Η καταστροφή του Εθνικού Πάρκου της Δαδιάς και τα επόμενα βήματα που πρέπει να γίνουν

Πρέπει να αλλάξουμε οπτική στην πρόληψη και την πυρόσβεση.
Το καμμένο δάσος στη Δαδιά
Το καμμένο δάσος στη Δαδιά
Athanasios Gioumpasis via Getty Images

Η καταστροφή στο δάσος της Δαδιάς ήταν ένα αναμενόμενο αποτέλεσμα καθώς συνδυάστηκαν λάθη πολλών δεκαετιών. Η φετινή πυρκαγιά που συνεχίζεται για 17η ημέρα, ολοκληρώνει το καταστροφικό αποτέλεσμα της περσινής μεγάλης επίσης πυρκαγιάς. Δεν γνωρίζουμε ακόμα το συνολικό αποτέλεσμα, αλλά από τις πληροφορίες από την δασική υπηρεσία, την Εταιρεία Προστασίας Βιοποικιλότητας Θράκης αλλά και από όσα εμφανίζονται στα ΜΜΕ και στους χάρτες που δημοσιοποιούνται, φαίνεται ότι η καταστροφή είναι τεράστια και ότι δεν περιορίζεται μόνο στο δάσος της Δαδιάς αλλά εκτείνεται σε όλον τον νότιο Έβρο, από την Αλεξανδρούπολη έως το Σουφλί και δυτικά προς την Ροδόπη. Εκτιμάται ότι η έκταση της καμένης έκτασης πλησιάζει το ένα εκατομμύριο στρέμματα.

Η καταστροφή φέρνει στην επιφάνεια τα λάθη δεκαετιών:

Άγνοια για την σημασία του δάσους της Δαδιάς και της ευρύτερης περιοχής

Έχω ακούσει πολλές φορές δημοσιογράφους και άλλους να μιλάνε για το πόσο ωραίο είναι το δάσος Δαδιάς. Αυτό το δάσος όμως δεν είναι πιο ωραίο από άλλα δάση της Ελλάδας και δεν είναι μόνο δάσος. Εντός της έκτασης όπου αναπτύσσονται δάση τραχείας και μαύρης Πεύκης και περιμετρικά της, υπάρχουν μεγάλες ανοικτές εκτάσεις που είναι βοσκοτόπια ή καλλιέργειες. Αυτή η ποικιλία στο τοπίο είναι που κάνει την περιοχή σημαντική για τα πουλιά και μάλιστα την σημαντικότερη για τα αρπακτικά πουλιά στην Ευρώπη. Για τον λόγο αυτό χαρακτηρίστηκε τόπος Natura και το δάσος και οι ημιορεινές εκτάσεις του Νοτίου Έβρου. Αν και τα πουλιά είναι αυτά που φέρνουν τον τουρισμό δεν έχει δοθεί ιδιαίτερη σημασία. Αντιθέτως η Βούλγαροι δίπλα από τα σύνορα κάνουν το παν για να επεκταθούν και εκεί τα σπάνια είδη της Δαδιάς και προβάλλουν κάθε επιτυχία νέου φωλιάσματος.

Έλλειψη κατανόησης των λειτουργιών του οικοσυστήματος οδηγεί σε λάθη ή απουσία ολοκληρωμένης διαχείρισης

Καθώς το οικοσύστημα είναι αγροδασικό θα έπρεπε να διαχειρίζεται ως τέτοιο. Θα έπρεπε δηλαδή να διατηρείται η δομή του τοπίου που υπήρχε έως το 1970 ή το 1980, όταν ακόμα υπήρχε εκεί και ο γυπαετός και μεγάλος αριθμός γιδιών αλλά όχι τόσοι πολλοί δρόμοι, που έδωσε στην περιοχή αυτήν την βιοποικιλότητα.

