Αναμνήσεις από τη Χώρα των Ηττημένων. (Αύγουστος)

Αναζητείται πλέον ικανός «ελιγμός διεξόδου», ο οποίος και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα θα εξασφαλίζει και θα εξουδετερώνει μακροπρόθεσμα τον αντίπαλο.
(Photo by Louisa GOULIAMAKI / AFP) (Photo by LOUISA GOULIAMAKI/AFP via Getty Images)
(Photo by Louisa GOULIAMAKI / AFP) (Photo by LOUISA GOULIAMAKI/AFP via Getty Images)
LOUISA GOULIAMAKI via Getty Images

«Εάν μια ερώτηση μπορεί να τεθεί, μπορεί επίσης να απαντηθεί».

Ludwig Wittgenstein, Tractatus Logico-Philosophcus

Στις 19 Ιουνίου του 2000, η χώρα με τις ευλογίες των Η.Π.Α, γίνεται μέλος της Οικονομικής Νομισματικής Ένωσης, υιοθετώντας το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, γεγονός που οδήγησε χώρες όπως η Γερμανία και οι δορυφόροι της, να κάνουν τα «στραβά μάτια», παραβλέποντας τις μεγάλες δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, τα πραγματικά στατιστικά δεδομένα, τις χρόνιες- αλλά όχι ανίατες κοινωνικές παθογένειες-και τη διαχρονική ανεπάρκεια του πολιτικού προσωπικού, αλλά και του πνευματικού κόσμου, προκειμένου να τεθούν οι αρχές και προπάντων οι «ωφέλιμες» προτεραιότητες, ώστε το σημαντικό αυτό πολιτικοοικονομικό γεγονός της υιοθέτησης του «σκληρού νομίσματος», (όπως αποκαλείται το ευρώ, στη γλώσσα της εφαρμοσμένης μικροοικονομίας, εξαιτίας κυρίως του δύσκαμπτου μηχανισμού ρύθμισης των επιτοκίων), να αποτελέσει εφαλτήριο οικονομικής ανάπτυξης και σταθερότητας.

Και όλα αυτά, στο βαθμό βέβαια που επιτρέπουν τα ειδικά χαρακτηριστικά του και πάντα στο πλαίσιο των κανόνων της παγκοσμιοποιημένης αγοράς, των ανελέητων χρηματαγορών, (που καθορίζουν τη δημιουργία και κίνηση των άυλων κεφαλαίων τα οποία πλέον δεν συνδέονται με το περίφημο συναλλαγματικό αποθεματικό, ούτε εξαρτώνται πλήρως από το εγχώριο δημοσιονομικό ισοζύγιο) και μιας νέας δυναμικά εξελισσόμενης πραγματικότητας, όπου αναδυόμενες οικονομίες (Κίνα, Ινδία και πρώην χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ), παραδοσιακές υπερδυνάμεις (Η.Π.Α και Ρωσική Συνομοσπονδία), αλλά και η δυσλειτουργική Ευρωπαϊκή Ένωση, αλληλοεπιδρούν και επηρεάζονται, όπως ποτέ άλλοτε σε γεωστρατηγικό κυρίως επίπεδο, παρά τις αποστάσεις, τις θνησιγενείς συμμαχίες και τα εθνικά συμφέροντα.

