Ανεξέλεγκτη παραπληροφόρηση στα social media - Οι τακτικές που χρησιμοποιούνται εναντίον σας

Πώς κυβερνήσεις, τρολ, καιροσκόποι και κερδοσκόποι εκμεταλλεύονται το διαδίκτυο για να διαδώσουν αμφισβητούμενο περιεχόμενο.
Open Image Modal
NurPhoto via Getty Images

Ο πόλεμος της πληροφορίας αφθονεί στην εποχή που ζούμε και όλοι στο διαδίκτυο, ιδίως στα social media, έχουν στρατολογηθεί, είτε το γνωρίζουν είτε όχι.

Η ψευδής πληροφόρηση (disimformation), σύμφωνα με το The Conversation, δημιουργείται σκόπιμα με παραπλανητικό περιεχόμενο που διαδίδεται για ιδιοτελείς ή κακόβουλους σκοπούς. Σε αντίθεση με την παραπληροφόρηση (misinformation), η οποία μπορεί να κοινοποιείται από λάθος ή με καλές προθέσεις, η ψευδής πληροφόρηση στοχεύει να σπείρει δυσπιστία, να αποσταθεροποιήσει θεσμούς, να δυσφημήσει καλές πράξεις, να λοιδορήσει αντιπάλους και να αποκαθηλώσει πηγές γνώσης, όπως η επιστήμη και η δημοσιογραφία.

Open Image Modal
via Associated Press

Πολλές κυβερνήσεις συμμετέχουν σε τέτοιου είδους εκστρατείες. Για παράδειγμα, η ρωσική κυβέρνηση έχει χρησιμοποιήσει εικόνες διασημοτήτων για να προσελκύσει την προσοχή του κοινού στην αντι-ουκρανική προπαγάνδα. Η Meta, μητρική εταιρεία του Facebook και του Instagram, προειδοποίησε στις 30 Νοεμβρίου 2023 ότι η Κίνα έχει εντείνει ανάλογες δραστηριότητες.

Το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο και ο πληροφοριακός πόλεμος έχει ασκηθεί από πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, αλλά το διαδίκτυο δίνει στις εκστρατείες αυτές πρωτοφανή εμβέλεια. Ξένες κυβερνήσεις, τρολ του διαδικτύου, εγχώριοι και διεθνείς εξτρεμιστές, καιροσκόποι κερδοσκόποι και ακόμη και πληρωμένες υπηρεσίες παραπληροφόρησης εκμεταλλεύονται το διαδίκτυο για να διαδώσουν αμφισβητούμενο περιεχόμενο.

Περίοδοι εμφύλιων αναταραχών, φυσικών καταστροφών, υγειονομικών κρίσεων και πολέμων πυροδοτούν το άγχος και το «κυνήγι» της πληροφορίας, το οποίο εκμεταλλεύονται αυτοί που παράγουν την παραπληροφόρηση.

Υπάρχουν ορισμένα σημάδια που μαρτυρούν παραπληροφόρηση και επικίνδυνο λόγο, όπως υπάρχουν και συγκεκριμένες τακτικές που χρησιμοποιούν οι «πράκτορες» της παραπληροφόρησης.

Είναι απλά ένα αστείο

Η λεγόμενη hahaganda (haha propaganda) είναι μια τακτική στην οποία οι παραπληροφορητές χρησιμοποιούν memes και άλλα χιουμοριστικά μέσα για να υποτιμήσουν σοβαρά ζητήματα, να επιτεθούν σε άλλους ή να εκτρέψουν την ευθύνη.

Αυτή η προσέγγιση παρέχει μια εύκολη άμυνα: Αν αμφισβητηθούν, οι πράκτορες της παραπληροφόρησης μπορούν να πουν «δεν μπορείς κάποιος να κάνει ένα αστείο;», κάτι που συχνά ακολουθείται από κατηγορίες για υπερβολική πολιτική ορθότητα.

