Η Ευρώπη εκτός Πορείας

Το έλλειμμα στρατηγικού οράματος και η προσκόλληση της Ε.Ε. σε ευκαιριακές και κοντόφθαλμες πολιτικές καταδικάζουν τον διεθνή της ρόλο...
fhm via Getty Images

Η Ρωσία και η Κίνα αποτελούν σημαντική απειλή για την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στο διεθνές οικονομικό και πολιτικό σύστημα. Άλλωστε, ο πόλεμος στην Ουκρανία αναδεικνύει τη εμφάνιση ενός πολύ-πολικού συστήματος, στο οποίο δεν θα κυριαρχούν μία ή δυο υπερδυνάμεις αλλά μαζί με αυτές και άλλες περιφερειακές. Τίθενται επομένως μια σειρά από ερωτήματα που αφορούν κυρίως στη στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ένα περιβάλλον που τείνει να διαμορφωθεί χωρίς να τη λάβει υπόψη. Ας δούμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Γιατί είναι σημαντική η αναφορά στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας στο πλαίσιο μιας περιφερειακής -θα μπορούσε να πει κάποιος- κρίσης στην Ταιβάν και γιατί δεν θα πρέπει να την υποτιμήσουμε; Η απάντηση έχει δύο άξονες.

Ο πρώτος άξονας έχει να κάνει πρωτίστως με τα μεγέθη των οικονομιών των δύο χωρών, όχι απλά γιατί είναι οι μεγαλύτερες αλλά επειδή η συμπεριφορά τους μπορεί να επηρεάσει τη σταθερότητα της παγκόσμιας οικονομίας συνεπώς και την ευρωπαϊκή οικονομία.

Ο δεύτερος άξονας έχει να κάνει, ως επακόλουθο, με τη στάση της Ε.Ε. καθώς οι ΗΠΑ είναι ο στρατηγικός σύμμαχος της Ευρώπης, ωστόσο η Κίνα αναφέρεται επίσης στρατηγικός εταίρος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Πρώτον, οι οικονομικές σχέσεις ΗΠΑ και Κίνας διαμορφώνονται σε ένα υψηλό επίπεδο σύγκρουσης αλλά και αλληλεξάρτησης ταυτόχρονα. Σε ότι έχει να κάνει με το πρώτο, το χαρακτηριστικό είναι ο εμπορικός πόλεμος που κυριαρχεί ήδη από τα χρόνια της διακυβέρνησης Τραμπ. Οι πολιτικές προστατευτισμού που εφαρμόζει η Κίνα μέσω επιδοτήσεων για να ενισχύσει και να ενδυναμώσει τους εγχώριους παραγωγούς της αποτελεί το βασικό επιχείρημα των ΗΠΑ για την καταστρατήγηση μιας εκ των βασικών αρχών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, περί της ελευθερίας της αγοράς και της μη κρατικής παρέμβασης.

Είναι όμως μόνο η Κίνα ή οι μη δυτικές χώρες που παραβιάζουν βασικές αρχές που διαμορφώθηκαν από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου; Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η καταδίκη της Ε.Ε. στον ΠΟΕ για την επιδότηση της Airbus (ευρωπαϊκών συμφερόντων) μέσω ευνοϊκών δανείων έναντι της Boeing (αμερικανικών συμφερόντων).

Βέβαια, ως γνωστόν, οι αρχές αυτές διέπονται από μια «διπλή» ή «επιλεκτική» ηθική των ανεπτυγμένων κρατών, καθώς από τη μία καταδικάζουν τις επιδοτήσεις και προάγουν το φιλελευθερισμό αλλά από την άλλη εξακολουθούν να προστατεύουν τους τομείς που είναι λιγότερο ανταγωνιστικοί, όπως ο αγροτικός τομέας, όμως αυτό είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση η οποία δεν θα αναλυθεί εδώ περαιτέρω.

Δεύτερον, ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας συνοδεύεται από το ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο των δύο εταίρων. Για παράδειγμα, μετά την είσοδο της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001, το έλλειμα για τις ΗΠΑ αυξήθηκε φθάνοντας το 2018 περίπου τα 420 δις.δολάρια, αναγκάζοντας την κυβέρνηση Τραμπ να προχωρήσει στην επιβολή δασμών ύψους 250 δις. σε μεγάλο εύρος προϊόντων, όπως ψάρια, μηχανές κλπ.

Βέβαια η πρακτική αυτή δεν έμεινε αναπάντητη και από την κινεζική πλευρά η οποία επίσης επέβαλε δασμούς ύψους 110 δις. Αποτέλεσμα ήταν η πτώση των εξαγωγών των αγροτικών προϊόντων από 15,8 σε 5,9 δις δολάρια γεγονός που επιδείνωσε το εισόδημα των Αμερικάνων αγροτών και οδήγησε πολλές επιχειρήσεις σε πτώχευση.

Ωστόσο, αν και ορισμένοι δασμοί έχουν ήδη παρέλθει είναι άγνωστο ακόμα εάν η κυβέρνηση Μπάιντεν θα επιμηκύνει τις κυρώσεις ή θα επιβάλει άλλες εκ νέου, καθώς πρόθεση των ΗΠΑ είναι τόσο η στρατιωτική όσο και η οικονομική στήριξη της Ταιβάν, επιβάλλοντας, μεταξύ άλλων και οικονομικές κυρώσεις στην Κίνα.

