Θοδωρής Καλλιφατίδης: Η καθαρή καρδιά είναι η ευτυχία, τα υπόλοιπα είναι στιγμές

Ο πολυβραβευμένος συγγραφέας στη HuffPost με αφορμή το νέο βιβλίο του «Η πολιορκία της Τροίας».
Θοδωρής Καλλιφατίδης
Θοδωρής Καλλιφατίδης
commons wikimedia

«… Αυτά σκεφτόταν η Ελένη όλη τη νύχτα και δεν κατάφερε να κοιμηθεί. Με το πρώτο φως της ημέρας σηκώθηκε, έκανε ένα μπάνιο, φόρεσε ένα μακρύ λινό φόρεμα σαν σάβανο και μάζεψε τα πλούσια μαλλιά της σε κότσο, έτσι που ο λαιμός της ήταν γυμνός. Ήταν η κόμμωση του δήμιου. Τον περίμενε. Ο Μενέλαος δεν θα τη συγχωρούσε. Κι αν τη συγχωρούσε ο Μενέλαος, δεν θα τη συγχωρούσαν οι Τρώες. Έριξε μια ματιά στον καθρέφτη και βγήκε στην πλατεία. Και μόνο αυτό ήταν ένας άθλος. Να αντέξει τις ματιές του κόσμου. Η μόνη Ελληνίδα, η ξένη που ήταν αιτία όλων των κακών...»

Απρίλης του 1944. Σε ένα μικρό ελληνικό χωριό υπό γερμανική κατοχή καταφτάνει από την Αθήνα η καινούρια δασκάλα, «μια νέα γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα και λεπτή σαν φλόγα από κεράκι». Και τότε, ένας κρυφός έρωτας αρχίζει να τρώει τα σωθικά ενός έφηβου μαθητή της. Όταν οι Εγγλέζοι βομβαρδίζουν το χωριό για να καταστρέψουν το πρόχειρο αεροδρόμιο που έχουν φτιάξει εκεί οι Γερμανοί, η νεαρή δασκάλα καταφεύγει με τους μαθητές της σε μια κοντινή σπηλιά. Υπό τον ήχο των σειρήνων, μέσα στο μισοσκόταδο, αρχίζει να λέει στα παιδιά μια ιστορία για έναν άλλο πόλεμο, τότε που οι Έλληνες πολιορκούσαν την Τροία. Αφηγείται ηρωικές μάχες, κακουχίες και απώλειες, δίνει φωνή σε πολιορκητές και πολιορκημένους, μιλά για την αγωνία και τον φόβο, αλλά και για την Ελένη, όταν πια στέκεται θλιμμένη στα τείχη της Τροίας για να δει τη μονομαχία του Πάρη με τον Μενέλαο, ξέροντας πως, ό,τι κι αν συμβεί, εκείνη θα χάσει.

Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς στη Σουηδία, αν όχι ο σημαντικότερος εν ζωή. Με περισσότερα από σαράντα βιβλία τα οποία έχουν μεταφραστεί σε είκοσι γλώσσες (μυθιστορήματα, ταξιδιωτικά δοκίμια, ποιητικές συλλογές, θεατρικά έργα, κινηματογραφικά σενάρια), βραβευμένος με το Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος της Σουηδίας (1981), το Βραβείο Τιμής της Στοκχόλμης (1992) και το Ελληνικό Κρατικό Βραβείο Μαρτυρίας-Βιογραφίας-Χρονικού και ταξιδιωτικής Λογοτεχνίας (2013), ο διεθνής Θοδωρής Καλλιφατίδης είναι ένας Έλληνας με δύο πατρίδες, ένας συγγραφέας που στοχάζεται και γράφει σε δύο γλώσσες.

Γεννημένος το 1938 στους Μολάους Λακωνίας, γιος δασκάλου από τον Πόντο, μετακόμισε το 1946 μαζί με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου και αποφοίτησε από το 5ο Γυμνάσιο Αρρένων. Σπούδασε υποκριτική στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν με συμμαθητές -και επιστήθιους φίλους- τον Γιάννη Φέρτη και τον Διαγόρα Χρονόπουλο και αφού εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις το 1963, μετανάστευσε στη Σουηδία -όχι, η αρχή δεν ήταν εύκολη. Σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης και αργότερα δίδαξε στην ίδια σχολή, για να αφιερωθεί στη συνέχεια στη λογοτεχνία.

Με αφορμή το νέο μυθιστόρημα του «Η πολιορκία της Τροίας» (εκδόσεις Πατάκη), όπου αναδιηγείται την Ιλιάδα, εν προκειμένω την πολιορκία ενός χωριού παράλληλα με την πολιορκία της Τροίας -«ήθελα να γράψω για ανθρώπους, όχι για θεούς και ήρωες και γυναικεία σύμβολα όπως η Ωραία Ελένη»- ο Θοδωρής Καλλιφατίδης απαντά στις ερωτήσεις της HuffPost.

