«Αφορίζοντας την ιστορία» ή την ιστορική μέθοδο;

Μια συζήτηση για την στάση του Γρηγορίου Ε’, και κατ’ επέκταση του Πατριαρχείου και της Εκκλησίας, απέναντι στην Επανάσταση.
.
.
commons wikimedia

Στο άρθρο του με τίτλο «Αφορίζοντας την Ιστορία», που φιλοξενήθηκε στην Huffpost Greece, ο κοινωνιολόγος κος Σταύρος Παναγιωτίδης αναφέρεται στο δικό μου προηγούμενο άρθρο «Για τον “αφορισμό” της Επανάστασης από τον Γρηγόριο Ε’», πάλι στην ίδια ιστοσελίδα.

Στο άρθρο του αυτό επιχειρεί να ανασκευάσει τους συλλογισμούς μου σχετικά με την στάση του Γρηγορίου Ε’, και κατ’ επέκταση του Πατριαρχείου και της Εκκλησίας, απέναντι στην Επανάσταση.

Χαίρομαι που η συγκεκριμένη συζήτηση τίθεται επί τάπητος, και που οι αντιρρήσεις του κου Παναγιωτίδη διατυπώνονται ρητώς και εν εκτάσει.

Όλα αυτά είναι ζητήματα που απασχολούν τον σύγχρονο ελληνισμό και αξίζουν χώρο και χρόνο στην δημόσια συζήτηση.

Ο κος Παναγιωτίδης αποδεικνύει ότι μπορούμε να διαφωνούμε–εντόνως μάλιστα–χωρίς να εκπίπτουμε σε εμφυλιοπολεμικό κλίμα, πράγμα για το οποίο ειλικρινώς τον συγχαίρω.

Στα πλαίσια αυτού του διαλόγου, θα ήθελα κι εγώ με την σειρά μου να απαντήσω στα επιχειρήματά του.

Περί μεθοδολογίας

Πρώτον. Στο κείμενό του ο κος Παναγιωτίδης δεν παραπέμπει ούτε σε μια πηγή. Καμία. Παρότι με λίγο κόπο μπορούμε να ανατρέξουμε στα πρωτότυπα κείμενα στα οποία αναφέρεται, ή να μαντέψουμε ποια εννοεί, ίδιον της επιστημονικής συγγραφής είναι η παραπομπή στις πηγές–με υποσημειώσεις ή υπερσυνδέσμους (hyperlinks), αναλόγως του μέσου.

Στο κείμενό μου προσπάθησα να παραμείνω πιστός στην παραπάνω αρχή, παραπέμποντας με υπερσύνδεσμο μέχρι και σε φύλλο της Allgemeine Zeitung του 1821, το οποίο απόκειται ψηφιοποιημένο σε γερμανική βιβλιοθήκη. Την ίδια μέθοδο ακολουθώ και στην παρούσα απάντηση.

Η μη παράθεση παραπομπών αφαιρεί σε αξιοπιστία, καθώς μπορεί να ερμηνευθεί είτε ως διάθεση αποφυγής της επαλήθευσης των πηγών από τον αναγνώστη με σκοπό την διαστρέβλωσή τους (ποιος θα τρέχει να βρίσκει μία-μία τις πηγές), είτε ως οκνηρία (δεν διαβάσαμε τις πηγές).

Σήμερα, με τις πηγές ψηφιοποιημένες πηγές και προσβάσιμες στο διαδίκτυο, η αναζήτηση και παράθεσή του είναι ευκολότατη.

Δεύτερον. Υιοθετώντας κι εγώ την εκφραστική ελευθερία του κου Παναγιωτίδη, θα πω ότι επιχειρεί μια ντρίμπλα, χαρακτηρίζοντας τις παραπομπές μου σε πρωτογενείς πηγές «ντετεκτιβίστικου τύπου διαχείριση του ζητήματος».

Με τον τρόπο αυτό δίνει στον εαυτό του το ελευθέρας να ξεχάσει τις πηγές, που είναι άκαμπτες, καταπιανόμενος με το «ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο» που είναι πιο εύπλαστο και δίνει μεγαλύτερη δημιουργική άνεση–φτάνει μέχρι τον Γεννάδιο Σχολάριο για να αποφύγει να απαντήσει επί του Γρηγορίου!