Τέσσερα χρόνια πιο πριν, στις 27/4/1996 με την ολοκλήρωση της κρίσιμης συνόδου στο Βουκουρέστι, (και λίγους μήνες μετά την οδυνηρή εμπειρία των Ιμίων), ο τότε υπουργός εξωτερικών, Θεόδωρος Πάγκαλος αποχωρεί, χωρίς να ενημερώσει τους Έλληνες ανταποκριτές, ενώ πριν είχε μια από τις γνωστές πολύωρες συζητήσεις, με τον τότε μεγαλοδημοσιογράφο Μεχμέτ Αλί Μπιράτ, που κράτησε αρκετά λεπτά στους διαδρόμους του φαραωνικού παλατιού του δικτάτορα Νικολάε Τσαουσέσκου, που μετά την εκτέλεσή του τον Δεκέμβριο του 1989, είχε μετατραπεί στο επονομαζόμενο Παλάτι της Δημοκρατίας. Αντίθετα οι Έλληνες ανταποκριτές -δημοσιογράφοι ενημερώθηκαν, από την Τουρκική αντιπροσωπεία, όπου έθεσαν ερωτήματα για να λάβουν απαντήσεις και (φευ) ενημέρωση! Τότε είχε ακουστεί για πρώτη φορά, ο όρος «grey zones in the Aegean», από τον κοσμοπολίτη υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας, Εμρέ Γκιονενσάι. Η Αθήνα θα πληροφορηθεί την αδιανόητη δήλωση, για «γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο», του Τούρκου αξιωματούχου, από τα δελτία ειδήσεων των τηλεοπτικών σταθμών, το απόγευμα της ίδιας ημέρας. (Αξίζει να αναφερθεί ότι στη συγκεκριμένη κυβέρνηση, υπουργός Εθνικής Άμυνας ήταν ο Άκης Τζοχατζόπουλος, Εθνικής Οικονομίας ο Γιάννος Παπαντωνίου και Μεταφορών και Επικοινωνιών ο Τάσος Μαντέλης…)

Ένα χρόνο περίπου μετά, στις 8/7/1997, υπογράφεται η συνθήκη της Μαδρίτης μεταξύ Ελλάδος- Τουρκίας, από τον Σημίτη και τον Ντεμιρέλ αντίστοιχα. Μια συμφωνία που στην ουσία νομιμοποίησε την απειλή πολέμου (Casus Belli), από την πλευρά της Τουρκίας και παγίωσε το καθεστώς των αμφισβητούμενων ζωνών στο Αιγαίο, επισημοποιώντας με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο τις αξιώσεις της άλλης πλευράς, πέραν της μοναδικής διαφοράς που ως τότε αναγνωρίζαμε, αυτή δηλαδή της υφαλοκρηπίδας. Τότε ο Γιώργος Παπανδρέου, εξαγγέλλει, το λεγόμενο «μέρισμα ειρήνης», στη λογική «περισσότερο βούτυρο και λιγότερα κανόνια»… Ήταν μια από εκείνες τις ηχηρές και για εσωτερική κατανάλωση εξαγγελίες, (ανάλογη του περίφημο «κοινωνικού συμβολαίου», του «εκσυγχρονισμού» και της «μεταρρύθμισης»), που όσο κι αν ηχούν εντυπωσιακές, όχι μόνο έχουν αμφισβητήσιμο αντίκρισμα και εφαρμογή στην κοινωνική πραγματικότητα, αλλά πολλές φορές είναι μακροπρόθεσμα, αν όχι καταστροφικές, σίγουρα πάντως βλαπτικές. Το μέρισμα που θα προέρχονταν από τη μείωση των εξοπλισμών, που κύριο στόχο είχαν τη διατήρηση της ισορροπίας δυνάμεων (ειδικά στο Αιγαίο) και την εξασφάλιση της αποτρεπτικής ικανότητας της Ελλάδος έναντι κυρίως της Τουρκίας, θα επέστρεφε στους πολίτες, που τώρα θα μπορούσαν να κοιμούνται ήσυχοι, αφού η Ελλάδα αφενός πλέον άνηκε στις χώρες με ισχυρή και προπάντων σταθερή οικονομία, (θυμίζω τις σχετικές δηλώσεις του τότε πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη), και αφετέρου διότι η Τουρκία σχετικά σύντομα, υποτίθεται θα προσδένονταν στο Ευρωπαϊκό άρμα, γεγονός που θα έβαζε τέλος στις όποιες βλέψεις ή αξιώσεις της, (τότε δεν είχε διατυπωθεί τόσο ξεκάθαρα, το σύγχρονο αναθεωρητικό δόγμα της νέο οθωμανικής ελίτ), προς το Αιγαίο ή την ανατολική Θράκη ή τουλάχιστον θα την οδηγούσε σε «λογικές» διαπραγματεύσεις και μειωμένες προσδοκίες.