Σσσς… πες το σε όλους

Η διάδοση φημών είναι μια τακτική στην οποία οι ενορχηστρωτές της σκόπιμης παραπληροφόρησης ισχυρίζονται ότι έχουν αποκλειστική πρόσβαση σε μυστικά που υποτίθεται ότι αποκρύπτονται εσκεμμένα. «Θα το ακούσετε/διαβάσετε μόνο εδώ» είναι η φράση που χρησιμοποιούν κατά κόρον, υπονοώντας ότι οι άλλοι δεν είναι πρόθυμοι να αποκαλύψουν την υποτιθέμενη αλήθεια. «Τα μέσα ενημέρωσης δεν θα το αναφέρουν» ή «Η κυβέρνηση δεν θέλει να το μάθετε» και «Δεν θα έπρεπε να σας το λέω αυτό…» είναι μερικές από τις ατάκες τους.

Open Image Modal
via Associated Press

Μάλιστα, παροτρύνουν τους χρήστες στα social media να διαδώσουν αυτές τις πληροφορίες με παραινέσεις του στυλ «αυτό να γίνει viral» ή «οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θα έχουν το θάρρος να το κοινοποιήσουν». Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να αναρωτηθεί κανείς πώς ένας τύπος στο διαδίκτυο θα μπορούσε να έχει λάβει τέτοιες «μυστικές» πληροφορίες και ποιο είναι το κίνητρό του όταν σας προτρέπει να τις αναπαράγετε.

«Ο κόσμος λέει»

Συχνά αυτού του είδους η παραπληροφόρηση δεν έχει πραγματικές αποδείξεις, επομένως οι αγγελιοφόροι της βρίσκουν ή δημιουργούν άτομα για να υποστηρίξουν τους ισχυρισμούς τους. Πρόκειται για πλαστοπροσωπία που μπορεί να πάρει πολλές μορφές. Οι πράκτορες της παραπληροφόρησης χρησιμοποιούν ανέκδοτα ως αποδεικτικά στοιχεία, ιδιαίτερα συγκινητικές ιστορίες από ευάλωτες ομάδες, όπως γυναίκες ή παιδιά κ.ά.

Ομοίως, μπορούν να διαδίδουν τις απόψεις «ανήσυχων πολιτών». Οι «ειδήμονες» του διαδικτύου προτάσσουν την κοινωνική τους ταυτότητα, λες και αυτή τους παρέχει την εξουσία να μιλήσουν για ένα θέμα. «Ως μητέρα…», «Ως βετεράνος…», «Ως αστυνομικός…» ξεκινούν τις προτάσεις τους.

Open Image Modal
franckreporter via Getty Images

Επίσης, άτομα που υποτίθεται ότι αλλάζουν από τη «λάθος» στη «σωστή» θέση, μπορεί να είναι ιδιαίτερα πειστικά, όπως π.χ μια γυναίκα που δήθεν έκανε έκτρωση αλλά το μετάνιωσε. Αυτοί οι άνθρωποι και οι υποτιθέμενες ιστορίες τους συχνά δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα ή μπορεί να εξαναγκαστούν ή και να πληρωθούν για να γράψουν κάτι τέτοιο.

Εάν οι άνθρωποι δεν επαρκούν, μπορεί να χρησιμοποιηθούν ψεύτικοι λογαριασμοί. Ορισμένοι είναι κατασκευασμένοι ενώ υπάρχουν και οι ψευτοειδικοί που παριστάνουν ότι κατέχουν σχετική γνώση για ένα αντικείμενο/θέμα αλλά δεν έχουν λάβει καμία εκπαίδευση επ’αυτού.

Συχνά, δε, οι πηγές αυτές επικαλούνται η μία την άλλη για να προσδώσουν αξιοπιστία στους ισχυρισμούς τους. Η Κίνα και η Ρωσία, για παράδειγμα, επικαλούνται τακτικά η μια τις εφημερίδες της άλλης.

Open Image Modal
via Associated Press

Επίσης, τα φερέφωνα της παραπληροφόρησης κλέβουν συχνά την αξιοπιστία από γνωστές πηγές ειδήσεων με τακτικές όπως το typosquatting -γνωστό και ως πειρατεία URL- κατά την οποία την δημιουργούν ιστοτόπους ή λογαριασμούς στα social media με όνομα (domain name) σχεδόν ίδιο με αυτό ενός νόμιμου οργανισμού.

