Στις Βρυξέλλες, την επομένη της Συνόδου Κορυφής, το βλέμμα στρεφόταν λιγότερο στο τελικό ανακοινωθέν και περισσότερο στις ισορροπίες που το παρήγαγαν. Στο επίκεντρο βρέθηκε ο γερμανικός άξονας και η προσπάθεια του Βερολίνου να επιβάλει μια πιο φιλόδοξη γραμμή στο ζήτημα της χρηματοδότησης της Ουκρανίας, αλλά και το πώς αυτή η προσπάθεια προσέκρουσε στα όρια της γαλλικής στάσης. Η εικόνα που άφησε πίσω της η Σύνοδος δεν ήταν εκείνη μιας αποφασιστικής στροφής, αλλά μιας Ευρώπης που κινήθηκε μέχρι το χείλος και τελικά επέλεξε τον συμβιβασμό.
Η απόφαση για άτοκο δάνειο 90 δισ. ευρώ προς την Ουκρανία προσέφερε αναμφίβολα μια αναγκαία χρηματοδοτική ανάσα. Δεν απάντησε, ωστόσο, στο κεντρικό πολιτικό ερώτημα που αιωρούνταν μέχρι την τελευταία στιγμή: αν η ΕΕ είναι έτοιμη να αξιοποιήσει τα περίπου 210 δισ. ευρώ παγωμένων ρωσικών κρατικών περιουσιακών στοιχείων ως εργαλείο ισχύος και πολιτικής αυτονομίας. Το ερώτημα αυτό ήταν που δοκίμασε, στην πράξη, τη συνοχή του γαλλογερμανικού άξονα.
Ο Γερμανικός άξονας και το «σπάσιμο» από τη Γαλλία
Ο Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς είχε επενδύσει πολιτικά στο σχέδιο αξιοποίησης των παγωμένων κεφαλαίων, παρουσιάζοντάς το ως απόδειξη ότι η Ευρώπη μπορεί να λειτουργήσει με όρους γεωπολιτικής αποφασιστικότητας. Η συμπατριώτισσά του, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν συμμερίστηκε αυτή τη φιλοδοξία, βλέποντας στο εγχείρημα όχι μόνο ένα χρηματοδοτικό εργαλείο, αλλά και μια ευκαιρία να κατοχυρώσει η ΕΕ πιο ουσιαστικό ρόλο στις μελλοντικές ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, πριν το πεδίο καταληφθεί από άλλους παίκτες.
Η Γαλλία, ωστόσο, αποδείχθηκε ο αδύναμος κρίκος. Παρότι ο Εμανουέλ Μακρόν δεν είχε αντιταχθεί δημόσια στο γερμανικό σχέδιο πριν από τη Σύνοδο, στο παρασκήνιο το Παρίσι εξέφραζε έντονες επιφυλάξεις. Το ζήτημα δεν ήταν μόνο νομικό, αλλά βαθιά δημοσιονομικό: το ενδεχόμενο εθνικών εγγυήσεων σε περίπτωση που τα παγωμένα περιουσιακά στοιχεία έπρεπε να επιστραφούν στη Ρωσία θεωρήθηκε πολιτικά και οικονομικά μη διαχειρίσιμο, σε μια περίοδο που το υψηλό δημόσιο χρέος και η εσωτερική πολιτική αστάθεια περιορίζουν τα περιθώρια ελιγμών της γαλλικής κυβέρνησης.
Η στροφή αυτή αποδείχθηκε καθοριστική. Καθώς και άλλες χώρες, με πρώτη την Ιταλία, συντάχθηκαν με μια πιο επιφυλακτική γραμμή, το γερμανικό σχέδιο έχασε την αναγκαία πολιτική μάζα. Η κατάληξη ήταν ο συμβιβασμός του δανείου, μια λύση που διατήρησε την ενότητα, αλλά εγκατέλειψε τη φιλοδοξία της άμεσης αξιοποίησης των παγωμένων κεφαλαίων.
Οι δηλώσεις του Μακρόν μετά τη Σύνοδο ήρθαν να υπογραμμίσουν αυτή την αμηχανία. Η αναφορά του στην ανάγκη επανέναρξης διαλόγου με τη Ρωσία δεν ερμηνεύθηκε στις Βρυξέλλες ως στρατηγική στροφή, αλλά ως πολιτικό σύμπτωμα: όταν η Ευρώπη δεν καταφέρνει να χρησιμοποιήσει το ισχυρότερο οικονομικό της εργαλείο, ανοίγει εκ νέου η συζήτηση για διπλωματικές διεξόδους, ακόμη κι αν αυτές φαντάζουν πρόωρες.