Ως υποψήφιος διδάκτορας ιστορίας, ίσως γνωρίζει ότι ο ιστορικός ακριβώς αυτόν τον ρόλο έχει: του «ντετέκτιβ» των πηγών, όπως ο θετικός επιστήμων κάνει τον «ντετέκτιβ» των πειραματικών αποτελεσμάτων.

Με τις πηγές μιλάει· οι απόψεις και οι ερμηνείες έρχονται μετά. Με τις πηγές σκιαγραφούμε το «ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο», όπως με το πείραμα συνθέτουμε την επιστημονική γνώση.

Χωρίς τις πηγές–ή το πείραμα–το κενό έρχεται να γεμίσει η ιδεολογία και η κομματική ταύτιση. Στην βιολογία αυτό παρήγαγε τον Λυσενκοϊσμό. Ποιος ιστορικός θέλει να ανήκει σε ένα αντίστοιχο ιστορικό ρεύμα;

Τι έχει να πει λοιπόν για τις πηγές που παρέθεσα; Για τον τύπο και τα σφάλματα των κειμένων; Για τις στενές σχέσεις Γρηγορίου Ε’ με την Φιλική Εταιρεία; Για τις καταγγελίες του ίδιου του Σουλτάνου; Για τις καταγεγραμμένες θυσίες ανώτερου και κατώτερου κλήρου; Τίποτα.

Επεκτείνοντας τον ποδοσφαιρικό παραλληλισμό, μπορούμε να πούμε ότι πετάει την μπάλα στην κερκίδα ή, πιο ευπρεπώς, ότι διαπράττει ένα σοβαρότατο μεθοδολογικό ατόπημα. Τούτο λέγων φυσικά, υποχρεώνομαι να απαντήσω ευθέως στα όσα θέτει–έστω κι αν ο ίδιος δεν δίνει παραπομπές.

Ας ξεκινήσουμε.

Εκκλησία και Διαφωτισμός

Στο ένα τέταρτο του άρθρου (περίπου 400 από τις 1600 λέξεις) ο κος Παναγιωτίδης αναλίσκεται στην σχέση της Εκκλησίας με τον Διαφωτισμό, ζήτημα επιεικώς άσχετο με το θέμα μας, το οποίο δεν είναι άλλο από τον δήθεν αφορισμό των Υψηλάντη και Σούτσου.

Δυσκολεύομαι να κατανοήσω γιατί καταπιάνεται με αυτό το ζήτημα, εκτός κι αν θεωρεί την Επανάσταση «φιλελεύθερη» εμπνεόμενη από τις ιδέες της γαλλικής, και ότι αντιπάθεια προς την μία σημαίνει εξ’ επαγωγής αντιπάθεια προς την άλλη.

Αν όντως αυτό είναι το σκεπτικό του, αφενός έχει παρανοήσει τον χαρακτήρα της Επανάστασης. Τι δεν κατανοεί από το «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» του Αλέξανδρου Υψηλάντη;

Από τον θρησκευτικό όρκο των Φιλικών; Από το ότι 9,5% ήταν κληρικοί; (Γιώργος Καραμπελιάς, «Φιλική Εταιρεία-Ήταν ώριμη η Επανάσταση;», 2η Έκδοση, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2020).

Από το «Εν ονόματι της Αγίας και Αδιαιρέτου Τριάδος» στο «Προσωρινόν Πολίτευμα» του 1822;

Από τα αμέτρητα επαναστατικά λάβαρα που έχουν τον Σταυρό να πατά μια Ημισέληνο; Από αυτά, αλλά και από πολλές άλλες πηγές καθίσταται ηλίου φαεινότερον ότι η ελληνική Επανάσταση είχε και βαθύ θρησκευτικό χαρακτήρα.

Σαφώς και αμφότερες οι Επαναστάσεις έγιναν για την ελευθερία, άρα πράγματι ήταν «φιλελεύθερες».

Μάλιστα, όπως σχολιάζει ο Γ. Κεκαυμένος, το γαλλικό «Liberté ou la mort» «μετακενώθηκε» σε «Ελευθερία ή Θάνατος» στην «Επιτομή Χρονολογική της Γενικής Ιστορίας» (1808), που αναφέρει ότι οι Γάλλοι Επαναστάτες αποφάσισαν «ἤ νὰ ζήσωσι ἐλεύθεροι ἤ νὰ αποθάνωσι».

Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε «Ἀδείᾳ καὶ προτροπῇ τοῦ Παναγιωτάτου ἡμῶν Δεσπότου Κυρίου Κυρίου Γρηγορίου, τοῦ Οἰκομενικοῦ Πατριάρχου», του κατά τα άλλα εχθρού της ελευθερίας και των Επαναστάσεων!

Ας ξεκαθαρίσουμε λοιπόν ότι, με όλα του τα ελαττώματα, ο Ορθόδοξος κλήρος στην Ελλάδα δεν ήταν το λειτουργικό ανάλογο του Καθολικού κλήρου στην Γαλλία.

Αφετέρου, είναι προφανές τοις πάσι ότι η αθεΐα θα ήταν κατακριτέα από την Εκκλησία. Κατακριτέα ήταν όμως και από... Γάλλους Επαναστάτες.

Ο ίδιος ο Ροβεσπιέρος την χαρακτήριζε «αριστοκρατική», ενώ ακόμη και οι Ελευθεροτέκτονες δεν δέχονταν στις στοές τους «ηλίθιους Αθεϊστές ούτε άθρησκους ακόλαστους» (stupid Atheist nor an irreligious Libertine), τουλάχιστον μέχρι το 1877. Το θέμα είναι εκτενές και το αναλύω σε προηγούμενο άρθρο μου («Ορθολογιστάν»).

Αν λοιπόν κοιτάξουμε το «ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο», ο Γρηγόριος θα μπορούσε να είναι κάλλιστα και υπέρ της Επανάστασης και κατά της αθεΐας, μαζί με χιλιάδες άλλους Επαναστάτες της εποχής του, Έλληνες και μη.

Γρηγόριος και επιστήμες

Προς επίρρωση του παραπάνω σκεπτικού, ο κος Παναγιωτίδης θέτει την Εκκλησία αντιμέτωπη με το άλλο σκέλος του Διαφωτισμού, την Επιστήμη, υπορρήτως ταυτίζοντάς την με την αθεΐα–εννοιολογική αυθαιρεσία που χάριν συντομίας απλώς επισημαίνω.

Τέτοιες κατηγορίες, σήμερα συνήθεις εντός της αποδομητικής ιστοριογραφίας, είχε εκτοξεύσει μεταξύ άλλων και ο Δανός δημοσιογράφος και γεωγράφος Conrad Malte-Brun, σε άρθρο του στο Journal de l’Empire της 20/1/1808.

Και μιας και ο κος Παναγιωτίδης έκανε αναφορά στον Κοραή, ας πούμε το εξής: όταν ο Κοραής είδε το εν λόγω άρθρο του Δανού, τον πέρασε γενεές δεκατέσσερις σε επιστολή προς τον φίλο του Αλέξανδρο Βασιλείου της 10/3/1808 (παρατίθεται εδώ, σελ. 162 κ. εξ.). Έγραφε λοιπόν ο Κοραής για τον «κατάρατο Δανό», τον «Σκύθη», του οποίου το άρθρο χαρακτήριζε «ύβρι», και την πλάνη του «άξια οικτιρμού».

Παρέθετε δε μια φλογερή υπεράσπιση του Γρηγορίου, τονίζοντας ότι χάρη σε αυτόν «παραδίδονται Ευρωπαϊκά μαθήματα» στην ίδια την έδρα του Πατριαρχικού θρόνου, και έφταναν «σανδίκια [σεντούκια] βιβλίων και οργάνων φυσικών και μαθηματικών».

Αναφερόταν δε και στον προβιβασμό δασκάλων των Επιστημών σε αρχιερατικούς θρόνους, με ονομαστικό παράδειγμα τον Δωρόθεο Πρώιο, μαθηματικό, φυσικό και γεωμέτρη, αλλά και Μητροπολίτη (Φιλαδελφείας και κατόπιν Αδριανουπόλεως), και έναν από επτά Μητροπολίτες που απαγχόνισε ο Σουλτάνος μετά τον Γρηγόριο.