Για να διατηρηθεί η αξία αυτή θα έπρεπε να παραμείνουν ανεπηρέαστα εκείνα τα τμήματα δάσους όπου φωλιάζουν οι μαυρόγυπες (ένα από τα δύο σημεία φωλιάσματος του είδους στην Ευρώπη). Καθώς αυτά τα μεγάλα πουλιά φωλιάζουν σε ψηλά πεύκα, που ξεπερνούν τον όροφο του δάσους ήταν αναγκαίο αυτά να διατηρηθούν και συνεπώς θα έπρεπε να γίνει το παν, για να διασφαλιστεί η πυροπροστασία των δύο πυρήνων του Εθνικού Πάρκου.

Γύρω όμως από τους πυρήνες και στον νότιο Έβρο υπάρχουν μεγάλες εκτάσεις με βοσκοτόπια και καλλιέργειες μαζί με λωρίδες δάσους στις ρεματιές και στις πιο επικλινείς ζώνες. Αυτές οι εκτάσεις θα έπρεπε να διατηρηθούν ανοικτές. Αυτό γίνεται με την βόσκηση από αιγοπρόβατα και με την διατήρηση των αρόσιμων καλλιεργειών. Αντί για αυτό όμως είχαμε την εφαρμογή προγραμμάτων δάσωσης γεωργικών γαιών και την δραματική μείωση της κτηνοτροφίας. Αντί δηλαδή το ελληνικό κράτος να στοχεύσει σε προγράμματα διατήρησης των λιβαδιών και των αρόσιμων εκτάσεων έκανε το ακριβώς αντίθετο, αν και υπήρχαν κοινοτικά κονδύλια και για τις δύο επιλογές. Έτσι το τοπίο έτεινε να ομογενοποιείται με συνέπεια τον περιορισμό των ειδών με τα οποία τρέφονται τα αρπακτικά πουλιά αλλά και την απουσία του ανθρώπου και την αύξηση της καύσιμης ύλης.

Αυτά τα ζητήματα είχαν επισημανθεί ήδη στην Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη για το δάσος της Δαδιάς που ολοκληρώθηκε το 1992. Συμμετείχα τότε ως ειδικός συνεργάτης αλλά οι προτάσεις για την διατήρηση της βόσκησης ή την εισαγωγή άγριων οπληφόρων, όπως τα ζαρκάδια και τα πλατώνια, δεν έγιναν ευνοϊκά δεκτά από συναδέλφους μελετητές ούτε από την δασική υπηρεσία. Οι δασολόγοι εκπαιδευόμενοι σχετικά με τα δάση συναντούν τη λιβαδική οικολογία μόλις στο τέταρτο έτος έχοντας ήδη μια προκατάληψη εναντίον της κτηνοτροφίας. Αυτή η προκατάληψη υπάρχει από την εποχή του Μεταξά, την δεκαετία του 30, όταν απαγορεύτηκαν τα αιγοπρόβατα σε ορισμένες περιοχές όπου υπήρχε υπερβόσκηση. Η αντίληψη αυτή όμως γενικεύτηκε και συνδυάστηκε με την τάση απαξίωσης των κτηνοτρόφων.

Στον οικολογικό χώρο επίσης ενσκήπτουν διάφορες ιδεοληψίες, όπως η ιδέα ότι η φύση θα ανακάμψει από μόνη της αν φύγει ο άνθρωπος από τα δάση και τα λιβάδια. Προφανώς είναι μια ενδιαφέρουσα ιδέα που απαιτεί όμως πολλές δεκαετίες ή και εκατονταετίες έως ότου αποκατασταθούν οι πλήρεις οικολογικές λειτουργίες, διότι τα οικοσυστήματα εμπεριέχουν και την πανίδα και κυρίως τα φυτοφάγα είδη που αποτελούν σημαντικό στοιχείο για τη διαμόρφωση του τελικού τοπίου.