Και οπωσδήποτε η στάση αυτή της τότε κυβέρνησης, ως επιλογή και στρατηγική μακράς πνοής, δεν θα μπορούσε να είχε ενδοτικό ή αντεθνικό χαρακτήρα, αφού σε γενικές γραμμές ακολουθήθηκε και από τις επόμενες κυβερνήσεις του Κώστα Καραμανλή. Άλλωστε μια τέτοια υπεραπλουστευμένη άποψη -που συνήθως υιοθετείται από τις ακραίες, λαϊκιστικές παρατάξεις- πιθανώς να είναι λιγότερο επικίνδυνη, από την παγιωμένη αντίληψη και ιδεολογία των τότε εκσυγχρονιστών αλλά και των μετέπειτα μεταρρυθμιστών, ότι τα δυσθεώρητα για το μέγεθος και τις δυνατότητες της χώρας εξοπλιστικά προγράμματα, θα εξαντλούσαν την έτσι κι αλλιώς ασθμαίνουσα ελληνική οικονομία, θα υπερδιόγκωναν τα δημοσιονομικά ελλείματα και το χρέος και θα την οδηγούσαν σε πολιτικό αδιέξοδο και πιθανώς διεθνή οικονομικό έλεγχο και επιτήρηση, χωρίς να έχουν καταφέρει τον σκοπό τους: να συγκρατήσουν την όλο και πιο ξεκάθαρα και συστηματικά δεδηλωμένη- όχι απαραίτητα επεκτατική, αλλά πάντως αναθεωρητική των διεθνών συνθηκών και συμβάσεων, πολιτική των γειτόνων. Ήταν κοινός τόπος δηλαδή, ότι η χώρα θα έπρεπε να διοχετεύσει τη δυναμική της, τα ευρωπαϊκά κεφάλαια επενδύσεων και τα χρηματοδοτικά προγράμματα που θα προέκυπταν από αυτά, στην προσπάθεια δημιουργίας ενός σύγχρονου οικονομικού μοντέλου ανάπτυξης, με βάση και σκοπό τη διαρκή ειρήνη και σταθερότητα, προωθώντας και στηρίζοντας τόσο την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε και την Ο.Ν.Ε, ως πλήρες μέλους και ταυτόχρονα την ενταξιακή πορεία, μέσα από την πολύπλοκη και προβλεπόμενη διαδικασία της Ε.Ε., της Τουρκίας.

Κάπως έτσι φτάσαμε στις 23 Απριλίου το 2010, όπου και πάλι ο Γιώργος Παπανδρέου, ανακοινώνει από το Καστελόριζο- επιλογή καθόλου τυχαία-την πρόθεση της κυβέρνησής του, να ζητήσει την οικονομική βοήθεια του Δ.Ν.Τ μέσα από την λειτουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού μηχανισμού στήριξης και εποπτείας. Τι ακολούθησε το γνωρίζουμε όλοι. Όμως καλό θα ήταν να μην ξεχνάμε και τι είχε προηγηθεί.