Και μιλά για τη βαρβαρότητα του πολέμου, το «θάρρος και την απελπισία» του νεαρού άνδρα που υπήρξε όταν σε ηλικία 25 ετών έφυγε από την Ελλάδα, τη μνήμη «που δεν είναι πάντα αντικειμενική», αλλά και την ευτυχία.

-Μιλώντας σε μία εκδήλωση στην Αθήνα πριν από μερικά χρόνια, είχατε πει ότι την πρώτη φορά που ακούσατε Όμηρο -μία από τις σημαντικότερες επιρροές σας-, μαθητής του γυμνασίου ακόμη, σας είχε εντυπωσιάσει τόσο η γλώσσα του ποιητή ώστε την περιγράψατε σαν το πέταγμα ενός χρυσαετού. Υποθέτω ότι γράφοντας την «Πολιορκία της Τροίας» επανήλθατε στην Ιλιάδα. Με την πρώτη εκείνη εφηβική συγκίνηση;

Διάβασα φυσικά την Ιλιάδα από την αρχή και η γλώσσα του Ομήρου ήταν και παραμένει ένας χρυσαετός και η πρώτη απόφαση που πήρα ήταν να μη συναγωνιστώ μαζί της, αλλά να γράψω το βιβλίο μου στη δική μου γλώσσα και βασισμένο σε δικές μου εμπειρίες.

“Αλλά ούτε και το να είσαι αυτόπτης μάρτυρας αυτόματα δίνει μεγαλύτερη σαφήνεια και ακρίβεια. Σαν συγγραφέας πρέπει πάντα να υποψιάζεσαι ότι ο εαυτός σου σού κάνει πλάκα.”

Αντίθετα με την νεανική εντύπωση έβλεπα όμως την σοφία του ποιητή, αυτό που έλεγε και ήθελε να πει. Τη βαρβαρότητα του πολέμου. Επιπλέον ήθελα να γράψω για ανθρώπους, όχι για θεούς και ήρωες και γυναικεία σύμβολα όπως η Ωραία Ελένη.

-Ο δεκαπεντάχρονος ήρωα σας, ο οποίος ζει την πολιορκία του χωριού του από τους ναζί, είναι γιος δασκάλου όπως εσείς, που οι Γερμανοί έχουν πιάσει τον πατέρα του, όπως είχαν συλλάβει τον δικό σας πατέρα. Πόσα αυτοβιογραφικά στοιχεία υπάρχουν στην «Πολιορκία της Τροίας», μία ιστορία γραμμένη ούτως ή άλλως, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση;

Μου είναι αδύνατο να γράψω χωρίς να είμαι ολόκληρος μέσα στο βιβλίο μου, είτε εντελώς φανερά, είτε πίσω από άλλα πρόσωπα, γυναίκες κι άντρες. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες γιατί δεν έχουν σημασία. Άλλοτε είμαι ο Αγαμέμνονας, άλλοτε η δασκάλα που αφηγείται την ιστορία, άλλοτε η Ελένη κι άλλοτε ο Μενέλαος.

-Όπως ο Όμηρος που αφηγείται την πολιορκία της Τροίας εκκινώντας από τα γεγονότα μίας μικρής χρονικής περιόδου στον δέκατο χρόνο του πολέμου, πενήντα ημέρες πριν από την άλωση της πόλης, έτσι και εσείς αρχίζετε την αφήγηση από τον Απρίλη του 1944, λίγους μήνες πριν από την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων. Γιατί επιλέξατε τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή για την ιστορία σας, όταν «οι ξένοι στρατιώτες δεν ήταν πια τόσο ξένοι και λιγόστευαν κάθε μέρα», όπως γράφετε;

Αυτή τη συγκυρία δεν την έχω σκεφτεί, αλλά έχετε δίκιο. Φαντάζομαι ότι όταν άρχισαν οι βομβαρδισμοί του χωριού ήταν και είναι μια από τις πιο δραματικές αναμνήσεις μου από εκείνα τα χρόνια. Και μού πρόσφεραν και μια άμεση αρχή της ιστορίας που ήθελα να πω.

-Υπάρχει ελπίδα για μια ζωή χωρίς πολέμους, έστω σε ένα πολύ μακρινό μέλλον;

Δεν ξέρω φυσικά τι μπορεί να γίνει στο μέλλον αλλά χωρίς την ελπίδα και την πίστη σε ειρηνικές λύσεις η ζωή μας θα ήταν ακόμα πιο δύσκολη.

