«Ο χρόνος και ο άνθρωπος»

Οι τρεις διαστάσεις του χρόνου: Η αποδοχή της ήττας (παρελθόν), η αποδοχή του προσωρινού χαρακτήρα του παρόντος και η πίστη στη μελλοντική εκδίκηση – νίκη.
Open Image Modal
Jordan Lye via Getty Images

«Το παρελθόν μιλάει πάντα όπως ένα μαντείο: μόνο ως αρχιτέκτονες του μέλλοντος, ως γνώστες του παρόντος θα κατανοήσουμε το χρησμό του…. Καλό είναι τώρα να γνωρίζουμε ότι μόνον όποιος χτίζει το μέλλον έχει δικαίωμα να δικάζει το παρελθόν»

 

(Νίτσε)

 

Οι μελετητές, οι φιλόσοφοι, οι επιστήμονες (φυσικοί, αστρονόμοι) αλλά και ο απλός – καθημερινός άνθρωπος βρίσκονται σε μια αέναη διαπάλη με την έννοια του χρόνου και τις υποδιαιρέσεις του. Οι σχέσεις του ανθρώπου με τις τρεις βασικές υποδιαιρέσεις – παρελθόν, παρόν, μέλλον – ποικίλλουν ανάλογα με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, τις επιστημονικές «γνωματεύσεις» αλλά και την απλή «βιοθεωρία» του καθενός.

Ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης όλοι αναζητούν τη βασική αιτία αυτής αλλά και τους τρόπους υπέρβασής της αφού η κατάσταση που βιώνει τον καθηλώνει σε μελαγχολικές σκέψεις για την επιβίωσή του. Όλοι γρήγορα συνειδητοποιούν τη βασική θέση: «ότι οι άνθρωποι δημιουργούν το μέλλον τους, ότι οι σημερινές καταστάσεις είναι αποτέλεσμα των χθεσινών αποφάσεων, όπως το αύριο θα είναι αποτέλεσμα των σημερινών επιλογών, παρότι το μέλλον δεν μπορεί να προβλεφθεί» (Αντώνης Λιάκος, «Αποκάλυψη, Ουτοπία και Ιστορία).

Οι υποδιαιρέσεις του χρόνου

Το παρελθόν ο άνθρωπος το βιώνει μόνο ως μνήμη και γνώση. Δεν έχει καμία εξουσία πάνω του. Δεν μπορεί να το αλλάξει, ούτε να το ξαναζήσει. Ο χρόνος είναι «ανεπίστροφος», γι’ αυτό τα ιστορικά γεγονότα είναι μοναδικά κι ανεπανάληπτα. Το παρόν ο άνθρωπος το αντιλαμβάνεται ως τη μόνη πραγματικότητα γιατί αντιλαμβάνεται πως μόνο αυτό βιώνει και μόνο αυτό επηρεάζει άμεσα τη ζωή του. Ωστόσο, διαβλέπει το προσωρινό του χαρακτήρα, αφού η συνεχής ροή των χρονικών στιγμών εξακοντίζει τα πάντα στο χθες και στο απέραντο χωνευτήρι του παρελθόντος. 

Ζώντας, όμως, το παρόν αγωνιά για το αύριο και προγραμματίζει το μέλλον του. Αυτό από τη φύση του είναι σκοτεινό, άγνωστο, απρόβλεπτο και ρευστό. Σε αυτό επενδύουν όλες τις ελπίδες, προσδοκίες και τα όνειρά τους. Η επιθυμία των ανθρώπων να προβλέψουν το μέλλον προκάλεσε την εμφάνιση της αστρολογίας, της χειρομαντείας, των μέντιουμ ακόμη και τους ειδικούς στην «ανάγνωση» του καφέ, τις καφετζούδες.

Από τα τρία είδη – υποδιαιρέσεις του χρόνου το Μέλλον απορροφά το ενδιαφέρον και τη δράση των ανθρώπων. Δεν είναι τυχαίο που και στο χώρο της πολιτικής τα λόγια των πολιτικών αλλά και το περιεχόμενο των πολιτικών διαφημιστικών συνθημάτων εστιάζονται στο μέλλον, όπως: «Το μέλλον είμαστε εμείς», «Η ελπίδα έρχεται», ή με το «βλέμμα στο μέλλον» κι άλλα. Εξάλλου τα πολυποίκιλα οράματα και οι ουτοπίες ταυτίζονται με το μέλλον. 