Το οικονομικό αδιέξοδο -που δεν προέρχεται κατ’ ανάγκη μόνον από τη φύση της κοινής νομισματικής πολιτικής και τα χαρακτηριστικά της- αλλά κυρίως από τη διαχρονική αδυναμία των πολιτικών ηγεσιών να εκμεταλλευθούν τα θετικά στοιχεία της σχετικής σταθερότητας και δυναμικής του κοινού νομίσματος- να περιορίσουν τις εγγενείς αδυναμίες της οικονομίας (φοροδιαφυγή, διαφθορά και γραφειοκρατία) και να προωθήσουν ένα νέο επαναστατικό μοντέλο επανίδρυσης του κράτους, ευέλικτου και παραγωγικού, επαναπροσδιορίζοντας το παραγωγικό μοντέλο της χώρας στις νέες απαιτήσεις της διεθνούς πραγματικότητας και στοχεύοντας στην έρευνα, την εξειδίκευση και την καινοτομία, ειδικά στους ξεχασμένους κλάδους της γεωργίας και κτηνοτροφίας καθώς και της ελαφριάς βιομηχανίας και μεταποίησης. Αντίθετα ακολουθήθηκε επί δεκαετίες το βολικό πλην επιζήμιο σύνθημα της «αλλαγής», που με την περίφημη προτροπή του πάλαι ποτέ ηγέτη της, από το μπαλκόνι προεκλογικής συγκέντρωσης προς τον τότε υπουργό οικονομίας και οικονομικών προκειμένου να τα «δώσει όλα»…έκλεισε ευνοϊκά το μάτι στη γνωστή κλίκα μιζαδόρων, επιχειρηματιών και αεριτζήδων μεγαλοεπιχειρηματιών, που λυμαίνονταν ήδη το δημόσιο χρήμα, παρασιτούσαν στο κοινωνικό σώμα εις βάρος της κοινής ανάπτυξης και οικονομικής προόδου και απομυζούσαν τα ευρωπαϊκά κονδύλια σε δήθεν επενδύσεις.

Το σύνθημα της δεκαετίας του 1980, απλώς αντικαταστάθηκε από το επίσης αλήστου μνήμης «λεφτά υπάρχουν», προς επίρρωση του κληρονομικού δικαιώματος όχι μόνο στην εξουσία αλλά και τη δημαγωγία, ενώ προκειμένου να δοθεί μια τεκμηριωμένη και υψηλών αξιολογήσεων εξήγηση και δικαιολογία, για την τραγική κατάληξη της χώρας, (υπό διεθνή επιτήρηση, ουσιαστικά πτωχευμένη, με τραπεζικό έλεγχο κεφαλαίων, χωρίς δυνατότητα ελεύθερου δανεισμού, χωρίς καμιά πολιτική αξιοπιστία και ισχύ σε διεθνείς οργανισμούς και ενώσεις, χωρίς προοπτική και με αβέβαιο μέλλον, ακόμη και για την εδαφική της ακεραιότητα), ο μέγας κήνσορας της πολιτικής κατέθεσε στην ιστορία του τόπου, μετά από τις δηλώσεις του την μοιραία βραδιά της κρίσεως των Ιμίων και το περιώνυμο «μαζί τα φάγαμε»…

Έχοντας απωλέσει την εθνική κυριαρχία σε διάφορα επίπεδα, με ελάχιστες και πάντως αδύναμες συμμαχίες, υιοθετώντας μια αλλοπρόσαλλή εξωτερική πολιτική, αποτέλεσμα ιδεοληψιών και του αναχρονιστικού και προσχηματικού δόγματος για προσέγγιση του αραβικού κόσμου από τη μια και από την άλλη για τήρηση των ευρωπαϊκών δεσμεύσεων, με το χέρι στα χρήματα του ευρωπαϊκού ταμείου επενδύσεων, με τις ένοπλες δυνάμεις σε επιχειρησιακή αδυναμία και παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις- εξαιτίας των ανύπαρκτων εξοπλιστικών προγραμμάτων, του γερασμένου και παλαιού τύπου υλικού και τη γενικευμένη νοοτροπία που αφορά μια ιδεοληπτική αποστροφή προς τον στρατό και τα σώματα ασφαλείας, με την διπλωματία να εμφιλοχωρεί σε απόψεις που θεωρούν στην προάσπιση των εθνικών δικαίων της Ελλάδος ως μαξιμαλισμό(!).