Ίσως γι΄αυτό ή για όλα αυτά ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι δήλωσε χθες 20/12 ότι μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σε θέση να πείσουν τη Ρωσία να βάλει τέλος στον πόλεμο.
«Πιστεύω ότι οι ΗΠΑ και ο πρόεδρος Τραμπ έχουν αυτή τη δύναμη. Και πιστεύω ότι δεν θα έπρεπε να αναζητούμε εναλλακτικές λύσεις, πέραν των ΗΠΑ» είπε ο Ζελένσκι απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου για τα σχόλια που έκανε ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν.
Μόνο εκ των υστέρων, και μέσα από τον διεθνή και εγχώριο Τύπο, αυτή η αίσθηση πήρε πιο σαφή μορφή. Αναλύσεις στους Financial Times περιέγραψαν μια Ευρώπη που επιχειρεί να κινηθεί με πιο «γερμανικούς» όρους, αλλά προσκρούει στα ίδια της τα όρια. Το Βερολίνο εμφανίζεται πιο πρόθυμο από ποτέ να αναλάβει πρωτοβουλίες, έχοντας απελευθερώσει έως και 1 τρισ. ευρώ για άμυνα και υποδομές την επόμενη δεκαετία. Την ίδια στιγμή, το Παρίσι μοιάζει εγκλωβισμένο στο βάρος του χρέους και στην πολιτική αστάθεια του δεύτερου μισού της θητείας Μακρόν. Η ανισορροπία αυτή διέψευσε τις ελπίδες για μια ουσιαστική επανεκκίνηση του γαλλογερμανικού κινητήρα, κάτι που φάνηκε και σε άλλα μέτωπα, όπως η εμπορική συμφωνία ΕΕ–Mercosur.
Παράλληλα, ο βελγικός Τύπος πρόσφερε μια διαφορετική, εξίσου αποκαλυπτική ανάγνωση. Ρεπορτάζ της De Standaard μίλησαν ανοιχτά για ένα «γερμανικό δίδυμο» Μερτς–φον ντερ Λάιεν που βγήκε από τη Σύνοδο πολιτικά πληγωμένο, έχοντας υποτιμήσει τον ρόλο του Βελγίου, της χώρας όπου βρίσκονται τα περισσότερα από τα παγωμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία μέσω της Euroclear. Η κριτική αυτή ενισχύθηκε και από γερμανικά μέσα, όπως η Der Spiegel, τα οποία χαρακτήρισαν «οδυνηρό λάθος» το γεγονός ότι οι Βέλγοι δεν ρωτήθηκαν επαρκώς για μια απόφαση με τεράστιες νομικές και χρηματοπιστωτικές συνέπειες.
Ο Βέλγος πρωθυπουργός Μπαρτ ντε Βέβερ μετά τη σύνοδο απαντώντας σε ερωτήσεις περί διχασμού, υπενθύμισε ότι σε μια Ένωση 27 κρατών είναι αυτονόητο να υπάρχουν διαφορετικές ατζέντες και διαφωνίες. Το κρίσιμο, όπως τόνισε, είναι ότι στο τέλος υπήρξε ομοφωνία. «Αυτή είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση», σχολίασε, υπογραμμίζοντας ότι το αποτέλεσμα συνιστά νίκη για την Ουκρανία, για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και για την ίδια την ΕΕ.
Πράγματι, το δάνειο των 90 δισ. ευρώ δεν είναι αμελητέο. Μπορεί να μην επαρκεί για τις μακροπρόθεσμες ανάγκες της Ουκρανίας, αλλά προσφέρει χρόνο και πολιτική ανάσα.
Ωστόσο, αναλυτές επισημαίνουν ότι κανείς δεν μπορεί να διαβεβαιώσει πως το λεγόμενο «δάνειο αποζημιώσεων» θα αποπληρωθεί τελικά, καθώς δεν είναι βέβαιο ότι η Μόσχα θα καταβάλει ποτέ πολεμικές αποζημιώσεις. Το βάρος αυτό ενδέχεται, αργά ή γρήγορα, να μετακυλιστεί αλλού, ακόμη κι αν σήμερα δεν προσμετράται άμεσα στα εθνικά δημοσιονομικά.
Στο παρασκήνιο παραμένει ανοιχτή και η διατλαντική διάσταση. Σύμφωνα με διαρροές, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εκφράσει ενδιαφέρον για μελλοντική αξιοποίηση των παγωμένων ρωσικών περιουσιακών στοιχείων, όχι όμως πρωτίστως ως ευρωπαϊκό εργαλείο στρατηγικής αυτονομίας, αλλά στο πλαίσιο μιας ευρύτερης αρχιτεκτονικής στήριξης της Ουκρανίας που εξυπηρετεί αμερικανικές προτεραιότητες. Αυτό τροφοδοτεί έναν υπόγειο προβληματισμό στις Βρυξέλλες, καθώς ενισχύει τον φόβο ότι ευρωπαϊκοί πόροι θα μπορούσαν να καταλήξουν, έμμεσα, να ενισχύσουν αμερικανικές αμυντικές και επενδυτικές δομές στην Ουκρανία.
