αμέτρητους προορισμούς που βασίζονται στον τουρισμό για την οικονομική τους επιβίωση. Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι η υπερσυγκέντρωση: πολύς κόσμος στα ίδια μέρη, την ίδια στιγμή.
Η Αμερικανίδα τουρίστρια Σάνον Κλερκ περιγράφει το Κιότο ως τον πιο συνωστισμένο σταθμό του ταξιδιού της: «Ξυπνήσαμε στις 5 το πρωί για να δούμε το ιερό Φουσίμι Ινάρι, πριν φτάσουν τα πλήθη. Στην αρχή υπήρχαν λίγοι, αλλά στην επιστροφή κατέφθαναν μαζικά οι τουρίστες». Όπως λέει, «σε κάθε ιερό ή ιστορικό σημείο οι χώροι ήταν κατακλυσμένοι από μη Ιάπωνες τουρίστες, ντυμένους με κιμονό και σανδάλια, να βγάζουν φωτογραφίες για το Instagram».
Η μετά-Covid τουριστική «έκρηξη»
Η επιστροφή του τουρισμού μετά την πανδημία υπήρξε εκρηκτική. Ο Μπάουερμαν αποδίδει την κατάσταση σε πολλούς παράγοντες: τη συσσωρευμένη ζήτηση των ταξιδιωτών, τις φθηνές αεροπορικές προσφορές, τη διεύρυνση της μεσαίας τάξης σε χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία και τις εντατικές καμπάνιες προβολής των εθνικών οργανισμών τουρισμού. Παράλληλα, αυξάνονται και οι εσωτερικοί τουρίστες — πολίτες που ταξιδεύουν εντός της ίδιας τους της χώρας.
«Είναι σαν να βγήκε το τζίνι από το μπουκάλι», λέει χαρακτηριστικά. «Το ερώτημα είναι πώς το ξαναβάζεις μέσα».
Σύμφωνα με την Ένωση Ταξιδιών Ασίας-Ειρηνικού (PATA), το πρώτο εξάμηνο του 2025 η Βορειοανατολική Ασία (Κίνα, Ιαπωνία, Νότια Κορέα) σημείωσε αύξηση 20% στις αφίξεις. Ακόμη και η Μογγολία αναφέρει σημαντική άνοδο, ενώ στη Νοτιοανατολική Ασία το Βιετνάμ καταγράφει αύξηση 21% στις διεθνείς αφίξεις, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού (UNWTO).
Το Βιετνάμ και η παγίδα της επιτυχίας
Η Χαλόνγκ Μπέι και το ιστορικό Χόι Αν, και τα δύο μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO, πνίγονται από τον υπερτουρισμό. «Μόλις ένας προορισμός αποκτήσει το σήμα της UNESCO, όλοι θέλουν να πάνε», σχολιάζει ο Μπάουερμαν. «Το Βιετνάμ είναι πολύ δημοφιλές τόσο στους ξένους όσο και στους εγχώριους τουρίστες — και μιλάμε για χώρα με πάνω από 100 εκατομμύρια κατοίκους».
Αντίθετα, η Ταϊλάνδη εμφανίζει ελαφρά μείωση 6% στις αφίξεις, αλλά στα πιο δημοφιλή μέρη της η κατάσταση παραμένει ασφυκτική. Στο Πουκέτ, οι Αρχές αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα όπως κυκλοφοριακή συμφόρηση, λειψυδρία και ανεξέλεγκτη χρήση κάνναβης μετά την αποποινικοποίηση του 2022. Η ταξιδιώτισσα Γκάμπι Χιμένεθ περιγράφει: «Κάναμε εκδρομή με βάρκα στα νησιά Πι Πι, αλλά δεν ήμασταν οι μόνοι. Πάνω από 100 σκάφη έκαναν την ίδια διαδρομή. Στον κόλπο Μάγια χρειάστηκε πάνω από μία ώρα για να περάσουμε μέσα από το πλήθος».
