antilepse

Ποιος, άλλωστε, μπορεί να μετρήσει τον άνθρωπο; Να τον μετρήσει ως συναισθηματική ατομική οντότητα και στη συνέχεια να συναθροίσει τα αποτελέσματα της μέτρησης του συνόλου των ατομικοτήτων μιας κοινωνίας και να τα μετατρέψει σε απόλυτους αριθμούς, μέσους όρους και τάσεις; Και ποιος μπορεί να γνωρίζει με απόλυτη βεβαιότητα αν οι μετρήσεις των πεποιθήσεων του χτες θα συμφωνούν με αυτές του σήμερα ή του αύριο; Άλλωστε εμείς οι άνθρωποι, οι πολίτες κάθε τόπου, είμαστε όντα ευμετάβλητα, όπως πολύ εύστοχα έχει πει η συγγραφέας Αικατερίνη Τεμπέλη λέγοντας πως «...είμαστε κάποιες φορές ένα δημόσιο χαμόγελο και μια ιδιωτική κραυγή, ταυτόχρονα!».
Ένας παλιός μου Διοικητής, τη δεκαετία του 1980, συνήθιζε να λέει στην αναφορά της Μονάδος ότι η εύρυθμη λειτουργία του στρατεύματος στηρίζεται στο επιμελημένο «πρωινό στρώσιμο» των κρεβατιών των στρατευσίμων. Αδιανόητη και λίγο «γραφική» φαίνονταν για όλους εμάς τους ενθουσιώδεις νεαρούς ανθυπολοχαγούς η καθημερινή του επισήμανση-υπενθύμιση. Με τη νεανική τότε ορμή που μας διέκρινε, εστιάζαμε στην πολεμική προπαρασκευή των ανδρών μας (δεν είχαμε τότε ακόμη γυναίκες στο στράτευμα) και τα υπόλοιπα μας φαίνονταν ανούσιες διαδικασίες ρουτίνας, ενίοτε δε ασήμαντες και χρονοβόρες.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι η ερμηνεία που δίνουμε στα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω μας, και σε εμάς προσωπικά, στις επιτυχίες και στις αποτυχίες δικές μας και τρίτων, καθορίζει και τις επόμενες κινήσεις μας, την πορεία μας. Η επιτυχία αν τη δούμε ως προϊόν συστηματικής και σκληρής προσπάθειας ενεργοποιεί. Η αποτυχία αν την ερμηνεύσουμε ως μία αφορμή για να μάθουμε και να προσαρμόσουμε τη στρατηγική μας διορθώνοντας τα αδύναμα σημεία επίσης ενεργοποιεί.
Γιατί βάζουμε πάντα το ατομικό συμφέρον πάνω από το συλλογικό; Σαν κοινωνία, σαν πολίτες, σαν πρόσωπα, σαν καταναλωτές. Σε όλα. Ακόμα και τώρα θα αναρωτηθεί κάποιος; Ναι, ακόμα και τώρα μετά από 6 συναπτά έτη μνημονίων και σφικτής οικονομικής πολιτικής. Σε μια κοινωνία η ιεράρχηση των προτεραιοτήτων την καθορίζει. Αλλά και η ιεράρχηση του καθενός από εμάς. Ποιος είναι ο διαχωρισμός που κάνουμε σήμερα; Διαχωρίζουμε το ατομικό, το στενό, του εαυτού μας το συμφέρον από το συλλογικό, της κοινότητας, της κοινωνίας.
Είμαστε στον τόπο, αλλά στη μέση-μέση της οικουμένης και το κάθε εδώ αναφέρεται στο παγκόσμιο. Ο χρόνος χάνει τη γραμμικότητά του. Η κλασική αντίληψη της αρχής, του τέλους και στην ενδιάμεση ευθεία πορεία ο χρόνος με το παρόν του είναι πλέον εξαιρετικά αδύναμη και αναντίστοιχη του γίγνεσθαι. Τι μπορεί να χωρέσει και τι μπορεί να ερμηνεύσει ένα τέτοιο άνυσμα; Μόνο τη μερικότητα. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον είναι πλέον έννοιες εξόχως περιοριστικές και αδυνατούν να χωρέσουν την εκρηκτική δυναμική.
Ο τόπος μας τα έχει αυτά. Να ταλαντεύεται από την απόλυτη ακαμψία κανόνων και νομοθετημάτων στην απόλυτη ανομία. Πολεοδομικοί, δασικοί και αρχαιολογικοί κανόνες εξαιρετικά αυστηροί και άκαμπτοι, που συνήθως καταλήγουν σε νομιμοποιήσεις αυθαιρέτων μέσα στο δάσος ή και εντός αρχαιολογικού χώρου. Κανόνας και χάος. Ή καλύτερα ο κανόνας που οδηγεί αναπότρεπτα στο χάος. Λογικό. Αυτή είναι η συλλογική μας «εκπαίδευση». Από τον πολιτικό αυταρχισμό που επικράτησε για πολλές δεκαετίες μέχρι και την πτώση της χούντας, η Ελλάδα εκτινάχθηκε στην απόλυτη ανομία που κατακυριάρχησε αμέσως μετά.
Η αίσθηση του δικαιώματος, λοιπόν, είναι πράγματι εσφαλμένη για το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων που την έχουν, διότι στην πραγματικότητα δεν αξίζουν ό,τι ή όσο πιστεύουν πως αξίζουν. Δεν έχουν αναπτυγμένο το γνῶθι σαὐτόν δηλαδή, είτε λόγω λόγω στρεβλής αντίληψης των δικών τους χαρακτηριστικών, είτε λόγω αδυναμίας αναγνώρισης των χαρακτηριστικών του περιβάλλοντός μέσα στο οποίο δραστηριοποιούνται/εργάζονται/ζουν.
Η πρώτη διαθέσιμη πολιτική είναι εκείνη που ασκήθηκε στον τόπο από το 2010 μέχρι την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία τον Ιανουάριο του 2015. Μια πολιτική άκρως νεοφιλελεύθερη, χωρίς αντιστάσεις και διεκδικήσεις, χωρίς καμία απολύτως πρόνοια για προστασία των χαμηλών και μικρομεσαίων εισοδημάτων, πλήρως υποταγμένη στις διαστάσεις, στα μέτρα και τα όρια που έθεταν οι δανειστές. Η πολιτική αυτή απέτυχε και μαζί της απέτυχαν και οι πολιτικοί σχηματισμοί που την εξέφραζαν και συνεχίζουν να την εκφράζουν, χωρίς καμία συστολή και αίσθηση της κοινωνικής αναγκαιότητας και του πολιτικού momentum.