«Και εγένετο Ελλάς» και «Εγένετο κράτος»

Η εθνική μας μνήμη αντιπαλεύει με την ιστορική λήθη.
Open Image Modal
.
Oleksii Liskonih via Getty Images/iStockphoto

«Πατρίς, να μακαρίζης όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν διά σένα να σ’ αναστήσουνε, να ξαναειπωθής άλλη μίαν φορά ελεύτερη πατρίδα, οπού ήσουνε χαμένη και σβυσμένη από τον κατάλογον τών εθνών. Όλους αυτούς να τους μακαρίζης»

(Μακρυγιάννης) 

Οι επετειακές εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 και την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους (1830) δεν προκαλούν μόνο ένα κλίμα εθνικής έξαρσης και ευωχίας, αλλά μάς βοηθούν να αξιολογήσουμε το βαθμό της ιστοριογνωσίας μας.

Παράλληλα ως Έλληνες καλούμαστε να ανιχνεύσουμε το περιεχόμενο της εθνικής μας αυτογνωσίας και κατά πόσο το ιστορικό παρελθόν διαμορφώνει ακόμη την ταυτότητά μας. 

Η εθνική μας μνήμη αντιπαλεύει με την ιστορική λήθη και οι ιστορικοί μύθοι συγκρούονται με την ιστορική αλήθεια.

Πολλές φορές οι συναισθηματισμοί και οι εθνικές εξάρσεις μάς εμποδίζουν όχι μόνον να αποκολληθούμε από κάποια εθνικά στερεότυπα και μύθους αλλά και να οργανώσουμε την «άμυνά» μας και να χαράξουμε την μελλοντική μας πορεία.

Συναισθηματικά δεμένοι με τις ηρωικές πράξεις των αγωνιστών του 1821 και «αγωνιούντες» για το παρόν και το μέλλον της χώρας μας προσπαθούμε να αυτοπροσδιοριστούμε ως άνθρωποι και ως Έλληνες.  

Το ιστορικό πλαίσιο

Οι εθνικά μεμψίμοιροι αδυνατούν να συλλάβουν το μέγεθος της προσπάθειας και του ηρωισμού των αγωνιστών του 1821 και προβάλλουν εμφαντικά πως η απελευθέρωση της Ελλάδας ήταν αποτέλεσμα της ναυμαχίας του Ναυαρίνου (20/10/1827).

Όσο κι αν αυτό συνιστά μία ιστορική αλήθεια δεν πρέπει να μάς οδηγεί σε μία υποτίμηση ή απαξίωση του αγώνα του 1821.

Αντίθετα μάς διδάσκει πως μία χώρα «ξεχασμένη» και υποδουλωμένη προκάλεσε το ενδιαφέρον των μεγάλων και τους ανάγκασε – έστω για τα δικά τους συμφέροντα – να υπερασπιστούν το δικαίωμά μας για εθνική ελευθερία. 

Από την άλλη πλευρά η ευτυχής έκβαση του αγώνα του 1821 επιτάσσει τον ιστορικό αναστοχασμό και συμβάλλει στην διαπαιδαγώγηση των νεότερων γενεών.

Ο πόθος για ελευθερία στάθηκε ικανός να αντιπαλέψει τις σφοδρές αντιδράσεις της Ιεράς συμμαχίας (Συνέδριο Βερόνας, φθινόπωρο 1822) και να πετύχει το ιστορικά «αδιανόητο».

Με ένα άκρως αρνητικό διεθνές κλίμα και με μία ελλιπή ή υπό διαμόρφωση εθνική συνείδηση οι Έλληνες τόλμησαν και απελευθερώθηκαν. Χωρίς κεντρικό σχεδιασμό και εθνικό στρατό και με μόνο εφόδιο την φλόγα για ελευθερία και την «τρέλα» των αγωνιστών οι Έλληνες απελευθερώθηκαν.  

«Ο κόσμος μάς έλεγε τρελούς. Ημείς αν δεν είμεθα τρελοί, 

δεν εκάναμεν την επανάσταση». 

(Κολοκοτρώνης)

Η Φιλική εταιρεία και οι εκφραστές του νεοελληνικού διαφωτισμού ήταν οι μοναδικοί μηχανισμοί που προετοίμασαν «άτυπα» την επανάσταση. Μία επανάσταση των «ασήμων», των φτωχών, των εμπόρων και των ανυπότακτων. Μία επανάσταση που ανέτρεψε τη λογική σειρά των γεγονότων και τον διπλωματικό ορθολογισμό της εποχής. Ο Όργουελ στο «1984» το έκανε σύνθημα:

«Δεν θα επαναστατήσουν αν δεν αποκτήσουν συνείδηση, και δεν θα αποκτήσουν συνείδηση αν δεν επαναστατήσουν». 

Οι αγωνιστές 

Ωστόσο εκείνο που προκαλεί το θαυμασμό μας είναι ο ηρωισμός των απλών αγωνιστών, η ανιδιοτέλειά τους και ο βαθύς πόθος τους αλλά και το πάθος τους για την ελευθερία του έθνους.

