Ιστορίες μιας ζωής από τον Ροβήρο Μανθούλη/
.
.
.

Θέλω να ευχαριστήσω όλους τους συναδέλφους, ιδιαίτερα τους σκηνοθέτες, για το Αφιέρωμα. Πρέπει να πω ότι ήταν μια από τις μεγαλύτερες συγκινήσεις που έχω νιώσει.

Στην Ελλάδα τουλάχιστον έχω συνδεθεί με ότι καλύτερο υπάρχει στον χώρο του κινηματογράφου και σε ότι άλλο αποτελεί γνήσιο φορέα ντοκουμέντου.

Οι συγκινήσεις που δοκιμάζει ένα αεικίνητο άτομο, όπως ένας σκηνοθέτης, δεν είναι λίγες. Οι οποίες βέβαια σε καθιστούν όλο και πιο υπεύθυνο άτομο. Γιατί στο κάτω-κάτω και η δική σου μοίρα είναι να συγκινείς όλους τους άλλους!

Οι δικές μου συγκινήσεις – θα το έλεγα καλύτερα μεγάλες στιγμές - ζωγραφίζουν τα σκαλοπάτια ενός «δημόσιου βίου», ένα είδος ταυτότητας που εξηγεί τα βήματά σου και τα ίχνη που αφήνουν πίσω τους. Ίχνη για τα οποία ευθύνεται βέβαια και η τύχη αν όχι η μοίρα.

«Σκαλοπάτια» είναι και ο προφητικός τίτλος της πρώτης μου –νεανικής! – συλλογής ποιημάτων. Δεν ξέρω αν άρεσαν στους κριτικούς, μάλλον δεν ήταν κακές λόγω ίσως της ηλικίας του ποιητή. Ήμουν 18 ετών!

Μάλιστα ένας σε μια εφημερίδα της ελληνικής παροικίας της Κωνσταντινούπολης, που δεν έμοιαζε να είναι εξοικειωμένη με την λογοτεχνία, έγραψε: Σας αφήνω να διαβάσετε αυτό το ποίημα και να μου πείτε την γνώμη σας»!

Και μια πού μιλάμε για τα Ανατολικά μας σύνορα βιάζομαι να αναφέρω την συγκίνηση που δοκίμασα από μια σπάνια χειρονομία, την φωτογράφηση μιας μικρής βαρκούλας στο Αιγαίο γεμάτη από μετανάστες, την οποία συνοδεύει τιμητικά ένα δελφίνι. Με τα δελφίνια “εχω μια ιδιαίτερη επικοινωνία για την οποία θα σας μιλήσω μια άλλη φορά.

Δεν ξέρω τι να πρωτοπώ. Το μέγα πάντως κλάμα θα το κάνεις για την πατρίδα σου. Για την δική σου Ιθάκη, ως άλλος Οδυσσέας.

Σεπτέμβριος 1949. Μπαρκάρω για την Αμέρικα. Το «Νέα Ελλάς» ξεκινάει και όταν αφήσει πίσω του την Πελοπόννησο, ακούμε το μεγάφωνο να λέει: «Αυτήν τη στιγμή αφήνουμε πίσω μας τα σύνορα της Ελλάδας». Ποτέ δεν είδα εκατοντάδες ανθρώπους να ξεσπάνε όλοι μαζί σε ένα βροντερό κλάμα. Μαζί κι’ εγώ!

Κάτι ανάλογο θα συμβεί το 1952, όταν ο πατέρας μου ήρθε στη Αμερική να ελέγξει κάποια τρακτέρ που αγόρασε η εταιρεία στην οποία εργαζόταν.

Όταν ήταν να επιστρέψει στην Ελλάδα τον συνόδευσα στο λιμάνι της Νέας Υόρκης όπου τον περίμενε το «Νέα Ελλάς»! Στο κατάστρωμα εί χε εγκατασταθεί μια ορχήστρα. Μόλις σφύριξε η αναχώρηση και το πλοίο σήκωσε άγκυρα, άρχισε να παίζει η ορχήστρα. Το λιμάνι ολόκληρο ξέσπασε σε κλάμα. Απερχόμενοι και απομείναντες. Έκλαιγαν και οι μουσικοί!