Η σχέση του Κοραή με τον Γρηγόριο ήταν εξόχως κυκλοθυμική και είχε περάσει από κορυφώσεις αγάπης σε εξάρσεις μίσους, πράγμα που μπορεί ο κος Παναγιωτίδης να θέσει στο «ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο».

Θα μπορούσα δε να αναφέρω και περιπτώσεις ιερέων με σημαντικό έργο στις επιστήμες, όπως ο Άνθιμος Γαζής, ο Κύριλλος Λούκαρις, ο Βενιαμίν ο Λέσβιος, ο Μεθόδιος Ανθρακίτης, ο Ευγένιος Βούλγαρις (μέλος της Royal Society), ο Νικηφόρος Θεοτόκης.

Το θέμα είναι εξαιρετικά εκτενές–μια εισαγωγή είναι διαθέσιμη εδώ–όμως από αυτό το «ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο» προκύπτει ένα αβίαστο συμπέρασμα: ότι ένας οργανισμός που εχθρεύεται την επιστήμη δεν μπορεί να παράγει τόσους επιστήμονες, σε τόσο επιφανείς θέσεις, και μάλιστα υπό τόσο αντίξοες συνθήκες.

Το θέμα σχετίζεται και με εκείνο του Κρυφού Σχολειού που θίγει συντόμως ο κος Παναγιωτίδης.

Αν εννοεί ότι δεν υπήρξε «3ο Κρυφό Σχολειό Τροπολιτσάς», θα συμφωνήσω.

Όμως το ότι η εκπαίδευση πολεμήθηκε αγρίως από τους Τούρκους, και ότι η Εκκλησία έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην διατήρηση των γραμμάτων, είναι πέραν πάσης αμφιβολίας· αρκεί κάποιος να κοιτάξει τις πηγές.

Το θέμα είναι εκτεταμένο και το έχει αναλύσει σε μεγάλο βάθος ο Γιώργος Κεκαυμένος, με αναλυτική παράθεση πρωτογενών πηγών («Το Κρυφό Σχολειό. Χρονικό μιας Ιστορίας»), οπότε δεν θα επεκταθώ εδώ.

Η εγκύκλιος του 1819

Επειδή όμως δεν θέλω κι εγώ να πετάξω την μπάλα στην κερκίδα, θα αναφερθώ και στην εγκύκλιο του 1819.

Παρότι κυκλοφορούν ευρέως περικοπές σε διάφορες ιστοσελίδες (αριστερές, αθεϊστικές, δωδεκαθεϊστικές, ή εκκλησιαστικές), στην ολότητά της παραμένει αρκετά δυσεύρετη. Ο Φ. Ηλιού δίνει παραπομπές στο «Τύφλωσον κύριε τον Λαόν σου» (Καλλιόπη, τ. Α‘, 1819, 217-221· Μέλισσα, τ. Β’, 1820, 218-229) αλλά αποφεύγει να την παραθέσει αυτούσια.

Ο Γ. Κορδάτος την παραθέτει («Δημοτικισμός και Λογιωτατισμός», Μπουκουμάνης, Αθήνα 1974, σελ. 34-35), αλλά με σοβαρές περικοπές–ενδεχομένως όχι τελείως αθώες.

Στην πλήρη της μορφή την ανακοίνωσε στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» ο Νικόλαος Δ. Λεβίδης («Εγκύκλιος του Πατριάρχου Γρηγορίου», Ιλισσός, τεύχος Δ’, 30/6/1870).

Καθώς ο κος Παναγιωτίδης δεν παραθέτει την πηγή του, δεν γνωρίζω αν την έχει διαβάσει στην πλήρη της μορφή ή αν βασίσθηκε σε περικοπές του διαδικτύου–οι παραλείψεις του με κάνουν να υποθέτω το δεύτερο.

Αν κάποιος κάνει τον κόπο να την διαβάσει από την αρχή μέχρι το τέλος, διαπιστώνει ότι ο Γρηγόριος δεν διαμαρτύρεται για το ότι διδάσκονται τα μαθηματικά και οι επιστήμες, αλλά για το ότι οι μαθητές επιδεικνύουν «ολοτελή αφοσίωση» προς τα μαθήματα αυτά, και «καταφρόνεση» στα «Γραμματικά» (φιλολογικά) μαθήματα, «τὰς λογικὰς καὶ ρητορικάς τέχνας» και την «υψηλοτάτη θεολογία».