Βέβαια δεν έλειπαν ούτε τα ανθρώπινα πάθη ούτε και τα μικροσυμφέροντα, όπως αυτά εκφράστηκαν στους εμφυλίους της επανάστασης. Η αγιοποίηση των ηρώων είναι ιστορικό λάθος. 

Οι ήρωες είχαν να αντιπαλέψουν την ανθρώπινη φοβία τους, το άγχος της αποτυχίας και του θανάτου. Ξόδεψαν περιουσίες χωρίς υστεροβουλία και θυσίασαν την «ήσυχη» ζωή τους στο όραμα να ζήσουν ελεύθεροι, στο δικό τους κράτος. 

Κάπως έτσι «εγένετο κράτος», «εγένετο Ελλάς».

Ένα κράτος που «αγκάλιασε» όχι μόνον τους παραδοσιακούς Έλληνες αλλά και άλλες μικρότερες εθνότητες που ένιωθαν Έλληνες ή θέλησαν να ενταχθούν σε αυτό το κράτος.

Κι αυτό είναι το μέγιστο επίτευγμα μετά την κατάκτηση της ελευθερίας.

Η γλώσσα, το αρχαιοελληνικό κλέος και η θρησκεία αποτέλεσαν το βασικό συνεκτικό ιστό των κατοίκων του νεοελληνικού κράτους.  

«Θα κάνουμεν κράτος» 

Open Image Modal
.
commons wikimedia

 

Ξεχωριστή μορφή ανάμεσα στους πρωταγωνιστές του 1821 είναι ο ψαριανός Κ. Κανάρης (1793-1877), γνωστός και ως ο θρυλικός πυρπολητής του τούρκικου στόλου (1822). Η τολμηρότερη ενέργειά του δεν ήταν αυτή, αλλά η απόπειρά του να πυρπολήσει τον αιγυπτιακό στόλο μέσα στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, τον Ιούλιο του 1825. Η αποτυχία του εγχειρήματος οφείλεται στην αιφνίδια αλλαγή των καιρικών συνθηκών. 

Ωστόσο αυτό το εγχείρημα δεν ανέδειξε μόνο το μέγεθος της τόλμης του Κανάρη αλλά άφησε ως εθνική παρακαταθήκη τη συνάντηση – συνομιλία του με τον αυστριακό πλοίαρχο.

Οι πηγές αναφέρουν πως ο Κανάρης και οι συναγωνιστές του στο δρόμο για την Αλεξάνδρεια και με στόχο να πυρπολήσουν τον εχθρικό στόχο βρέθηκαν χωρίς τροφές και νερό. Αναγκάζουν τότε ένα αυστριακό πλοίο να τους προμηθεύσει τα αναγκαία για τη διατροφή τους, όπως: ψωμί, τυρί, σαρδέλες και νερό. 

Ο Κανάρης είπε στον αυστριακό καπετάνιο: «Δεν έχω χρήματα για να σου τα πληρώσω τώρα… Γράψε, όμως, σ’ ένα χαρτί πόσο κοστίζουν και δος το μου να υπογράψω».

Και τότε ο Αυστριακός του απαντά: «Δεν θέλω τίποτα».

Ο Κανάρης, ωστόσο, επιμένει λέγοντας: «Φέρε το χαρτί και γράψε 2.000 γρόσια και το έθνος μου θα σου τα πληρώσει!».

Τότε ο Αυστριακός του λέει κάπως υποτιμητικά: «Μα δεν έχετε κράτος».

Σε αυτά τα λόγια ο Κανάρης ανταπαντά με το εμβληματικό: 

«Δεν έχουμε κράτος, μα θα κάνουμε!».

Όταν πέρασαν τα χρόνια και ο Κανάρης έγινε Υπουργός των Ναυτικών μια μέρα μπήκε στο γραφείο του ένας παλιός συμπολεμιστής του μαζί με έναν άγνωστο για τον Κανάρη. 

  • Καπετάνιε, τον θυμάσαι τον κύριο;

  • Όχι, απαντάει ο Κανάρης. 

Ο άγνωστος ήταν ο αυστριακός καπετάνιος. Τότε ο Κανάρης θυμήθηκε το παλιό περιστατικό και του λέει: «Το έχεις εκείνο το χαρτί; Δώσε μου το». Ο Κανάρης διατάσσει να πληρωθεί το ποσό και του λέει υπερήφανα: 

«Δεν πίστευες τότε στα λόγια μου. 

Τότε δεν είχαμε κράτος, το κάναμε όμως!». 

 Με τέτοιες ψυχές και τέτοιες αρετές ξαναστήθηκε η Ελλάδα κι έγινε ελεύθερο κράτος… Όταν ο πατριώτης ήταν τίτλος τιμής.

Κάτι ανάλογο υπονοούν και τα λόγια ενός σύγχρονου ευεργέτη, του εφοπλιστή Ιακώβου Τσούνη:

«Ο πιο σπουδαίος για μένα είναι ο πατριώτης. Όχι εκείνος που έχει λεφτά και τιμητικές διακρίσεις, αλλά αυτός που πραγματικά αγαπάει την πατρίδα του».