Ο χρόνος τρέφει τις ουτοπίες

Αν η ιστορία ως γνώση ή επιστήμη είναι ταυτισμένη με το παρελθόν, οι ουτοπίες είναι άμεσα συνδεδεμένες με το μέλλον. Η ληξιαρχική πράξη γέννησης της έννοιας «Ουτοπία» είναι το 1516 από το ομώνυμο βιβλίο του Τόμας Μορ «Ουτοπία». Η διαμάχη, λοιπόν, της Ιστορίας και της Ουτοπίας είναι πασιφανής, όσες μεταλλάξεις κι αν έχουν υποστεί και οι δυο έννοιες. Η ιστορία συνιστά μια συντελεσμένη πραγματικότητα – άσχετα με τον υποκειμενικό χαρακτήρα του κωδικού αξιολόγησης και κατανόησής της, ενώ η Ουτοπία φαντάζει κινούμενη άμμος, με ρευστό περιεχόμενο και αβέβαιη έκβαση και περιμένει τη δικαίωσή της από το μέλλον.  

Ωστόσο, οι Ουτοπίες – ιδιαίτερα οι ιδεολογικές και πολιτικές – μαγνητίζουν τα πλήθη, πυροδοτούν επαναστατικές πράξεις μέσα από τη γέννηση θετικών συναισθημάτων για την κατάκτηση του μέλλοντος, και για πολλούς θεωρούνται το «ποιητικόν αίτιον» της ιστορικής εξέλιξης. Κι αυτό γιατί οι ουτοπίες συμπυκνώνουν τις προσδοκίες, τους φόβους και τις ελπίδες ανθρώπων και λαών «Dum Spiro Spero» (Όσο ζω ελπίζω). Η ύπαρξη της ιστορίας και της ουτοπίας αισθητοποιείται στους δυο αντιπροσωπευτικούς τύπους, τους πραγματιστές και τους ουτοπιστές. Οι πρώτοι ακουμπούν στα ιστορικά συμβάντα (παρελθόν), ενώ οι δεύτεροι στο μέλλον. «Η ουτοπία ανήκει στη σφαίρα του δυνητικού˙ η ιστορία στη σφαίρα της αναγκαιότητας» (Α. Λιάκος).

Παρεπόμενα στοιχεία, επίσης, της Ουτοπίας είναι η θρησκευτική εσχατολογία. Και οι δύο – Ουτοπίες και Εσχατολογία – έχουν σημείο αναφοράς το μέλλοντα χρόνο. Η διαφορά συνίσταται στο γεγονός ότι οι Ουτοπίες περιγράφουν το ιδεώδες – ιδανικό μιας κοινωνίας πάνω στη γη, ενώ η εσχατολογία (λόγος περί εσχάτων ημερών) τοποθετεί την ιδεώδη κοινωνία στον Ουρανό (Χριστιανοί…).

Παραπλήσιο περιεχόμενο, όμως, έχει και η Αποκάλυψη που συνιστά κείμενο που περιγράφει – αποκαλύπτει το μέλλον. Στοιχεία της αποκάλυψης άλλοτε χρησιμοποιήθηκαν για τον εκφοβισμό και φρονηματισμό των ανθρώπων, άλλοτε ως προσδοκία δικαίωσης στο μέλλοντα χρόνο κι άλλοτε πυροδότησαν την επιθυμία για εκδίκηση και αποκατάσταση του δικαίου και του καλού επί της γης. «Συνήθως την ιστορία τη γράφουν οι νικητές. Μερικές φορές όμως, οι ηττημένοι κατακτούν τη συνείδηση ότι η μακρόχρονη ήττα τους είναι προσωρινή, και τότε η ιστορία δεν γράφεται, γίνεται»(Σύνθημα αναρχικό στα Εξάρχεια). 