Ο Γρηγόριος πλέκει ένα πραγματικό εγκώμιο στην αξία της ελληνικής γλώσσας και του ρόλου της στην διάσωση της ελληνικής ταυτότητας.

Το αξιολογικό σκεπτικό του όμως δεν είναι απόλυτο και άκαμπτο, αλλά σχετικό και προσωρινό.

Η διδασκαλία των επιστημών έχει λιγότερη σημασία «κατὰ σύγκρισιν δὲ καὶ παράθεσιν», και «διὸ καὶ ὅσον ἀπαιτεῖ ἡ προκειμένη τοῦ Γένους κατάστασις». Φόβοι του «ἡ τῆς προγονικῆς Δ[ι]αλέκτου κατάργησις» και «ἡ περὶ τὴν ἀμώμητον Πίστην ψυχρότης, ἡ λεληθὸτως προξενουμένη ἐκ τῆς ἀκαταληψίας [...] τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραμμὰτων».

Προηγείται λοιπόν η επιβίωση του Γένους και της ταυτότητάς του, που περνάει μέσα από την γλώσσα και την θρησκεία.

Ο κος Παναγιωτίδης παραθέτει και ένα προκλητικό εδάφιο: «προσκολλώμενοι οι νέοι εις τας παραδόσεις αυτάς, να μανθάνωσι αριθμούς, και αλγέβρας, και κύβους, και κυβοκύβους, και τρίγωνα, και τριγωνοτετράγωνα, και λογαρίθμους, και συμβολικούς λογισμούς [...] και άλλα τερατώδη», αφήνοντας να εννοηθεί ότι ο Γρηγόριος είναι τόσο σκοταδιστής που απορρίπτει τα μαθηματικά. Διαβάζουμε όμως στην επόμενη γραμμή (στο πρωτότυπο πολυτονικό που δεν συναντάται στο διαδίκτυο):

«...ἔπειτα εἰς τὰς ὁμιλίας των βάρβαροι, εἰς τὰς γραφάς των σόλοικοι, εἰς τὰς θρησκείας ἀνείδεοι, εἰς τὰ ἤθη παράφοροι καὶ διεφθαρμένοι, εἰς τὰ πολιτεύματα ἐπιβλαβείς καὶ ἄσημοι πατριῶται, καὶ ἀνάξιοι τῆς προγονικῆς κλήσεως».

Το διαχρονικό αυτό ζήτημα αφορά στην ισορροπία θετικών και ανθρωπιστικών σπουδών, και στην σχέση μεταξύ τεχνικής κατάρτισης και ηθικής μόρφωσης.

Ως θετικός επιστήμονας ο ίδιος, μαγεύομαι από την ομορφιά της Επιστήμης, αλλά δεν παύει να είναι μια ψυχρή μέθοδος κατανόησης του κόσμου, με ύστατη αξία την αλήθεια και χωρίς ενσωματωμένους ηθικούς περιορισμούς.

Το πού θα σταματήσουμε στην αναζήτηση της αλήθειας καλούμαστε να το αποφασίσουμε βάσει ξεχωριστών ηθικών αρχών. Χωρίς αυτές κινδυνεύουμε να γίνουμε άλλοι Γιόζεφ Μένγκελε.

Η θέση καθενός ως προς το δίλημμα αυτό σαφώς χρωματίζεται και από τα κριτήρια της εποχής του. Και με βάσει τα διακυβεύματα της εποχής του Γρηγορίου, ένας επιπλέον συντηρητισμός θα ήταν τελείως κατανοητός.

Όμως ποια ήταν τελικά η πρότασή του; Να διαχωρισθούν τα σχολεία κλασικών και θετικών μαθημάτων ώστε οι μαθητές να μην κάνουν κοπάνα από τα μεν στα δε, και τα κλασικά μαθήματα να είναι προαπαιτούμενα για τα θετικά.

Συμφωνούμε ή διαφωνούμε με αυτήν, είναι ξεκάθαρο ότι δεν καθιστά απαγόρευση της διδασκαλίας της φυσικής και των μαθηματικών!