Είναι όλα μια συνωμοσία

Τα συνωμοτικά αφηγήματα εμπλέκουν κάποια κακόβουλη δύναμη -για παράδειγμα, «το βαθύ κράτος» που βρίσκεται πίσω από κρυφές ενέργειες με στόχο να προκαλέσει ζημιά στην κοινωνία. Το ότι ορισμένες συνωμοσίες, όπως το σκάνδαλο Watergate, έχουν επιβεβαιωθεί συχνά προσφέρεται ως απόδειξη για την εγκυρότητα των νέων αβάσιμων συνωμοσιών.

Η κατασκευή μιας συνωμοσίας είναι ένα αποτελεσματικό μέσο για να υπενθυμίσει στους ανθρώπους να μην εμπιστεύονται κυβερνήσεις, επιστήμονες ή άλλες αξιόπιστες πηγές λόγω όσων έχουν συμβεί στο παρελθόν.

Open Image Modal
via Associated Press

 

Καλό εναντίον κακού

Η παραπληροφόρηση συχνά εξυπηρετεί έναν διττό σκοπό: να κάνει τον δημιουργό της να δείχνει καλός και τους αντιπάλους του να φαίνονται κακοί. Προς επίρρωση αυτού, παρουσιάζει ζητήματα ως μάχη μεταξύ καλού και κακού για να νομιμοποιήσει τη βία. Η Ρωσία αρέσκεται ιδιαίτερα στο να κατηγορεί άλλους ως κρυφοναζί, παιδόφιλους ή σατανιστές. Την ίδια ώρα, απεικονίζει τους στρατιώτες της να βοηθούν παιδιά και ηλικιωμένους.

Μαζί μας ή εναντίον μας;

Ενα άλλο αφήγημα που σκοπό έχει να προκαλέσει διχόνοια κάνει τον αναγνώστη να πιστέψει ότι έχει μόνο επιλογή ανάμεσα σε δύο αλληλοσυγκρουόμενες: καλό ή κακό, σωστό ή λάθος, κόκκινο χάπι ή μπλε χάπι. Το πραγματικό δίπολο που θέτουν είναι: «αποδέχεσαι την ″αλήθεια″ μας ή είσαι ″πρόβατο″».

Φυσικά, υπάρχουν πάντα περισσότερες επιλογές από αυτές που παρουσιάζονται και τα πράγματα πολύ σπάνια είναι «άσπρο ή μαύρο». Επιδίωξη, εν προκειμένω, είναι η φίμωση των αντίθετων απόψεων, οι οποίες βαφτίζονται «λάθος επιλογή».

 «Ναι, αλλά οι άλλοι...»

Το Whataboutism (σ.σ παραλλαγή λογικής πλάνης επιρρίπτοντας ευθύνες σε έναν αντίπαλο ή ανασκευάζοντας το επιχείρημά του) είναι μια κλασική τεχνική παραπληροφόρησης που χρησιμοποιούν κάποιοι για να εκτρέψουν την προσοχή από τα δικά τους λάθη, εστιάζοντας (ή επινοώντας) στα αδικήματα των άλλων.

Αυτοί οι ισχυρισμοί σχετικά με τις ενέργειες άλλων μπορεί να είναι αληθινοί ή ψευδείς, ωστόσο είναι άσχετοι με το υπό εξέταση θέμα. Τα πιθανά λάθη του παρελθόντος μιας ομάδας δεν σημαίνει ότι πρέπει να αγνοήσετε τα τρέχοντα λάθη μιας άλλης.

Open Image Modal
via Associated Press

Οι πράκτορες της παραπληροφόρησης εμφανίζουν επίσης συχνά την ομάδα τους ως το αδικημένο μέρος. Εμπλέκονται σε παραπληροφόρηση μόνο επειδή ο «εχθρός» τους παραπληροφορεί εναντίον τους, επιτίθενται μόνο για να αμυνθούν και η αντίδρασή τους είναι πρέπουσα ενώ αυτή των άλλων υπερβολική. 

Σε όλες αυτές τις παραπάνω περιπτώσεις, πάντως, αυτοί που δημιουργούν  παραπληροφόρηση γνωρίζουν ότι παραπλανούν, τρολάρουν ή κατασκευάζουν ψεύδη. Αν δεν τους πιστεύετε, θέλουν τουλάχιστον να σας κάνουν να αμφισβητήσετε, αν μη τι άλλο, τι μπορείτε να πιστέψετε.

Πηγή: The Conversation