Με το παραπάνω σύνθημα αποτυπώνεται με ενάργεια η συμπαρουσία και η αλληλεπίδραση των τριών διαστάσεων του χρόνου (Παρελθόν – Παρόν – Μέλλον). Η αποδοχή της ήττας (παρελθόν), η αποδοχή του προσωρινού χαρακτήρα του παρόντος και η πίστη στη μελλοντική εκδίκηση – νίκη. Λεξιλογικά οι τρεις συνιστώσες του χρόνου (Παρελθόν – Παρόν – Μέλλον) αποτυπώνονται με τους γραμματικούς τύπους: Ην – Έστι – Έσται.

Αυτή η διάκριση βρίσκεται σε πολλά κείμενα, όπως του Ηράκλειτου: «Κόσμον τόνδε ούτε τις θεών εποίησεν ούτε ανθρώπων αλλ’ ην αεί και έστι και έσται πυρ αείζωον». Γλώσσα, λοιπόν, και χρόνος αλληλοπροσδιορίζονται και αλληλοεπιδρούν. Μπορεί οι ρηματικοί – γλωσσικοί τύποι να αποτυπώνουν με ευκολία τη χρονική στιγμή – ροή αλλά ποτέ δεν θα μπορέσουν να καταγράψουν την ολότητα του χρόνου που είναι απροσδιόριστος και προσλαμβάνεται μόνο ως προσωπική εμπειρία και βίωμα. 

Ο ψυχολογικός χρόνος

Γι’ αυτό μιλάμε για ψυχολογικό – βιωματικό χρόνο που δεν παρακολουθεί την αυστηρότητα του ημερολογίου. Ο ψυχολογικός χρόνος συμπυκνώνει τα μυστηριώδη «επεισόδια» της εσωτερικής ζωής, περιγράφει τις ψυχικές διακυμάνσεις και τις διάφορες συναισθηματικές ταλαντώσεις. Είναι μια καταβύθιση στα έγκατα της ύπαρξής μας. Αν ο αντικειμενικός – φυσικός χρόνος είναι ποσοτικός χρόνος, ο ψυχολογικός είναι ποιοτικός και γι’ αυτό μη μετρήσιμος. Γι’ αυτό ο ψυχολογικός – βιωματικός χρόνος έχει έναν αυστηρά προσωπικό χαρακτήρα. Ανάλογα με τη διάθεση, τα γεγονότα και τα βιώματα του υποκειμένου αλλάζει περιεχόμενο και διάρκεια. 

Ο χρόνος, δηλαδή, «διαστέλλεται» ή «συστέλλεται» ανάλογα με την ένταση των συναισθημάτων και το περιεχόμενό τους (χαρά – λύπη/ ελπίδα – απογοήτευση). Όταν ο άνθρωπος αισθάνεται εσωτερικά κενός και ο χρόνος βιώνεται ως κενός και τότε ασυνείδητα μετατρέπεται σε προσωπικό δυνάστη και τιμωρό. Επιτυχής είναι η επισήμανση του Απολλώνιου «Βραχύς ο βίος ανθρώπω ευ πράσσοντι, δυστυχούντι δε μακρός» (Στοβ. ΧΧΙ, 34).

Ωστόσο, όποια μορφή κι αν έχει ο βιωματικός χρόνος, αυτός (χρόνος φυσικός) εξακολουθεί να ρέει αμείλικτα ενάντια στη βούληση και στις διαθέσεις μας. Μας προσπερνά αδιάφορος, ατάραχος κι ανέκφραστος. Όσο εμείς τον διασπούμε για να τον υποτάξουμε τόσο αυτός μας κατανικά και μας λυγίζει. 

Ο χρόνος είναι σκληρός

Είναι ανελαστικός και σκληρός, χωρίς αισθήματα και ευαισθησία. Κρύβει μια δύναμη που μας αποτρέπει από κάθε προσπάθεια να τον συλλάβουμε και να τον ακινητοποιήσουμε. Οι δείκτες του ρολογιού, η Γη και οι πλανήτες γυρίζουν αδιαφορώντας για όσα συμβαίνουν εντός μας ή στον κόσμο. Καθορίζει την ηλικία μας και το πεπρωμένο μας.