Είχε προηγηθεί μια άλλη συγκίνηση πατέρα και γιού. Ο Κυρ Αλέκος πριν φύγει ήρθε να με δει στο Πανεπιστήμιο . Γνώριζα ότι είχε ΄ένα δερματολογικό πρόβλημα που που έπρεπε να εγχειριστεί. Τον έπεισα να κάνει την επέμβαση στο νοσοκομείο του Πανεπιστημίου, στο οποίο και εργαζόμουν τα μεσημέρια.

Η δουλειά μου ήταν μ’ ένα καροτσάκι να πηγαίνω τον δίσκο με το μεσημεριανό φαγητό στους ασθενείς του νοσοκομείου. Και βέβαια πήγαινα και τον δίσκο στο κρεβάτι του πατέρα μου! Τις δυο μέρες που έμεινε. Δεν ξέρω ποιος ένιωθε μεγαλύτερη συγκίνηση εγώ ή ο πατέρας μου...

Ετσι κι αλλιώς η ξενιτιά είναι από μόνη της μια πληγή.

Και όταν τα Χριστούγεννα αδειάζει το πανεπιστήμιο και μένεις μόνος στο κρεβάτι σου και ακούς από το ραδιόφωνο τους χιλιάδες Νεοϋορκέζους που γιορτάζουν στο Times Square.

Και όταν η Χούντα σε εξορίζει στο εξωτερικό και φυσικά με τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου.

Μην μου πείτε για τα φεστιβάλ και τις βραβεύσεις. Ελάχιστα είναι αυτά που σου θυμίσουν τα Εξάρχεια, το Στρέφι και τον Λυκαβηττό.

Εκτός όταν ο ταξιτζής του Φεστιβάλ της Μόσχας, μετά την προβολή της ταινίας μου και ενώ με πηγαίνει στο αεροδρόμιο με ρωτάει από πού είμαι. Του λέω Έλληνας. «Μανώλης Γλέζος!» φωνάζει.

Έχω ζήσει και κάποιες ψυχικές αναστατώσεις με αφίξεις και αναχωρήσεις λίαν ανεπιθύμητες.

Στη γειτονιά μου είχαμε ένα οικόπεδο που έβλεπε στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Εκεί κρυμμένοι και φοβισμένοι είδαμε τον Απρίλιο του 1941 τα γερμανικά τανκς να μπαίνουν στην Αθήνα και, το 1944, να φεύγουν.

Στο μεταξύ δεν έλειψαν οι αφόρητες συγκινήσεις της Κατοχής.

Θα αναφέρω μόνο μία, την πιο αφόρητη για μένα.

1943. Ακούω ότι οι Γερμανοί κρέμασαν τρεις φοιτητές αντιστασιακούς σε μια πλατεία κοντά στο Σχολείο μας. Πήγα να τους δω. Να συμπαρασταθώ στη γενική θλίψη; Κακώς ίσως. Γιατί οι Γερμανοί αυτό ήθελαν να τους επιδείξουν.

Πήγα γιατί είχα γίνει μέλος μιας αντιστασιακής ομάδας Νέων στο σχολείο μας.

Οι περισσότεροι θεατές ήταν Γερμανοί και ένοπλοι των Ταγμάτων Ασφαλείας.

Πέρασαν τα χρόνια και το 1997 ετοιμάζω ένα ντοκιμαντέρ με σκηνές από την Κατοχή.

Φιλμικά ντοκουμέντα δεν βρήκα και ψάχνω για φωτογραφικά. Και μάλιστα βρίσκω ένα για τους τρεις απαγχονισμένους φοιτητές.

Ζουμάροντας για να πάω πιο κοντά, βλέπω τον εαυτό μου! Στο βάθος, με κοντά παντελόνια και τα χέρια στις τσέπες.

Η Μοίρα; Η οποία έχει ανάγκη από δάκρυα;

Δημοφιλή