Η Σύνοδος άφησε, τέλος, ανοιχτό και το ερώτημα του πολιτικού κόστους στο εσωτερικό της Γερμανίας. Η κριτική από την ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία» και ο προβληματισμός αναλυτών για το αν είναι πολιτικά βιώσιμο να επιστρέφει ένας καγκελάριος χωρίς το σχέδιο για τα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία και χωρίς πρόοδο στο Mercosur δείχνουν ότι η ευρωπαϊκή στρατηγική του Μερτς θα δοκιμαστεί και στο εσωτερικό μέτωπο.
Ούτε νίκη ούτε ήττα… ακόμη
Σε τελική ανάλυση, η Σύνοδος Κορυφής δεν κατέληξε σε μια τολμηρή τομή, αλλά ούτε και σε αποσύνθεση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση κινήθηκε μέσα από σκληρές διαφωνίες, αντικρουόμενα συμφέροντα και πραγματικές πολιτικές πιέσεις και επέλεξε την ενότητα ως ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Δεν ήταν επιλογή άνεσης, αλλά επιλογή ανάγκης: η επίγνωση ότι μια ανοιχτή ρήξη, σε αυτή τη συγκυρία, θα κόστιζε περισσότερο από έναν ατελή συμβιβασμό.
Η ενότητα αυτή, ωστόσο, ήταν προϊόν διαχείρισης ρίσκου, όχι έκφραση συλλογικής τόλμης. Η ΕΕ απέφυγε τις νομικές αβεβαιότητες, τις απειλές της Μόσχας και το ενδεχόμενο χρηματοπιστωτικής αποσταθεροποίησης, μεταθέτοντας τα δύσκολα ερωτήματα στο μέλλον. Αυτό δεν είναι αμελητέο. Όμως δεν αρκεί για να απαντήσει στη βαθύτερη κρίση εμπιστοσύνης που διαπερνά πολλές ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Η απόσταση ανάμεσα στο διευθυντήριο των Βρυξελλών και το κοινωνικό σώμα δεν αφορά μόνο την κόπωση από τον πόλεμο ή τη γεωπολιτική αβεβαιότητα. Αφορά το γεγονός ότι μεγάλα τμήματα των πολιτών δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους στις ευρωπαϊκές αποφάσεις, την ώρα που πιέζονται από την ακρίβεια, τους στάσιμους μισθούς, το στεγαστικό πρόβλημα και τη γενικευμένη ανασφάλεια. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΕ συχνά εκλαμβάνεται όχι ως συλλογική πολιτική κοινότητα, αλλά ως απομακρυσμένη ελίτ που διαχειρίζεται κρίσεις χωρίς να μοιράζεται το κοινωνικό κόστος.
Αυτό είναι το πολιτικό υπόβαθρο μέσα στο οποίο ελήφθησαν οι αποφάσεις της Συνόδου. Αν οι κυβερνήσεις δίστασαν μέχρι τέλους να αναλάβουν μεγαλύτερο ρίσκο και προτίμησαν τον συμβιβασμό από την τομή, αυτό δεν οφείλεται μόνο στις νομικές επιφυλάξεις ή στις απειλές της Ρωσίας, αλλά και στον φόβο ότι δεν διαθέτουν την αναγκαία κοινωνική νομιμοποίηση. Η πολιτική αντοχή της Ένωσης εξαρτάται πλέον όχι απλώς από την ικανότητά της να συνθέτει, αλλά από το αν μπορεί να πείθει.
Λίγο πριν από τη Σύνοδο, η φον ντερ Λάιεν το έθεσε με ασυνήθιστη ωμότητα, μιλώντας για έναν «πόλεμο των κόσμων» έναν κόσμο «θηρευτών» και συναλλαγών ισχύος, όπου οι παλιές σταθερές έχουν καταρρεύσει και καμία ασφάλεια δεν θεωρείται δεδομένη. Το ερώτημα που μένει ανοιχτό μετά τη Σύνοδο δεν είναι αν η Ευρώπη αντιλαμβάνεται αυτή την πραγματικότητα, αλλά αν είναι έτοιμη να σταθεί όρθια μέσα σε αυτήν, όχι μόνο θεσμικά και γεωπολιτικά, αλλά και μαζί με τις κοινωνίες της.