Αλλά προπάντων έχοντας αποδεχθεί την πραγματικότητα του συμβιβασμού που δεν είναι απλώς ένας διπλωματικός ελιγμός, αλλά μια στρατηγική ήττα σημείων, όπως συνέβη με την συμφωνία των Πρεσπών, σε συνδυασμό με την απώλεια της μοναδικής ευκαιρίας προσαρμογής του εθνικού αναπτυξιακού μοντέλου, στις νέες απαιτήσεις της διεθνούς πραγματικότητας, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ παρέδωσε το τιμόνι του βυθιζόμενου πλοιαρίου στον σημερινό «έτερο Καππαδόκη», σε μια διαδικασία απλής εναλλαγής της εξουσίας. Άλλα πρόσωπα και το σενάριο μια θλιβερή διασκευή, ενός σύγχρονου ελληνικού δράματος.

Οι εγχώριοι αναλυτές και ειδήμονες που ακόμη και τώρα συνεχίζουν να επιχειρηματολογούν υπέρ μιας άποψης που εξηγεί την διαχρονική τουρκική πολιτική -ειδικά μετά το 1974-ως αποτέλεσμα των εσωτερικών κυρίως δεδομένων, που δεν πρόκειται να επηρεάσει σημαντικά τα συμφέροντα της Ελλάδας, τη βραδιά του πραξικοπήματος στην γείτονα, σε τηλεοπτικούς σταθμούς και εφημερίδες, υποστήριζαν είτε την άποψη ότι ο Τούρκος πρόεδρος και η παρουσία του ήταν προτιμότερη από το άγνωστο περιβάλλον που ενδεχομένως να πρόκυπτε, είτε έβλεπαν μια πιθανότητα, μετά την αποτυχία του κινήματος, επαναπροσέγγισης του συστήματος Ερντογάν, που θα ήταν στο εξής διαλλακτικότερο. Είχαν πέσει έξω και στις δυο εκτιμήσεις. Και είτε το γεγονός του πραξικοπήματος ήταν ενορχηστρωμένο από τον ίδιο, ( κάτι που προϋποθέτει ένα ικανό σύστημα ελέγχου της εξουσίας και των πληροφοριών και που θα έδινε τεράστια μετέπειτα ισχύ στους ενορχηστρωτές του), είτε ήταν μια απόπειρα ανατροπής σχεδιασμένη από τη στρατιωτική αντιπολίτευση και ξένες μυστικές υπηρεσίες όπως καταγγέλθηκε από το καθεστώς του προέδρου της Τουρκίας, (επίσης και στην περίπτωση αυτή, προκειμένου να αποτύχει ένα τέτοιο σχέδιο, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη ισχυρού συστήματος και βέβαια η ηγετική παρουσία του ίδιου του προέδρου της Τουρκιάς), λίγοι από τους περίφημους διεθνολόγους και αρθρογράφους σχετικών με τα ελληνοτουρκικά, διέβλεψαν τη ζοφερή πραγματικότητα της επόμενης μέρας για την Ελλάδα. Και εξακολουθούν να σφάλουν ελπίζοντας μάταια, στην οικονομική κατάρρευση της Τουρκίας και έχοντας από πριν αναγκαστικά εγκαταλείψει την ψευδαίσθηση για συνέχιση της ευρωπαϊκής της πορείας, κάτι που ούτε η ίδια, ούτε και η Ευρώπη επιθυμεί πραγματικά και συνεχίζοντας να τροφοδοτούν άλλοτε το μέγαρο Μαξίμου κι άλλοτε τα μέσα ενημέρωσης, με καθησυχαστικές ειδήσεις ομαδικής ύπνωσης κι αποχαύνωσης και με απέλπιδες προτροπές για ψυχραιμία και σύνεση.