-Είστε ένας Οδυσσέας που τόλμησε να αναζητήσει την τύχη του στην άλλη άκρη της Ευρώπης, φεύγοντας από την πατρίδα χωρίς καν να γνωρίζει τη γλώσσα της χώρας που θα τον υποδεχόταν, μπαίνοντας σε ένα τρένο για το άγνωστο. «Ήρθαμε εδώ λίγο πολύ ως ναυαγοί», έχετε πει, αναφερόμενος στους Έλληνες που πήγατε στη Σουηδία στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Κοιτάζοντας πίσω, τι σκέπτεστε για τον νεότερο εαυτό σας, εκείνον τον 25χρονο άνδρα;

Μού κάνει εντύπωση τόσο το θάρρος του όσο και η απελπισία του. Από την άλλη μεριά η μετανάστευση πάντα ήταν μια λύση. Από την αρχαιότητα. Επιπλέον είχα εκείνες τις αρετές που μας έλεγαν ότι διακρίνουν τους Έλληνες. Ήμουν φιλομαθής, πρόθυμος να δουλέψω, είχα φιλότιμο. Αποδείχτηκε ότι αυτά αρκούσαν.

-Εάν ένα από τα παιδιά σας βρισκόταν στην κατάσταση που βρεθήκατε εσείς τότε, σε μια πατρίδα που δεν έδινε κανένα μέλλον, θα κάνατε ό,τι και ο πατέρας σας; Θα του λέγατε να φύγει;

Ναι, είμαι βέβαιος. Δεν έχει νόημα να κουβαλάς τις αλυσίδες μια ζωή.

-Το πιο πρόσφατο ταξίδι σας στην Ελλάδα, πότε, με ποιά αφορμή έγινε;

Μόλις είχε βγεί το βιβλίο μου «Ακόμα μια ζωή» στο προηγούμενο εκδότη μου Σάμη Γαβριηλίδη που έφυγε τόσο ξαφνικά.

-Πώς είναι τα καλοκαίρια στο νησί Γκότλαντ της Βαλτικής, που αποκαλείτε «Η Ελλάδα μου στη Σουηδία»;

Τα καλοκαίρια εκεί για μένα είναι μήνες εργασίας αλλά με πιο άνετο ρυθμό. Δουλεύω με την ησυχία μου, θα έλεγα. Κάνω βόλτες, πηγαίνω σε καμιά ακρογιαλιά, άλλοτε μόνος, άλλοτε με τη γυναίκα μου. Αυτό είναι όλο. Α, και διαβάζω. Και Ελληνική λογοτεχνία. Υπάρχει ταλέντο στην Ελλάδα. Μόλις τελείωσα το θαυμάσιο βιβλίο «Διηγήσεις» του Θεόδωρου Γρηγοριάδη και το επίσης θαυμάσιο βιβλίο της Μαρίας Μήτσορα «Η κυρία Τασία και ο Γουλιέλμος Καταβάθος».

-Περίπου εξήντα χρόνια τώρα, παρακολουθείτε την Ελλάδα από τη Σουηδία. Αναρωτιέμαι εάν βλέπει κανείς πιο καθαρά όταν κοιτάζει τα πρόσωπα και τα πράγματα από απόσταση, χωρίς το καθημερινό βίωμα.

Μπορεί να είναι έτσι, μπορεί να είναι και το αντίθετο. Η μνήμη μας δεν είναι πάντα αντικειμενική. Η νοσταλγία ωραιοποιεί, η απόσταση θολώνει.

Αλλά ούτε και το να είσαι αυτόπτης μάρτυρας αυτόματα δίνει μεγαλύτερη σαφήνεια και ακρίβεια. Σαν συγγραφέας πρέπει πάντα να υποψιάζεσαι ότι ο εαυτός σου σού κάνει πλάκα.

-Γιατί έχουμε ανάγκη τις ιστορίες, κύριε Καλλιφατίδη; Γιατί από παιδιά απολαμβάνουμε να ακούμε, να διαβάζουμε, να βλέπουμε ιστορίες -από τις αφηγήσεις στις συντροφιές με φίλους, μέχρι τα βιβλία, το σινεμά και το θέατρο;

Γιατί όλοι χρειαζόμαστε μια ζωή ακόμα. Η λογοτεχνία μάς δίνει αυτή την δυνατότητα, αλλά και οι άλλες τέχνες. Η γιαγιά μου με έβαζε να της διαβάζω βίους Αγίων. Τι θαυμάσιες ιστορίες. Πόσο με γέμιζαν με πόθο και πάθος και με τα χρόνια απόσταση. Και η ζωή μας μια ιστορία είναι που άλλοτε την λέμε εμείς κι άλλοτε την λένε άλλοι.

-Τι είναι τελικά, η ευτυχία;

Η καθαρή καρδιά είναι η ευτυχία. Τα υπόλοιπα είναι στιγμές.

Δημοφιλή