Όσο μεγαλώνουμε σε ηλικία τόσο γρηγορότερα φαίνεται να περνάει ο χρόνος, γιατί τα νιάτα και τα γηρατειά βιώνουν κατά διαφορετικό τρόπο την κίνηση – ροή του χρόνου. Οι ηλικιωμένοι περισσότερο νοσταλγούν τις στιγμές, τα βιώματα και τα γεγονότα του παρελθόντος, ενώ οι νέοι βιάζονται να γνωρίσουν τα μελλούμενα, αγνοώντας έτσι πως έτσι πλησιάζουν γρηγορότερα στα όρια του χρόνου τους (θάνατος).  

Αν και ο άνθρωπος θέλησε να εξανθρωπίσει το χρόνο για να τον γνωρίσει καλύτερα και να φιλιώσει μαζί του, αυτός (χρόνος) μένει σκληρός κι ασυγκίνητος από τα ανθρώπινα συμβάντα και παθήματα. Ο Ελύτης με τρόπο ποιητικό καταγράφει το δρομολόγιο του χρόνου στο ποίημά  του «Άξιον Εστί». «Τέλος, κάποτε ακουγόταν στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ’χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως».(Η πορεία προς το μέτωπο). Άλλη η πορεία του ανθρώπου (πόλεμος, φόβος, ανάγκες…..), άλλη η πορεία του χρόνου. 

Σε μια δημοφιλή εκπομπή της τηλεόρασης «Η μηχανή του χρόνου» προβάλλονται στιγμές και γεγονότα του παρελθόντος με πρωταγωνιστές ανθρώπους, σημαντικούς ή άσημους. Η εκπομπή εύκολα γεννά τη σκέψη πως ο άνθρωπος βρήκε πολλές μηχανές και κατέκτησε το χώρο. Δυστυχώς, όμως, προς το παρόν η μηχανή με την οποία θα κινείται ο άνθρωπος ελεύθερα στο χρόνο δεν βρέθηκε. Η πάλη με το χρόνο είναι άνιση. Ο χαμένος εύκολα ανιχνεύεται. «Άκουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση/ κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος» (Ελύτη «Η Μαρίνα των Βράχων»). 

Η επιθυμία για αιώνια ζωή 

Στις γιορτές και στην αλλαγή του Χρόνου ακούγονται οι γνωστές ευχές «Χρόνια Πολλά» και «Καλή Χρονιά»…. Άρα ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την περατότητα και ασημαντότητά του μπροστά στην αιωνιότητα του Θεού και του χρόνου;. Η έννοια του τέλους της ζωής του τον τρομάζει, αν και ποτέ δεν εξέφρασε την επιθυμία για μια ζωή αιώνια. Ωστόσο, ενδόμυχα, ίσως, να το σκέφτεται…..

Συναφής με τα παραπάνω είναι η άποψη του Πασκάλ Μερσιέ «Νυχτερινό τρένο για τη Λισαβόνα». «Ποιος θέλει στα σοβαρά να είναι αθάνατος; Ποιος θέλει να ζήσει στ’ αλήθεια αιώνια; Πόσο άδεια, πόσο δίχως γεύση θα ήταν η ζωή μας αν ξέραμε: δεν έχει σημασία καμιά, ό,τι κι αν συμβεί σήμερα, αυτό το μήνα, αυτό το χρόνο, αφού έρχονται αμέτρητες μέρες, μήνες και χρόνια δίχως τέλος…. Τι θα μετρούσε πραγματικά αν ήταν έτσι η ζωή μας; Δεν θα ‘ταν ανάγκη να υπολογίζουμε τίποτα, ούτε καν το χρόνο μας. Δε θα ‘ταν ανάγκη να βιαζόμαστε…. Και νόημα δεν θα ’χεη μετάνοια κανένα, αφού πάντα θα είχαμε το χρόνο να επανορθώσουμε… Αν, όμως, υπήρχε χρόνος για όλους και για όλα, τότε που θα χωρούσε τη χαρά και τη σπατάλη του;…. Γιατί ένα είναι σίγουρο: θα ήταν σκέτη κόλαση αυτός ο παράδεισος της αθανασίας. Είναι ο θάνατος που δίνει στη στιγμή την ομορφιά και τη φρίκη της. Μόνο χάρη στο θάνατο είναι ο χρόνος ζωντανός χρόνος». (Δέος και φρίκη ενώπιον του Θείου Λόγου).