Αυτόν τον Αύγουστο λοιπόν, της επιδημίας και των κρουσμάτων, δεκαετίες μετά την κρίση στις 6 Αυγούστου του 1976 , με τον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Ανδρέα Παπανδρέου να καλεί τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή, να εμπλακεί σε ένα θερμό επεισόδιο με το πασίγνωστο: «βυθίσατε το Χόρα», ένα άλλο τουρκικό ερευνητικό κόβει βόλτες μπαινοβγαίνοντας στα ελληνικά χωρικά ύδατα, ένας Δούρειος Ίππος που λειτουργεί ως άλλοθι όχι τόσο για εισβολή και κατοχή ελληνικών θαλάσσιων συνόρων, αλλά στη παγίωση της αμφισβήτησής τους, με τελικό στόχο τη συνεκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων του Αιγαίου σε πρώτη φάση και την επανασύσταση της ευρύτερης ζώνης επιρροής της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Φρεγάτες, σκάφη του λιμενικού και πολεμικά αεροπλάνα, συμμετέχουν σε ένα χωρίς προηγούμενο, παιχνίδι «κλέφτη κι αστυνόμου», σε ένα θαλάσσιο φρενοκομείο μερικών μιλίων, που όμως αρκεί για να συμβεί αυτό που επιδιώκει η Τουρκία και απεύχεται μάταια η Ελλάδα -παίζοντας τα τελευταία λεπτά των μοιραίων καθυστερήσεων- με την ελπίδα να διατηρήσει έστω και την ισοπαλία.

Από τη μια έχουμε λοιπόν την εκρηκτική κατάσταση στο Αιγαίο, με το βαρύ πλήγμα που δέχθηκε ο τουρισμός, η «βαριά βιομηχανία» (σικ), της χώρας λόγω της πανδημίας, την κατάρρευση των φορολογικών εσόδων, την αύξηση της ανεργίας, την παρατεταμένη ύφεση, τις πολυαναμενόμενες πλην ελάχιστες αλλά απαραίτητες για την επανεκκίνηση της οικονομίας επενδύσεις, την αναμενόμενη κοινωνική δυσπραγία που από τον χειμώνα θα ενταθεί, την απουσία ισχυρής και μεθοδικής αντιπολίτευσης με εναλλακτικό σχέδιο και μιας κυβέρνησης με στόχους πέραν της διαχείρισης της καταστροφής. Και από την άλλη πλευρά θα πρέπει να λάβουμε υπόψη, την πιθανή επανεκλογή του απρόβλεπτου Τραμπ (μόνο 3 Αμερικανοί πρόεδροι δεν έχουν επανεκλεγεί στην ιστορία), ενός προέδρου που καταφανώς όπως κι ο ίδιος δήλωσε, είναι υποστηρικτής του Ερντογάν και του τρόπου που κυβερνά, γεγονός που εξυπηρετεί άλλωστε και τα πάγια συμφέροντα των Η.Π.Α στην νοτιοανατολική Μεσόγειο, τη θετική προς την Τουρκία διαχρονική στάση της Γερμανίας, που εκτός από τα τεράστια οικονομικά συμφέροντα, καθορίζεται και σε μεγάλο βαθμό από τα εκατομμύρια μεταναστών τουρκικής καταγωγής, που δεν αφομοιώνονται εξαιτίας θρησκευτικών - κυρίως- διαφορών, την ουδέτερη στάση της Ρωσίας, τις εύθραυστες συμμαχίες με Αίγυπτο και Ισραήλ, καθώς και τις παραφυάδες του νέο-οθωμανισμού σε Αλβανία, Σκόπια, Κροατία κλπ.