Μπαλί: Παράδεισος υπό πίεση
Η Νίκι Σκοτ, ιδρύτρια του περιοδικού South East Asia Backpacker, επισημαίνει τρεις βασικές συνέπειες του υπερτουρισμού: περιβαλλοντική καταστροφή λόγω υπερβολικής δόμησης, πίεση στους φυσικούς πόρους και απώλεια της τοπικής κουλτούρας.
«Το Μπαλί είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα», λέει. «Από τη ρύπανση με πλαστικό και τη λειψυδρία μέχρι τα τρομερά μποτιλιαρίσματα, το νησί έχει πληγεί σοβαρά». Οι πρόσφατες πλημμύρες, οι χειρότερες των τελευταίων δεκαετιών, αποδίδονται εν μέρει στην εξαφάνιση των ορυζώνων για την ανέγερση ξενοδοχείων και βιλών.
Το φαινόμενο δεν είναι καινούριο. Ήδη πριν από την πανδημία, το νησί Μπορακάι στις Φιλιππίνες είχε κλείσει για έξι μήνες το 2018, ώστε να αποκατασταθεί το φυσικό περιβάλλον. Έκτοτε, η κυβέρνηση επέβαλε αυστηρούς περιορισμούς και οι επιχειρηματίες αναφέρουν καθαρότερη θάλασσα και λιγότερα πλήθη.
Πειράματα περιορισμού και αντιδράσεις
Παρόμοια μέτρα εφαρμόζει και η Ταϊλάνδη στον κόλπο Μάγια, όπου ο τουρισμός απαγορεύτηκε για τέσσερα χρόνια και καθιερώθηκε ετήσιο δίμηνο κλείσιμο για την ανάκαμψη του οικοσυστήματος. Παρά τα μέτρα, πολλοί επισκέπτες εξακολουθούν να αγνοούν τους κανονισμούς.
Οι μεγάλες ασιατικές μητροπόλεις, όπως η Σεούλ, διαθέτουν υποδομές που μπορούν να απορροφήσουν μαζικούς επισκέπτες. Το Κιότο, ωστόσο, ασφυκτιά: πάνω από 56 εκατομμύρια τουρίστες επισκέφθηκαν την πόλη το 2024, σε πληθυσμό μόλις 1,5 εκατομμυρίου κατοίκων. Οι κάτοικοι διαμαρτύρονται για τα πλήθη, την απρεπή συμπεριφορά και τα προβλήματα στις μετακινήσεις. Σε έρευνα της εφημερίδας Yomiuri Shimbun, το 90% δήλωσε ενοχλημένο, θεωρώντας ότι «οι τουρίστες αντιμετωπίζουν την πόλη σαν θεματικό πάρκο».
Αναζητώντας ισορροπία
Οι ιαπωνικές Αρχές εξετάζουν μέτρα όπως κάμερες παρακολούθησης και φόρους στα ξενοδοχεία, όμως οι ειδικοί εκτιμούν ότι αυτά δεν είναι αρκετά. «Οι μόνες αποτελεσματικές παρεμβάσεις είναι οι φυσικοί περιορισμοί, όπως ανώτατα όρια επισκεπτών — κάτι εφικτό μόνο σε αγροτικές περιοχές», σημειώνει ο πανεπιστημιακός Γιούσουκε Ισιγκούρο.
Πέρυσι, ο δήμος του Κιότο απαγόρευσε την είσοδο σε ιδιωτικά σοκάκια της συνοικίας Γκιόν και τις φωτογραφίες χωρίς άδεια, μετά από διαμαρτυρίες των γκέισων. Οι παραβάτες κινδυνεύουν με πρόστιμο έως 10.000 γιεν (περίπου 65 δολάρια).
Καθώς η Ασία αναζητεί την ισορροπία ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα, το μεγάλο ερώτημα παραμένει: πώς μπορεί να διατηρηθεί η ομορφιά αυτών των τόπων, χωρίς να χαθεί η ψυχή τους;