Έλλειψη διαχείρισης στις αγροτικές και περιαστικές περιοχές

Γύρω από τις πόλεις και τα χωριά αλλά και μέσα στους οικισμούς, υπάρχουν ακαλλιέργητες εκτάσεις και οικόπεδα τα οποία κανονικά πρέπει να αποψιλώνονται πριν το καλοκαίρι. Υπάρχει μάλιστα υποχρέωση του ιδιοκτήτη να καθαρίζει το οικόπεδο. Αυτό όμως δεν γίνεται για πολλούς λόγους. Ο κυριότερος είναι ότι ο ίδιος ο δήμος δεν μπορεί να το στηρίξει. Αν είχαμε καταλάβει την σημασία μιας τέτοιας δράσης, οι καθαρισμοί θα γίνονταν συστηματικά κάθε χρόνο και μάλιστα θα ήταν ένα έργο μερικώς αυτοχρηματοδοτούμενο για τους δήμους. Τα χόρτα που κόβονται μπορούν να αποδειχθούν πολύτιμα με τη διαδικασία της κομποστοποίησης, ενώ τα κλαδιά μπορούν να θρυμματιστούν και να γίνουν καύσιμη ύλη όπως πέλετς και μπριγκέτες.

Αν και όλοι μιλάνε για την κλιματική αλλαγή σαν αποτέλεσμα της καύσης, τεράστιες ποσότητες κλαδιών, π.χ. από τους ελαιώνες και άλλες δεντροκαλλιέργειες καίγονται στα χωράφια, ενώ θα μπορούσαν να είναι καύσιμη ύλη και να συμβάλλουν στην τοπική οικονομία. Η συζήτηση για την χρήση της βιομάζας εξελίσσεται εδώ και 20 χρόνια αλλά δεν έχει ληφθεί κανένα μέτρο.

Αν οι δήμοι προχωρούσαν σε τέτοια προγράμματα θα μπορούσαν να επιβάλουν και τους κανόνες καθαρισμού των οικοπέδων και των εγγύτερων στους οικισμούς αγροτικών εκτάσεων. Η φωτιά δεν θα πλησίαζε τους οικισμούς και οι δυνάμεις της δασοπυρόσβεσης θα μπορούσαν να αφιερώσουν το χρόνο και την ενέργειά τους στα δάση. Αντί αυτού έχουμε τα τελευταία χρόνια, μετά το ολοκαύτωμα στο Μάτι, την προσπάθεια της πυροσβεστικής υπηρεσίας να σώζει τους οικισμούς και τους ανθρώπους και να αφήνει στα τη φωτιά να προχωρήσει προς το δάσος. Αν παρατηρήσουμε τις προσπάθειες της πυροσβεστικής τα τελευταία χρόνια θα δούμε ότι πάντα ανακόπτεται, την τελευταία στιγμή η πυρκαγιά, πριν τους οικισμούς και αφήνεται να εξελιχθεί στο δάσος.

Απαξίωση της δασικής υπηρεσίας

Η δασική υπηρεσία έχει αποψιλωθεί και έχει περιοριστεί ο ρόλος της. Η δασοπονία των πολλαπλών σκοπών στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Αυτό με το οποίο ασχολούνται τα δασαρχεία είναι η έγκριση ή η ανάθεση μελετών «διαχείρισης» του δάσους που έχουν σαν κύριο στόχο τις υλοτομίες. Παλαιότερα αυτή η υπηρεσία εκπονούσε τις μελέτες, επέβλεπε τις εργασίες, ενεργοποιώντας τον τοπικό πληθυσμό, και υλοποιούσε μια σειρά από έργα μέσα στα δάση. Στην πραγματικότητα βέβαια ποτέ δεν ασχολήθηκε με την προστασία της πανίδας.

Μια από τις λίγες εξαιρέσεις είναι η εκπόνηση και η εφαρμογή διαχειριστικής μελέτης στο δάσος της Δαδιάς, το 2016, που είχε σαν στόχο την διατήρηση των αρπακτικών πουλιών και αναγνώριζε τη σημασία των ανοιγμάτων στο δάσος. Η μελέτη αυτή υλοποιήθηκε σε μικρό μόνο βαθμό και μόνο πιλοτικά καθώς προφανώς δεν διατέθηκαν οι κατάλληλες πιστώσεις. Αν είχε υλοποιηθεί σε μεγαλύτερο βαθμό η ζημιά από την πυρκαγιά θα ήταν πολύ μικρότερη σε έκταση και ένταση.