Όπως αυτολεξεί δήλωσε ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Κογκρέσου Μπομπ Μενέντεζ, «Η νομοθεσία θα λάβει επίσης συγκεκριμένα μέτρα για να αντιμετωπίσει τις εκστρατείες επιθετικής επιρροής της Κίνας, θα επιβάλει εξοντωτικό οικονομικό κόστος εάν το Πεκίνο αναλάβει εχθρική δράση κατά της Ταϊβάν (όπως χρηματοοικονομικές και τραπεζικές κυρώσεις, άρνηση έκδοσης βίζας και άλλα μέτρα)».

Τρίτον, οι οικονομικές σχέσεις Ε.Ε.-Κίνας είναι σημαντικές καθώς η κινεζική αγορά αποτελεί το μεγαλύτερο προορισμό των ευρωπαϊκών προϊόντων. Για παράδειγμα, για το 2021 η αξία των ευρωπαϊκών εξαγωγών στην Κίνα ανήλθαν στα 223 δις ευρώ και οι εισαγωγές στα 472 δις ευρω καθιστώντας τους δυο εταίρους τους μεγαλύτερους παγκοσμίως, αφού η αξία των συναλλαγών τους για το 2021 έφθανε τα 1,9 δις ευρώ ημερησίως.

Όσον αφορά στο εμπόριο αγαθών η Ε.Ε. όπως και οι ΗΠΑ έχει ελλειμματικό ισοζύγιο που ανήλθε για το 2021 περίπου στα 250 δις ευρώ, αλλά πλεόνασμα στο εμπόριο υπηρεσιών που φθάνει στα 20,6 δις ευρώ.

Ωστόσο, ανεξάρτητα από τον υψηλό βαθμό αλληλεξάρτησης, η Ε.Ε. θεωρεί την Κίνα στρατηγικό οικονομικό εταίρο και δομικό αντίπαλο σε διεθνές επίπεδο. Συνεπώς, για την Ευρώπη, όπως και η Ρωσία, έτσι και η Κίνα, είναι σημαντικός οικονομικός εταίρος αλλά σε καμία περίπτωση δεν θεωρείται συμμαχική χώρα.

Επιπλέον, η Ε.Ε. δεν φαίνεται να συμμερίζεται ούτε τις γεωπολιτικές ανησυχίες της Κίνας, καθώς ήδη η Λιθουανία πριν ένα χρόνο επέτρεψε de facto άνοιγμα πρεσβεία της Ταιβάν στο Βίλνιους.

Τέταρτον, η χώρα με τη μεγαλύτερη εξάρτηση στις εξαγωγές από την κινεζική αγορά είναι η Γερμανία, η οποία έχει ωφεληθεί οικονομικά από την άνοδό της. Οι βαθύτεροι πολιτικοί δεσμοί από την διακυβέρνηση Μέρκελ έχουν εδραιώσει ισχυρότερες εμπορικές και επενδυτικές σχέσεις από το 2005. Πιο συγκεκριμένα, η το 48,5% των εξαγωγών της ΕΕ προς την Κίνα προέρχεται από τη Γερμανία, μέγεθος που αντιστοιχεί σε 4,6 φορές περισσότερο από τη Γαλλία, η οποία είναι η δεύτερη χώρα με την υψηλότερη αξία συναλλαγών.

Οι προκλήσεις λοιπόν που θα καθορίσουν το ειδικό βάρος της Ε.Ε. είναι αν θα μπορέσει ταυτόχρονα με την ήδη επιβαρυμένη κατάσταση εξαιτίας της Ουκρανίας να στηρίξει την ευρωπαϊκή οικονομία από τους πιθανούς τριγμούς που θα προκύψουν από μια πιο έντονη οικονομική σύγκρουση ΗΠΑ-Κίνας και αν θα μπορέσει τελικά έμπρακτα να εξαργυρώσει την εμπλοκή των ΗΠΑ και τη στήριξη στην Ουκρανία, παρέχοντας με τη σειρά της στήριξη στην Ταιβάν και επιβάλλοντας οικονομικές κυρώσεις στην Κίνα, αναλαμβάνοντας φυσικά και το κόστος που θα προκύψει, τόσο στην οικονομία όσο και στο ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Φαίνεται ότι το έλλειμμα στρατηγικού οράματος και η προσκόλληση της Ε.Ε. σε ευκαιριακές και κοντόφθαλμες πολιτικές καταδικάζουν τον διεθνή της ρόλο και υπονομεύουν το μέλλον της. Συνεπώς, θα πρέπει να επικεντρωθεί περισσότερο σε μια στρατηγική που θα εγγυάται πρωτίστως την πολιτική και οικονομική επιβίωση των μελών της, ως σύνολο, ή τουλάχιστον ως ισάξια μέρη ενός συνόλου και όχι ως μορφή καταναγκασμού και συμμόρφωσης με επιμέρους συμφέροντα που ενίοτε είναι και συγκρουόμενα. Όπως αναφέρει και ο Θουκυδίδης στον Επιτάφιο του Περικλή, «Αμαθία μεν θράσος, λογισμός δε όκνον φέρει».

Δημοφιλή