Αν η στάση του Γρηγορίου συνιστά σκοταδισμό, ως Θετικός Επιστήμονας δυσκολεύομαι να το διακρίνω.

Γρηγόριος και Ρήγας

Σχετικά με την «εγκύκλιο» την σχετική με τα κείμενα του Ρήγα, προφανώς ο κος Παναγιωτίδης αναφέρεται στις δύο πανομοιότυπες επιστολές, όχι εγκυκλίους, μία προς τον Σμύρνης Άνθιμο με ημερομηνία 1/12/1798, και μια προς τον Παροναξίας Νεόφυτο.

Σε αυτές τις προσωπικές επιστολές, τους καλεί να μαζέψουν από την κυκλοφορία τα εν λόγω κείμενα, χωρίς όμως καν να αναφέρεται ονομαστικά στον Ρήγα· δηλαδή δεν «καταδίκαζε [...] τον Ρήγα Βελεστινλή». Πρόκειται μάλλον περί κουκουλώματος παρά δίωξης.

Αυτές δε οι προσωπικές επιστολές–δεν είναι εγκύκλιοι απλώς και μόνον επειδή έτσι τις χαρακτήρισε ο Κορδάτος («Ο Ρήγας Φεραίος και η Εποχή του», Αρχείον Οικονομικών καί Κοινωνικών Επιστημών, 1931, 11)–είναι και η μοναδική πηγή που έχουμε σχετικά με την ενασχόληση του Γρηγορίου Ε’ με το ζήτημα, εκτός κι αν ο κος Παναγιωτίδης έχει κάποια άλλη πηγή να μας παραθέσει.

Ενδεχομένως δε να του διαφεύγει και μια άλλη λεπτομέρεια· ο Αυστριακός πρέσβυς στην Κωνσταντινούπολη βαρώνος Herbert von Rathkeal, θέλοντας να περισώσει την αξιοπρέπεια της χώρας του, είχε εκπονήσει με τον Κωνσταντίνο Υψηλάντη σχέδιο διάσωσης του Ρήγα και των συλληφθέντων συντρόφων του.

Όπως εξηγεί στον ανώτερό του, Υπ. Εξωτ. Κόμη von Cobenzl σε επιστολή της 25/5/1798, αντί να παραδοθούν στον Πασά του Βελιγραδίου πρότεινε να παραδοθούν για φύλαξη στον Γρηγόριο Ε’.

Υπάρχει περίπτωση ο Γρηγόριος Ε’ να μην ήταν ενήμερος για ένα τέτοιο το σχέδιο, και μάλιστα σύμφωνος;

Τέτοιου τύπου κριτική θάλλει σε ελεύθερα καθεστώτα, από πολίτες δεν έχουν γνωρίσει ποτέ την βία της απολυταρχίας.

Είναι προφανές ότι για λόγους επιβίωσης, το Πατριαρχείο θα έπρεπε να επιβάλλει συνωμοτικούς κανόνες και αυστηρή λογοκρισία στην δημόσια σφαίρα, ώστε να μπορεί να εξασφαλίσει βραχυπρόθεσμα την επιβίωση και να οργανώσει μακροπρόθεσμα και με μυστικότητα την Επανάσταση.

Ανησυχίες για την προοδευτικότητα της σκέψης θα φάνταζαν τουλάχιστον δευτερεύουσες μπροστά στα παλουκώματα, τα γδαρσίματα και τα πριονίσματα από τα οποία κινδύνευαν οι Ρωμιοί, ιδίως κληρικοί, και με τις μνήμες των Ορλωφικών ακόμα πρόσφατες.

Είναι δε τουλάχιστον αφελές να απαιτούμε από επίσημα κείμενα της εποχής φιλελεύθερες διατυπώσεις που να κολακεύουν τις σημερινές μας δημοκρατικές ευαισθησίες.