Λάθη στην πυρόσβεση

Η ανάθεση της πυρόσβεσης αποκλειστικά στην πυροσβεστική ήταν νομίζω μια σωστή κίνηση. Αλλά ήταν μόνο το πρώτο βήμα. Το είδαμε αυτό στις μεγάλες φωτιές του 2007. Η πυροσβεστική ήταν ανεπαρκέστατη να παρέμβει στα δάση και οι φωτιές τότε, στην Πελοπόννησο, σβήστηκαν με την σημαντική βοήθεια από Γάλλους και Κύπριους δασοπυροσβέστες. Δυστυχώς όμως το παράδειγμα αυτών των δύο χωρών όπως και των Ρουμάνων πυροσβεστών δεν ενέπνευσε καμία πολιτική ηγεσία για να φτιάξει αντίστοιχα σώματα στην χώρα μας. Εδώ συζητάμε μόνο για εναέρια μέσα και ας γνωρίζουμε πολύ καλά ότι οι πυρκαγιές αναζωπυρώνονται την νύχτα, καθώς δεν υπάρχει παραδασόβιος πληθυσμός που θα ξενυχτήσει επεμβαίνοντας στις μικρές αναφλέξεις που γιγαντώνονται την ημέρα.

Ένα σημαντικό βήμα θα ήταν η δημιουργία ενός σώματος δασοπυροσβεστών, εντός της πυροσβεστικής, με κατάλληλο εξοπλισμό, αλυσοπρίονα κλπ. και με γνώση αντιμετώπισης των πυρκαγιών με δραστικές μεθόδους όπως το αντιπύρ (το κάψιμο δηλαδή μιας στενής ζώνης ώστε όταν την συναντήσει η φωτιά να σταματήσει εκεί).

Προς μια νέα αντίληψη

Οι πυρκαγιές θα πρέπει να αντιμετωπιστούν από την χώρα μας όπως και η περίπτωση των σεισμών. Για την περίπτωση των σεισμών, υπάρχουν ολοκληρωμένα προγράμματα και κανόνες πρόληψης - αντισεισμικής προστασίας. Το ίδιο πρέπει να γίνει και με τις πυρκαγιές, διότι εκτός των άλλων οι πυρκαγιές στα πεύκα είναι πάντα αναμενόμενες. Πρέπει να αναπτυχθεί ένα μεγάλο πρόγραμμα πρόληψης, σε εθνικό επίπεδο με εξειδίκευση σε τοπικά στο οποίο να μετέχει η πυροσβεστική, η δασική υπηρεσία, οι δήμοι και ο ΟΦΥΠΕΚΑ, ο οργανισμός που διαχειρίζεται τις προστατευόμενες περιοχές.

Το Εθνικό Πάρκο της Δαδιάς, δεν θα πάψει να είναι προστατευόμενη περιοχή, όπως ακούγεται από διάφορους αφελείς. Οι τόποι Natura δεν αποχαρακτηρίζονται, αντιθέτως η πολιτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση τείνει στην αποκατάσταση. Η χώρα και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν υποχρέωση για την διατήρηση των ειδών για τα οποία η περιοχή έχει χαρακτηριστεί ως τόπος Natura. Ακόμα και αν έχουν καεί φωλιές αρπακτικών πουλιών το κράτος έχει υποχρέωση αποκατάστασης, ακόμα και με ακραία μέτρα όπως με τοποθέτηση τεχνητών φωλιών, έως ότου το δάσος ανακάμψει.

Τα πεύκα θα ανακάμψουν σχετικά γρήγορα και πρέπει να βασιστούμε στα λίγα άκαυτα σημεία για να διατηρήσουμε τα σπάνια είδη της περιοχής. Ο σχεδιασμός όμως πρέπει να γίνει άμεσα και όχι μόνο για το δάσος. Θα πρέπει να αφορά και τις αγροτικές και αγροδασικές εκτάσεις που το περιβάλλουν.

Δημοφιλή