Η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια προς δυσμάς, αλλά και η τμηματική συμφωνία για καθορισμό Α.Ο.Ζ με την Αίγυπτο, όχι μόνο δεν μεταβάλουν τη δεινή θέση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα, αλλά αντιθέτως λειτουργώντας αποσπασματικά, μπορούν δυνητικά να αποτελέσουν πρόσχημα για την άλλη πλευρά ώστε να οδηγήσει την κατάσταση στα άκρα, σέρνοντας την Ελλάδα στο τραπέζι του διαλόγου, κατά προτίμηση σε διμερές επίπεδο με ευνοϊκή για εκείνη επιδιαιτησία, κάτι που θα οδηγούσε σε πιθανή απώλεια εθνικής κυριαρχίας, επί πολλών ελληνικών εδαφών.

Και προφανώς η έκβαση μιας σύγκρουσης το 1976, όπως και σήμερα άλλωστε, θα ήταν αβέβαιη, οι συνθήκες όμως και τα δεδομένα τότε, ήταν σαφώς διαφορετικά από ότι σήμερα. Και εδώ τίθεται το ερώτημα, που εφόσον μπορεί να διατυπωθεί, μπορεί και να απαντηθεί: αφού η Τουρκία ακολουθεί εδώ και δεκαετίες ξεκάθαρη πολιτική αναθεώρησης των συνόρων και αλλαγής του status quo στο Αιγαίο-και πιθανώς και στον Έβρο-κάτι που οδηγεί σε μια βέβαιη, έστω και μη γενικευμένη σύγκρουση, ποιες θα ήταν οι καλύτερες δυνατές συνθήκες εμπλοκής της Ελλάδας σε αυτή;

Το ίδιο ερώτημα, ίσως λίγο διαφορετικά διατυπωμένο για τις ανάγκες αυτού του μικρού χρονογραφήματος, θα μπορούσε να είναι: πόσο έτοιμοι είμαστε να συμβιβαστούμε στην ιδέα της καταγραφής μας, στη μελλοντική ιστορική πραγματικότητα, ως μιας ακόμη θλιβερής ανάμνησης από τη χώρα των ηττημένων;

Τους πιο πάνω προβληματισμούς πιθανώς θα βοηθήσουν όσα ακολουθούν:

  1. Σε έκθεση του Γενικού Επιτελείου του Τουρκικού Στρατού, με τίτλο, «Γεωγραφική-ιστορική-νομική κατάσταση νησιών, νησίδων και βραχονησίδων του Αιγαίου και οι ακολουθούμενες πολιτικές». (Έκδοση Αρχηγείου Ακαδημιών Πολέμου Τουρκίας), αφού αμφισβητείται η ελληνική κυριαρχία σε πάνω από 100 νησιά και νησίδες, αναλύεται όλη η επιχειρηματολογία από την πλευρά της Τουρκίας, η έκθεση καταλήγει:

«[…] σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο ο πρώτος τρόπος που πρέπει να επιλεγεί στην επίλυση διακρατικών προβλημάτων είναι η επίλυση του προβλήματος μέσω απευθείας συνομιλιών. Σύμφωνα με το δίκαιο στην περίπτωση που δεν υπάρξει κάποιο αποτέλεσμα από τις διαπραγματεύσεις πρέπει να γίνει προσφυγή στη διαμεσολάβηση τρίτων χωρών ή διεθνών παραγόντων. Εάν και από αυτό δεν υπάρξει κάποιο αποτέλεσμα, τότε μπορεί να γίνει προσφυγή στη Δικαιοσύνη, δηλαδή στα διεθνή δικαστήρια. Εάν όλα αυτά δεν φέρουν αποτέλεσμα, θα προκύψουν μέτρα που δεν φτάνουν μέχρι τον πόλεμο (πιέσεις) και τέλος η επίλυση των διαφορών μέσω πολέμου. Παρ’ όλους τους ισχυρισμούς περί του αντιθέτου, ο πόλεμος είναι μια πράξη, μια πραγματικότητα που έχει θέση στο δίκαιο κρατών.