Ο «υπάλληλος»

Άλλη θέση του κου Παναγιωτίδη είναι ότι «Ο μαρτυρικός θάνατος του Πατριάρχη δεν ήταν η εξαίρεση. Ήταν ο κανόνας. Πριν από αυτόν, αλλά και μετά, εκατοντάδες Οθωμανοί αξιωματούχοι, ακόμη και πασάδες, θανατώθηκαν ως ανάξιοι της εμπιστοσύνης του σουλτάνου». Τότε όμως πώς εξηγεί ότι ο Γρηγόριος καθαιρέθηκε δύο φορές από τον Σουλτάνο, μία το 1798 και μία το 1808;

Μάλιστα στην καθαίρεση του 1798, λέει το Σουλτανικό φιρμάνι ότι «[...] ὁ πατριάρχης τῶν Ῥωμαίων Γρηγόριος, κοντὰ ὀποὺ δεν ἐφύλαξε τὰ εἰρημένα, ἐτόλμησε καὶ εἰς τρόπους, δι’ οὓς ἀφῃρέθη τὸ πρὸς αὐτὸν ἐμνιέτ [εμπιστοσύνη]».

Παρ’ ό,τι ο Γρηγόριος το 1798 γλίτωσε τελευταία στιγμή την εκτέλεση, την γλίτωσε. Προφανώς λοιπόν υπήρχαν και άλλες τιμωρίες από την θανάτωση, αλλά η Επανάσταση ήταν κάτι το διαφορετικό, διότι είχε αποκαλυφθεί η ενεργός συνωμοτική του δράση στην οργάνωση της Επανάστασης, και όχι μια απλή «αποτυχία».

Κλείνοντας

Είναι πολύ ενθαρρυντικό το ότι ο κος Παναγιωτίδης επέλεξε να συζητήσει ανοιχτά και νηφάλια μια σειρά τέτοιων ιστορικών ζητημάτων. Επί του παρόντος θεωρώ ότι πρέπει να βάλω μια άνω τελεία λόγω περιορισμών χώρου (ξεπέρασα τις 2600 λέξεις) και χρόνου (θα ήταν υπερβολικά χρονοβόρο να μαντέψω και να κυνηγήσω μία-μία τις υπόλοιπες παραπομπές που δεν δίνονται).

Θεωρώ όμως ότι απάντησα στα σημεία-κλειδιά του θέματός μας, και τούτο ποιών σκιαγράφησα και τις διαφορές στις μεθοδολογικές μας προσεγγίσεις.

Τίποτα δεν θα με ευχαριστούσε περισσότερο από το να συνεχίσουμε την συζήτηση–επί της ουσίας και με παραπομπές–επί των όσων παρέθεσα στα δύο κείμενά μου.

Θα ήθελα επιπλέον να τον συγχαρώ για την ευρύτητα πνεύματος που επιδεικνύει σχετικά με τις επιστημονικές ενασχολήσεις: το βρίσκει θεμιτό να ασχολούμαι με το «ωραίο και δημοφιλές σπορ» της ιστορίας, καίτοι χημικός–βεβαίως, ως κοινωνιολόγος ο ίδιος, πώς θα υποστήριζε το αντίθετο;

Έχει δε απόλυτο δίκιο όταν λέει ότι η ιστορία έχει τους κανόνες της, ακόμη και ως «χόμπι».

Ως συνάδελφος «χομπίστας» λοιπόν–τουλάχιστον μέχρι να υποστηρίξει την διδακτορική του διατριβή–θα συμφωνήσει ότι ο πιο ιερός κανόνας είναι η προσήλωση στις πηγές και η εξαντλητική τεκμηρίωση.

Όποιος μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτήν την επιστημονική πειθαρχία πάντα θα είναι αξιόπιστος συνομιλητής, ανεξαρτήτως πτυχίων.

Αν γνώριζε κβαντομηχανική και Python/Qutip, ακόμα κι από χόμπι, στιγμή δεν θα δίσταζα να του μιλήσω για κάποια περίπλοκα προβλήματα που με απασχολούν αυτόν τον καιρό.

Σε κάθε περίπτωση ευχαριστώ τον ίδιο για την συζήτηση και την HuffPost Greece που την φιλοξένησε.

Βιβλιογραφία:

Αν δεν αναφέρεται αλλιώς, κύρια βιβλιογραφία που παραπέμπει στις πρωτογενείς πηγές είναι το το: Γιώργος Κεκαυμένος, «Ο Γρηγόριος Ε’ και η επανάσταση του 1821», Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2019. Λοιπή βιβλιογραφία αναφέρεται εντός του κειμένου.

Δημοφιλή