  1. Σε απόρρητο τηλεγράφημα από το State department προς την Πρεσβεία Η.Π.Α στην Αθήνα, μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα εξής:

Ημερομηνία 10 Απριλίου 1996

1.Διαβάθμιση από διευθυντή Υποθέσεων Νοτιοανατολικής Ευρώπης Κέρι Κάβανο. Αιτιολογία 1.5d

2.Επίσκεψη Σημίτη στον Λευκό Οίκο. Ο πρέσβης Νάιλς παρέσχε την ακόλουθη σύντομη περιγραφή της συνάντησης Σημίτη – Κλίντον για την ενημέρωση σας:

[…]

Μετά την απομάκρυνση των δημοσιογράφων ο πρόεδρος Κλίντον και ο πρωθυπουργός Σημίτης, συζήτησαν τα ακόλουθα σημεία:

Ελληνοτουρκικές σχέσεις:

Ο Τόνι Λέικ* σημείωσε ότι η αμερικανική κυβέρνηση δεν μπορεί να λάβει θέση στο ποιος έχει δίκιο ή άδικο από νομικής πλευράς στη διαφορά των νησίδων, πράγμα που ο Σημίτης κατανοεί.

*Σύμβουλος ασφαλείας και μετέπειτα διευθυντής της CIA, (1996)

Κλείνοντας, ας προσθέσουμε στη συλλογιστική μας και τις απόψεις τριών μοναδικών διανοητών, για την ανάπτυξη και μελέτη των μεθόδων της στρατηγικής, της ηγεσίας και της τακτικής:

Η ειρήνη καθίσταται πιο σταθερή μετά από έναν πόλεμο-το επικίνδυνο είναι ν’ αποφεύγει κανείς τον πόλεμο για να μη χάσει την ησυχία του.

Θουκυδίδης (Α’ ,124)

[…] δεν πρέπει ποτέ κανείς να αφήνει να συμβεί μια ανωμαλία για να αποφύγει έναν πόλεμο. Διότι όχι μόνο δεν θα τον αποφύγει τελικά, αλλά αντίθετα, τον αναβάλλει και αυτό αποβαίνει εναντίον του.

Νικολό Μιακιαβέλλι (Ο Ηγεμών, Εκδ. Πατάκη σελ. 28).

[…] Ο χειρισμός της παρακμής μιας αποσυντιθέμενης αυτοκρατορίας είναι ένα από τα δυσκολότερα καθήκοντα της διπλωματίας. Οι αυτοκρατορίες που καταρρέουν προκαλούν δυο αίτια έντασης: Απόπειρες γειτόνων να εκμεταλλευτούν την αδυναμία του αυτοκρατορικού κέντρου και προσπάθειες της παρακμάζουσας αυτοκρατορίας να επανακτήσει το κύρος της στην περιφέρεια.

Henry Kissinger (Διπλωματία, Επανεξέταση της Νέας Παγκόσμιας Τάξης, σελ.417-418).

Συμπερασματικά, η οποιαδήποτε εμπλοκή της χώρας αυτή τη στιγμή σε πολεμική σύρραξη, έστω και σε περιορισμένη κλίμακα, με δεδομένα τα όσα ειπώθηκαν πιο πριν, θα είχε ανυπολόγιστες συνέπειες, αν όχι a priori καταστροφικές, αφού χάθηκε πολύτιμος χρόνος που τον εκμεταλλεύθηκε επαρκώς η άλλη πλευρά, προωθώντας και προπαγανδίζοντας τις θέσεις της, ανατρέποντας το στρατιωτικό ισοδύναμο στο Αιγαίο και έχοντας ενεργό -αν και αμφιλεγόμενο- ρόλο στη διαμόρφωση της γεωπολιτικής εικόνας στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Αναζητείται πλέον ικανός «ελιγμός διεξόδου», ο οποίος και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα θα εξασφαλίζει και θα εξουδετερώνει μακροπρόθεσμα τον αντίπαλο.

Δημοφιλή